Anonymous

νύσσω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  15 February 2019
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
m (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=")
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[νύσσω]], Α αττ. τ. [[νύττω]])<br />[[τρυπώ]] με οξύ όργανο, [[κεντώ]] («ἀλλ' εἷς τῶν στρατιωτών [[λόγχη]] αὐτοῡ τὴν πλευρὰν ἔνυξε», ΚΔ)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κινώ]], [[ανακινώ]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πειράζω]], [[πληγώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλήττω]], [[χτυπώ]] («χθόνα... ἵπποι νύσσοντες χηλῇσι», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> ωθώ [[ελαφρά]], [[σκουντώ]]<br /><b>3.</b> [[ενοχλώ]]<br /><b>4.</b> [[παροτρύνω]]<br /><b>5.</b> (σχετικά με [[αισθητήριο]] όργανο) [[προκαλώ]] ερεθισμό<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> <i>νύσσομαι</i><br />(για [[νεύρο]]) [[υφίσταμαι]] [[χαλάρωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[νύσσω]] δεν έχει αντίστοιχους τ. στις άλλες ΙΕ γλώσσες. Παρ' όλα αυτά, έχει συνδεθεί με γερμ. και σλαβ. τ., <b>πρβλ.</b> γερμ. <i>nucken</i> «[[κουνώ]] το [[κεφάλι]]», αρχ. σλαβ. <i>nukati</i>, <i>njukat</i> «[[διεγείρω]], [[ενθαρρύνω]]». Η [[σύνδεση]] όμως με τους τύπους αυτούς θα σήμαινε την [[ένταξη]] του ρήματος στην [[οικογένεια]] του [[νεύω]] (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>nu</i><i>ō</i>), [[άποψη]] που προσκρούει τόσο σε σημασιολογικές όσο και σε μορφολογικές δυσχέρειες].
|mltxt=(ΑΜ [[νύσσω]], Α αττ. τ. [[νύττω]])<br />[[τρυπώ]] με οξύ όργανο, [[κεντώ]] («ἀλλ' εἷς τῶν στρατιωτών [[λόγχη]] αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε», ΚΔ)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κινώ]], [[ανακινώ]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πειράζω]], [[πληγώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλήττω]], [[χτυπώ]] («χθόνα... ἵπποι νύσσοντες χηλῇσι», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> ωθώ [[ελαφρά]], [[σκουντώ]]<br /><b>3.</b> [[ενοχλώ]]<br /><b>4.</b> [[παροτρύνω]]<br /><b>5.</b> (σχετικά με [[αισθητήριο]] όργανο) [[προκαλώ]] ερεθισμό<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> <i>νύσσομαι</i><br />(για [[νεύρο]]) [[υφίσταμαι]] [[χαλάρωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[νύσσω]] δεν έχει αντίστοιχους τ. στις άλλες ΙΕ γλώσσες. Παρ' όλα αυτά, έχει συνδεθεί με γερμ. και σλαβ. τ., <b>πρβλ.</b> γερμ. <i>nucken</i> «[[κουνώ]] το [[κεφάλι]]», αρχ. σλαβ. <i>nukati</i>, <i>njukat</i> «[[διεγείρω]], [[ενθαρρύνω]]». Η [[σύνδεση]] όμως με τους τύπους αυτούς θα σήμαινε την [[ένταξη]] του ρήματος στην [[οικογένεια]] του [[νεύω]] (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>nu</i><i>ō</i>), [[άποψη]] που προσκρούει τόσο σε σημασιολογικές όσο και σε μορφολογικές δυσχέρειες].
}}
}}
{{lsm
{{lsm