Anonymous

μέλω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  15 February 2019
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(1ba)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑM [[μέλω]])<br />(το γ' εν. ενεργ. ενεστ. ως απρόσ.) [[μέλει]]<br />αποδίδεται από κάποιον [[σημασία]] σε [[κάτι]], [[είναι]] [[κάτι]] [[αντικείμενο]] φροντίδας κάποιου (α. «δεν μέ [[μέλει]] που δεν ήλθε» β. «[[οὐδέν]] μοι [[μέλει]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «να μη σέ [[μέλει]] εσένα» — να μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[είμαι]] [[αντικείμενο]] φροντίδας ή προσοχής κάποιου, ενδιαφέρεται [[κάποιος]] για μένα (α. «πᾱσι δόλοισιν ἀνθρώποισι [[μέλω]]» — με [[κάθε]] δόλο [[προκαλώ]] την [[προσοχή]] τών ανθρώπων, <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «γάμους... σοὶ χρή μέλεσθαι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[ενδιαφέρομαι]] για κάποιον ή για [[κάτι]], [[φροντίζω]] (α. «οὐκ ἔφα τις θεοὺς βροτῶν ἀξιοῡσθαι μέλειν», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «παρελθόντες δόμους σίτων μέλεσθε», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (το γ' εν. και πληθ. όλων τών χρόνων ενεργ. και μέσ. φωνής [[καθώς]] και το απρμφ. και η μτχ. σε απρόσωπη [[σύνταξη]] με δοτ. προσώπου) έχει [[κάποιος]] την [[έγνοια]] για [[κάτι]], φροντίζει [[κάποιος]] για [[κάτι]] (α. «[[πάνυ]] μοι τυγχάνει μεμεληκὸς τοῡ ᾄσματος», <b>Πλάτ.</b><br />β. «ἐμοὶ δ' ἔλασσον Ζηνὸς ἢ μηδὲν [[μέλει]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «μέλον ἐστί» — υπάρχει [[ενδιαφέρον]] για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας. Το ρ. έχει συνδεθεί εσφαλμένως με τη [[ρίζα]] <i>mel</i>-«[[αργώ]], [[διστάζω]]» και με το ρ. [[μέλλω]]. Επίσης, [[εξίσου]] αμφίβολη [[είναι]] η [[σύνδεση]] του με το επίρρ. [[μάλα]] και με το λατ. <i>melior</i>. Παράλληλα με τους παρακμ. <i>μεμέληκα</i> και <i>μεμέλημαι</i>, στον Όμηρο και στους λυρικούς ποιητές εμφανίζονται οι τ. παρακειμένου <i>μέ</i>-<i>μηλ</i>-<i>α</i> (εκτεταμένη [[βαθμίδα]] του <i>μελ</i>-) και <i>μέ</i>-<i>μβλ</i>-<i>εται</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>με</i>-<i>μλ</i>-<i>εται</i>, μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του <i>μελ</i>-), από όπου ο ενεστ. τ. <i>μέμβλομαι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μελετώ]], [[μέλημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μελεδών]], [[μελεία]], [[μελέτωρ]], [[μελησμός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μέλησις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[επιμελούμαι]], [[μεταμελούμαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αντεπιμέλομαι</i>, <i>συνεπιμέλομαι</i>].
|mltxt=(ΑM [[μέλω]])<br />(το γ' εν. ενεργ. ενεστ. ως απρόσ.) [[μέλει]]<br />αποδίδεται από κάποιον [[σημασία]] σε [[κάτι]], [[είναι]] [[κάτι]] [[αντικείμενο]] φροντίδας κάποιου (α. «δεν μέ [[μέλει]] που δεν ήλθε» β. «[[οὐδέν]] μοι [[μέλει]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «να μη σέ [[μέλει]] εσένα» — να μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[είμαι]] [[αντικείμενο]] φροντίδας ή προσοχής κάποιου, ενδιαφέρεται [[κάποιος]] για μένα (α. «πᾱσι δόλοισιν ἀνθρώποισι [[μέλω]]» — με [[κάθε]] δόλο [[προκαλώ]] την [[προσοχή]] τών ανθρώπων, <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «γάμους... σοὶ χρή μέλεσθαι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[ενδιαφέρομαι]] για κάποιον ή για [[κάτι]], [[φροντίζω]] (α. «οὐκ ἔφα τις θεοὺς βροτῶν ἀξιοῡσθαι μέλειν», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «παρελθόντες δόμους σίτων μέλεσθε», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (το γ' εν. και πληθ. όλων τών χρόνων ενεργ. και μέσ. φωνής [[καθώς]] και το απρμφ. και η μτχ. σε απρόσωπη [[σύνταξη]] με δοτ. προσώπου) έχει [[κάποιος]] την [[έγνοια]] για [[κάτι]], φροντίζει [[κάποιος]] για [[κάτι]] (α. «[[πάνυ]] μοι τυγχάνει μεμεληκὸς τοῦ ᾄσματος», <b>Πλάτ.</b><br />β. «ἐμοὶ δ' ἔλασσον Ζηνὸς ἢ μηδὲν [[μέλει]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «μέλον ἐστί» — υπάρχει [[ενδιαφέρον]] για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας. Το ρ. έχει συνδεθεί εσφαλμένως με τη [[ρίζα]] <i>mel</i>-«[[αργώ]], [[διστάζω]]» και με το ρ. [[μέλλω]]. Επίσης, [[εξίσου]] αμφίβολη [[είναι]] η [[σύνδεση]] του με το επίρρ. [[μάλα]] και με το λατ. <i>melior</i>. Παράλληλα με τους παρακμ. <i>μεμέληκα</i> και <i>μεμέλημαι</i>, στον Όμηρο και στους λυρικούς ποιητές εμφανίζονται οι τ. παρακειμένου <i>μέ</i>-<i>μηλ</i>-<i>α</i> (εκτεταμένη [[βαθμίδα]] του <i>μελ</i>-) και <i>μέ</i>-<i>μβλ</i>-<i>εται</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>με</i>-<i>μλ</i>-<i>εται</i>, μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του <i>μελ</i>-), από όπου ο ενεστ. τ. <i>μέμβλομαι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μελετώ]], [[μέλημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μελεδών]], [[μελεία]], [[μελέτωρ]], [[μελησμός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μέλησις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[επιμελούμαι]], [[μεταμελούμαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αντεπιμέλομαι</i>, <i>συνεπιμέλομαι</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm