Anonymous

λεκτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(1ba)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λεκτικός]], -ή, -όν) [[λεκτός]]<br /><b>1.</b> αυτός πού ανήκει ή αναφέρεται στην [[έκφραση]] διά του λόγου (α. «τοῑς μὲν γὰρ λεκτικοῑς τῶν λόγων [[ἁπλῶς]] καὶ ὁμοίως οἷς ἂν ἐκ τοῡ παραχρῆμά τις εἴποι [[πρέπει]] γεγράφθαι», <b>Δημοσθ.</b><br />β. «ὁ λεκτικὸς [[τρόπος]]» — η [[δυνατότητα]] έκφρασης, Διον.Αλ.)<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] στην [[έκφραση]], [[εκφραστικός]] («τὸ μὲν οὖν λεκτικοὺς καὶ πρακτικοὺς [[γίγνεσθαι]] τοὺς συνόντας οὐκ ἔσπευδεν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το λεκτικό</i><br />ο [[προσωπικός]] [[τρόπος]] προφορικής ή γραπτής έκφρασης, το ύφος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «λεκτικά ρήματα» — τα ρήματα που έχουν την [[έννοια]] του [[λέγω]]<br />β) «λεκτικοί τρόποι» — τα σχήματα του λόγου που προκύπτουν ανάλογα με την ποικίλη σημασιολογική [[χρήση]] λέξεων ή φράσεων και τα οποία [[είναι]]: η [[συνεκδοχή]], η [[μετωνυμία]], η [[υπαλλαγή]], η [[αντονομασία]], η [[αντίφραση]], η [[υπερβολή]] και η [[αλληγορία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ λεκτική</i><br />η [[τέχνη]] του να εκφράζεται [[κάποιος]] [[προφορικά]] ή γραπτά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λεκτικώς</i> και -<i>ά</i> (Α λεκτικῶς)<br /><b>νεοελλ.</b><br />από λεκτική [[άποψη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με εκφραστική [[ικανότητα]]<br /><b>2.</b> [[προφορικά]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λεκτικός]], -ή, -όν) [[λεκτός]]<br /><b>1.</b> αυτός πού ανήκει ή αναφέρεται στην [[έκφραση]] διά του λόγου (α. «τοῑς μὲν γὰρ λεκτικοῑς τῶν λόγων [[ἁπλῶς]] καὶ ὁμοίως οἷς ἂν ἐκ τοῦ παραχρῆμά τις εἴποι [[πρέπει]] γεγράφθαι», <b>Δημοσθ.</b><br />β. «ὁ λεκτικὸς [[τρόπος]]» — η [[δυνατότητα]] έκφρασης, Διον.Αλ.)<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] στην [[έκφραση]], [[εκφραστικός]] («τὸ μὲν οὖν λεκτικοὺς καὶ πρακτικοὺς [[γίγνεσθαι]] τοὺς συνόντας οὐκ ἔσπευδεν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το λεκτικό</i><br />ο [[προσωπικός]] [[τρόπος]] προφορικής ή γραπτής έκφρασης, το ύφος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «λεκτικά ρήματα» — τα ρήματα που έχουν την [[έννοια]] του [[λέγω]]<br />β) «λεκτικοί τρόποι» — τα σχήματα του λόγου που προκύπτουν ανάλογα με την ποικίλη σημασιολογική [[χρήση]] λέξεων ή φράσεων και τα οποία [[είναι]]: η [[συνεκδοχή]], η [[μετωνυμία]], η [[υπαλλαγή]], η [[αντονομασία]], η [[αντίφραση]], η [[υπερβολή]] και η [[αλληγορία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ λεκτική</i><br />η [[τέχνη]] του να εκφράζεται [[κάποιος]] [[προφορικά]] ή γραπτά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λεκτικώς</i> και -<i>ά</i> (Α λεκτικῶς)<br /><b>νεοελλ.</b><br />από λεκτική [[άποψη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με εκφραστική [[ικανότητα]]<br /><b>2.</b> [[προφορικά]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm