Anonymous

περί: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  15 February 2019
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
m (Text replacement - "(Beta Code)(.*?\n\|Definition.*?)(connexion)" to "\1\2connection")
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, με [[αναστροφή]] πέρι, θεσσαλ., δελφ. και αιολ τ. περ, ελεατ. τ. παρ Α<br />[[πρόθεση]] η οποία συντάσσεται: 1. με γεν. α) (για [[δήλωση]] του αντικειμένου, του θέματος για το οποίο γίνεται [[λόγος]] ή για το οποίο ενδιαφέρεται [[κάποιος]]), για, σχετικά με..., όσον αφορά (α. «έγινε [[συζήτηση]] [[περί]] μετατάξεων» β. «[[περί]] ορέξεως [[ουδείς]] [[λόγος]]» γ. «τοῡ Θεοῡ περὶ ἡμῶν κρεῑττόν τι προβλεψαμένου», ΚΔ<br />γ. «ἠγγέλθη εὐθὺς τὰ περὶ τῶν Πλαταιῶν γεγενημένα», <b>Θουκ.</b>)<br />β) (για [[δήλωση]] σκοπού) για [[χάρη]] κάποιου, [[υπέρ]] (α. «[[μεριμνώ]] [[περί]] της θετικής εκβάσεως του αγώνος» β. «εἷς οιωνὸς [[ἄριστος]] ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης» β. «ἐκ τοῡδ' ἀνδρός, οὗ [[θνήσκω]] πέρι», <b>Ευρ.</b>)<br />γ) για [[δήλωση]] αξίας, [[τιμής]], σημασίας που δίνεται σε κάποιον ή σε [[κάτι]] (α. «τον έχει [[περί]] πολλού» — τον εκτιμά πολύ<br />β. «ἅπαντας τοὺς πολίτας περὶ οὐδενὸς ἡγήσατο», Λυσ.)<br /><b>2.</b> με αιτ. α) (για [[δήλωση]] του αντικειμένου [[γύρω]] από το οποίο γίνεται μια [[κίνηση]]) [[γύρω]], [[τριγύρω]], [[ολόγυρα]] ή [[πλησίον]], [[κοντά]] (α. «η [[περί]] τα Κούναξα [[μάχη]]» β. «μαρνάμενοι περὶ [[ἄστυ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) για [[δήλωση]] του αντικειμένου, του πράγματος ή του θέματος για το οποίο φροντίζει ή ενδιαφέρεται ή με το οποίο ασχολείται [[κανείς]] (α. «ασχολείται [[περί]] την μουσικήν» β. «οἱ περὶ τὴν φιλοσοφίαν», Ισοκρ.)<br />γ) (για [[δήλωση]] αναφοράς ή σχέσεως) ως [[προς]] κάποιον ή [[κάτι]], όσον αφορά («εὐσεβεῑν περὶ θεούς», <b>Πλάτ.</b>)<br />δ) (για [[δήλωση]] χρονικού σημείου ή αριθμού όχι ακριβώς καθορισμένου) [[περίπου]], [[πάνω]]-[[κάτω]] (α. «[[περί]] τα [[μεσάνυχτα]]» β. «συνειλεγμένων... περὶ ἑπτακοσίιους», <b>Ξεν.</b>)<br />ε) <b>φρ.</b> «οι [[περί]] τον...» ή «οἱ [[περί]] [[τίνα]]» — οι οπαδοί, οι ακόλουθοι κάποιου («οἱ περὶ Ἡράκλειτον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. ως [[πρόθεση]]: 1. με γεν. α) [[πέριξ]], [[ολόγυρα]] («ἡ δ' αὐτοῡ τετάνυστο περὶ σπείους γλαφυροῑο ἡμερὶς ἡβώωσα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) [[πλησίον]], [[κοντά]]<br />γ) (για [[δήλωση]] της αιτίας για την οποία γίνεται [[κάτι]] [[παρά]] για [[δήλωση]] του σκοπού) εξαιτίας, [[ένεκα]] («περὶ ἔριδος μάρνασθαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />δ) (για [[δήλωση]] συγκριτικής υπεροχής) περισσότερο από [[κάθε]] άλλον («ἐφάμην σε περὶ φρένας ἔμμεναι ἄλλων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> με δοτ. α) [[πέριξ]], [[τριγύρω]] (α. «χαλκὸς ἔλαμπε περὶ στήθεσι», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[Αἴας]] περὶ Πατρόκλῳ ἥρωι βεβήκειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) για κάποιον, εξαιτίας κάποιου ή για [[χάρη]] κάποιου (α. «[[ἀνάγκη]]... κινδυνεύοντα περὶ αὐτῷ», Αντιφ.