Anonymous

λέξη: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  15 February 2019
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(22)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[λέξις]])<br /><b>1.</b> το μικρότερο [[στοιχείο]] του προφορικού ή γραπτού λόγου με το οποίο εκφράζεται μια [[έννοια]] ή μια [[σχέση]] και το οποίο [[είναι]] [[φθόγγος]] ή αυτοτελές [[σύνολο]] φθόγγων (α. «άκλιτη [[λέξη]]» β. «μονοσύλλαβη [[λέξη]]» γ. «ἡ γὰρ [[λέξις]] αὕτη τοῡτο σημαίνει [[κυρίως]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κατά]] [[λέξη]]» ή «κατὰ λέξιν» ή «αὐταῑς λέξεσι» — [[αυτολεξεί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η γραπτή [[παράσταση]] της λέξης («μού έσβησε μόνο μια [[λέξη]] από το [[κείμενο]]»)<br /><b>2.</b> <b>(πληροφ.)</b> [[στοιχειώδης]] [[μονάδα]] χωρητικότητας της μνήμης ενός υπολογιστή, απαρτιζόμενη από [[αλληλουχία]] δυαδικών ψηφίων ή χαρακτήρων που αποτελούν μια [[ενότητα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κατά]] [[λέξη]] [[μετάφραση]]» ή «[[κατά]] [[λέξη]] [[ερμηνεία]]» — η [[μετάφραση]] ή η [[ερμηνεία]] η οποία ακολουθεί τη [[σειρά]] τών λέξεων του πρωτοτύπου και τίς αποδίδει πιστά, σε [[αντιδιαστολή]] με την ελεύθερη [[απόδοση]]<br />β) «επί λέξει» — [[αυτολεξεί]]<br />γ) «[[λέξη]] [[προς]] [[λέξη]]» — με [[κάθε]] [[λεπτομέρεια]], [[καταλεπτώς]]<br />δ) «μην πεις [[λέξη]]» ή «μην βγάλεις [[λέξη]]» — [[σιωπή]]!<br />ε) «[[παίζω]] με τις λέξεις» — [[κάνω]] λογοπαίγνια, [[χρησιμοποιώ]] διαφορετικές λέξεις για να πω το ίδιο [[πράγμα]]<br />στ) «με μια [[λέξη]]» ή «με δυο λέξεις» ή «με λίγες λέξεις» — [[σύντομα]], με [[συντομία]] λόγου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χαρακτήρας]] του λόγου κάποιου, το λεκτικό, το ύφος («μηδένα λόγον αὐτῶν [[μηδὲ]] τὴν λέξιν ἐπαινεῑν», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> [[διήγηση]]<br /><b>3.</b> [[κεφάλαιο]] διήγησης<br /><b>4.</b> [[γλώσσα]] έθνους ή ομάδας ανθρώπων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ομιλία]], [[λόγος]] («[[ἐπειδὰν]] ἀφίκηται ἐν τῇ διηγήσει ἐπὶ λέξιν τινὰ ἢ πρᾱξιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σπάνιος]] όρος που χρειάζεται [[περαιτέρω]] [[επεξήγηση]] με άλλον γνωστότερο<br /><b>3.</b> το [[κείμενο]] ενός συγγραφέα, σε [[αντιδιαστολή]] με την [[εξήγηση]] του κειμένου<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ λέξεις</i><br />το [[γλωσσάριο]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[παρά]] λέξιν» — εσφαλμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λέκ</i>-<i>σις</i> <span style="color: red;"><</span> <i>λέγ</i>-<i>σις</i> <span style="color: red;"><</span> <i>λέγ</i>-<i>ω</i> ουσιαστικό δηλωτικό της ενέργειας του [[λέγω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[πρᾶξις]] <span style="color: red;"><</span> [[πράττω]], [[λύσις]] <span style="color: red;"><</span> <i>λύω</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λεξίδιο]](<i>ν</i>), [[λεξικό]](<i>ν</i>), [[λεξικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λεξείδιον]], [[λεξίδριον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λεξούλα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λεξιγράφος]], [[λεξιθήρας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λεξίθηρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λεξιλογία]], [[λεξιλόγιο]]. (Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[κυβόλεξο]], [[σταυρόλεξο]]].
|mltxt=η (AM [[λέξις]])<br /><b>1.</b> το μικρότερο [[στοιχείο]] του προφορικού ή γραπτού λόγου με το οποίο εκφράζεται μια [[έννοια]] ή μια [[σχέση]] και το οποίο [[είναι]] [[φθόγγος]] ή αυτοτελές [[σύνολο]] φθόγγων (α. «άκλιτη [[λέξη]]» β. «μονοσύλλαβη [[λέξη]]» γ. «ἡ γὰρ [[λέξις]] αὕτη τοῦτο σημαίνει [[κυρίως]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κατά]] [[λέξη]]» ή «κατὰ λέξιν» ή «αὐταῑς λέξεσι» — [[αυτολεξεί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η γραπτή [[παράσταση]] της λέξης («μού έσβησε μόνο μια [[λέξη]] από το [[κείμενο]]»)<br /><b>2.</b> <b>(πληροφ.)</b> [[στοιχειώδης]] [[μονάδα]] χωρητικότητας της μνήμης ενός υπολογιστή, απαρτιζόμενη από [[αλληλουχία]] δυαδικών ψηφίων ή χαρακτήρων που αποτελούν μια [[ενότητα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κατά]] [[λέξη]] [[μετάφραση]]» ή «[[κατά]] [[λέξη]] [[ερμηνεία]]» — η [[μετάφραση]] ή η [[ερμηνεία]] η οποία ακολουθεί τη [[σειρά]] τών λέξεων του πρωτοτύπου και τίς αποδίδει πιστά, σε [[αντιδιαστολή]] με την ελεύθερη [[απόδοση]]<br />β) «επί λέξει» — [[αυτολεξεί]]<br />γ) «[[λέξη]] [[προς]] [[λέξη]]» — με [[κάθε]] [[λεπτομέρεια]], [[καταλεπτώς]]<br />δ) «μην πεις [[λέξη]]» ή «μην βγάλεις [[λέξη]]» — [[σιωπή]]!<br />ε) «[[παίζω]] με τις λέξεις» — [[κάνω]] λογοπαίγνια, [[χρησιμοποιώ]] διαφορετικές λέξεις για να πω το ίδιο [[πράγμα]]<br />στ) «με μια [[λέξη]]» ή «με δυο λέξεις» ή «με λίγες λέξεις» — [[σύντομα]], με [[συντομία]] λόγου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χαρακτήρας]] του λόγου κάποιου, το λεκτικό, το ύφος («μηδένα λόγον αὐτῶν [[μηδὲ]] τὴν λέξιν ἐπαινεῑν», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> [[διήγηση]]<br /><b>3.</b> [[κεφάλαιο]] διήγησης<br /><b>4.</b> [[γλώσσα]] έθνους ή ομάδας ανθρώπων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ομιλία]], [[λόγος]] («[[ἐπειδὰν]] ἀφίκηται ἐν τῇ διηγήσει ἐπὶ λέξιν τινὰ ἢ πρᾱξιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σπάνιος]] όρος που χρειάζεται [[περαιτέρω]] [[επεξήγηση]] με άλλον γνωστότερο<br /><b>3.</b> το [[κείμενο]] ενός συγγραφέα, σε [[αντιδιαστολή]] με την [[εξήγηση]] του κειμένου<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ λέξεις</i><br />το [[γλωσσάριο]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[παρά]] λέξιν» — εσφαλμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λέκ</i>-<i>σις</i> <span style="color: red;"><</span> <i>λέγ</i>-<i>σις</i> <span style="color: red;"><</span> <i>λέγ</i>-<i>ω</i> ουσιαστικό δηλωτικό της ενέργειας του [[λέγω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[πρᾶξις]] <span style="color: red;"><</span> [[πράττω]], [[λύσις]] <span style="color: red;"><</span> <i>λύω</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λεξίδιο]](<i>ν</i>), [[λεξικό]](<i>ν</i>), [[λεξικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λεξείδιον]], [[λεξίδριον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λεξούλα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λεξιγράφος]], [[λεξιθήρας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λεξίθηρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λεξιλογία]], [[λεξιλόγιο]]. (Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[κυβόλεξο]], [[σταυρόλεξο]]].
}}
}}