<br />β. «μὴ περὶ Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ [[Ἑλλάς]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br />II. ως επίρρ. 1. [[γύρω]] («γέλασσε δὲ πᾱσα περὶ [[χθών]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κοντά]]<br /><b>3.</b> [[πάρα]] πολύ, υπερβολικά («πέρι γὰρ σφε Ποσειδάων ἀγαπάζει», Οππ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «περὶ κῆρι» — εκ βάθους καρδίας, εγκαρδίως<br />β) «[[περί]] [[κάτω]]» — [[προς]] τα [[κάτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[πρόθεση]] [[περί]] ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>per</i> / <i>peri</i>, δηλωτικό κατεύθυνσης (<b>πρβλ.</b> [[παρά]], [[πάρος]], <i>προ</i>, [[προς]]) και εμφανίζει κατάλ. -<i>ι</i> πιθ. τοπικής πτώσης. Η [[πρόθεση]] [[περί]] συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>pari</i>, αβεστ. <i>pairi</i>, [[καθώς]] και με τ. [[χωρίς]] ληκτικό -<i>ι</i> (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>per</i>, γερμ. <i>ver</i>-, λιθουαν. perκ.λπ.). Η λ. μπορεί, [[επίσης]], να συνδεθεί με τα: [[πέρα]]., [[πείρω]] και πιθ. το εγκλιτικό [[μόριο]] -<i>περ</i>. Ο τ. <i>πέρι</i> έχει σχηματιστεί με αναβιβασμό του τόνου όταν η [[πρόθεση]] έπεται του ονόματος, ενώ ο τ. <i>περ</i> κατ' αποκοπήν του [[περί]]. Η [[πρόθεση]] [[περί]] μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή στους σύνθ. τ. <i>periroqo</i> = <i>περίλοιποι</i>, <i>peritowo</i> = <i>Πειρίθοος</i>, <i>perimede</i> = <i>Περιμήδης</i>, <i>perirawo</i> = <i>ΠερίλαFος</i>. Τέλος, η [[πρόθεση]] [[περί]] απαντά</i> ως α' συνθετικό πολλών λ. (<b>βλ.</b> <i>περι</i>-)].
|mltxt=ΝΜΑ, με [[αναστροφή]] πέρι, θεσσαλ., δελφ. και αιολ τ. περ, ελεατ. τ. παρ Α<br />[[πρόθεση]] η οποία συντάσσεται: 1. με γεν. α) (για [[δήλωση]] του αντικειμένου, του θέματος για το οποίο γίνεται [[λόγος]] ή για το οποίο ενδιαφέρεται [[κάποιος]]), για, σχετικά με..., όσον αφορά (α. «έγινε [[συζήτηση]] [[περί]] μετατάξεων» β. «[[περί]] ορέξεως [[ουδείς]] [[λόγος]]» γ. «τοῦ Θεοῡ περὶ ἡμῶν κρεῑττόν τι προβλεψαμένου», ΚΔ<br />γ. «ἠγγέλθη εὐθὺς τὰ περὶ τῶν Πλαταιῶν γεγενημένα», <b>Θουκ.</b>)<br />β) (για [[δήλωση]] σκοπού) για [[χάρη]] κάποιου, [[υπέρ]] (α. «[[μεριμνώ]] [[περί]] της θετικής εκβάσεως του αγώνος» β. «εἷς οιωνὸς [[ἄριστος]] ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης» β. «ἐκ τοῦδ' ἀνδρός, οὗ [[θνήσκω]] πέρι», <b>Ευρ.</b>)<br />γ) για [[δήλωση]] αξίας, [[τιμής]], σημασίας που δίνεται σε κάποιον ή σε [[κάτι]] (α. «τον έχει [[περί]] πολλού» — τον εκτιμά πολύ<br />β. «ἅπαντας τοὺς πολίτας περὶ οὐδενὸς ἡγήσατο», Λυσ.)<br /><b>2.</b> με αιτ. α) (για [[δήλωση]] του αντικειμένου [[γύρω]] από το οποίο γίνεται μια [[κίνηση]]) [[γύρω]], [[τριγύρω]], [[ολόγυρα]] ή [[πλησίον]], [[κοντά]] (α. «η [[περί]] τα Κούναξα [[μάχη]]» β. «μαρνάμενοι περὶ [[ἄστυ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) για [[δήλωση]] του αντικειμένου, του πράγματος ή του θέματος για το οποίο φροντίζει ή ενδιαφέρεται ή με το οποίο ασχολείται [[κανείς]] (α. «ασχολείται [[περί]] την μουσικήν» β. «οἱ περὶ τὴν φιλοσοφίαν», Ισοκρ.)<br />γ) (για [[δήλωση]] αναφοράς ή σχέσεως) ως [[προς]] κάποιον ή [[κάτι]], όσον αφορά («εὐσεβεῑν περὶ θεούς», <b>Πλάτ.</b>)<br />δ) (για [[δήλωση]] χρονικού σημείου ή αριθμού όχι ακριβώς καθορισμένου) [[περίπου]], [[πάνω]]-[[κάτω]] (α. «[[περί]] τα [[μεσάνυχτα]]» β. «συνειλεγμένων... περὶ ἑπτακοσίιους», <b>Ξεν.</b>)<br />ε) <b>φρ.</b> «οι [[περί]] τον...» ή «οἱ [[περί]] [[τίνα]]» — οι οπαδοί, οι ακόλουθοι κάποιου («οἱ περὶ Ἡράκλειτον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. ως [[πρόθεση]]: 1. με γεν. α) [[πέριξ]], [[ολόγυρα]] («ἡ δ' αὐτοῦ τετάνυστο περὶ σπείους γλαφυροῑο ἡμερὶς ἡβώωσα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) [[πλησίον]], [[κοντά]]<br />γ) (για [[δήλωση]] της αιτίας για την οποία γίνεται [[κάτι]] [[παρά]] για [[δήλωση]] του σκοπού) εξαιτίας, [[ένεκα]] («περὶ ἔριδος μάρνασθαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />δ) (για [[δήλωση]] συγκριτικής υπεροχής) περισσότερο από [[κάθε]] άλλον («ἐφάμην σε περὶ φρένας ἔμμεναι ἄλλων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> με δοτ. α) [[πέριξ]], [[τριγύρω]] (α. «χαλκὸς ἔλαμπε περὶ στήθεσι», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[Αἴας]] περὶ Πατρόκλῳ ἥρωι βεβήκειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) για κάποιον, εξαιτίας κάποιου ή για [[χάρη]] κάποιου (α. «[[ἀνάγκη]]... κινδυνεύοντα περὶ αὐτῷ», Αντιφ.<br />β. «μὴ περὶ Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ [[Ἑλλάς]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br />II. ως επίρρ. 1. [[γύρω]] («γέλασσε δὲ πᾱσα περὶ [[χθών]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κοντά]]<br /><b>3.</b> [[πάρα]] πολύ, υπερβολικά («πέρι γὰρ σφε Ποσειδάων ἀγαπάζει», Οππ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «περὶ κῆρι» — εκ βάθους καρδίας, εγκαρδίως<br />β) «[[περί]] [[κάτω]]» — [[προς]] τα [[κάτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[πρόθεση]] [[περί]] ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>per</i> / <i>peri</i>, δηλωτικό κατεύθυνσης (<b>πρβλ.</b> [[παρά]], [[πάρος]], <i>προ</i>, [[προς]]) και εμφανίζει κατάλ. -<i>ι</i> πιθ. τοπικής πτώσης. Η [[πρόθεση]] [[περί]] συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>pari</i>, αβεστ. <i>pairi</i>, [[καθώς]] και με τ. [[χωρίς]] ληκτικό -<i>ι</i> (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>per</i>, γερμ. <i>ver</i>-, λιθουαν. perκ.λπ.). Η λ. μπορεί, [[επίσης]], να συνδεθεί με τα: [[πέρα]]., [[πείρω]] και πιθ. το εγκλιτικό [[μόριο]] -<i>περ</i>. Ο τ. <i>πέρι</i> έχει σχηματιστεί με αναβιβασμό του τόνου όταν η [[πρόθεση]] έπεται του ονόματος, ενώ ο τ. <i>περ</i> κατ' αποκοπήν του [[περί]]. Η [[πρόθεση]] [[περί]] μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή στους σύνθ. τ. <i>periroqo</i> = <i>περίλοιποι</i>, <i>peritowo</i> = <i>Πειρίθοος</i>, <i>perimede</i> = <i>Περιμήδης</i>, <i>perirawo</i> = <i>ΠερίλαFος</i>. Τέλος, η [[πρόθεση]] [[περί]] απαντά</i> ως α' συνθετικό πολλών λ. (<b>βλ.</b> <i>περι</i>-)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm