Anonymous

κτύπημα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(1ba)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[χτύπημα]], το (AM [[κτύπημα]]) [[κτυπώ]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[κτυπώ]], [[ήχος]], [[κτύπος]], [[κρότος]], [[θόρυβος]] που προέρχεται από [[πλήγμα]], [[κρούση]], [[σύγκρουση]] κ.λπ. (α. «το [[κτύπημα]] της καμπάνας τον ξύπνησε» β. «[[κτύπημα]] τυμπάνων και κυμβάλων», Δίων Κ.<br /><b>2.</b> (για άνθρωπο που θρηνεί και χτυπιέται) [[κοπετός]], [[κτύπημα]] του στήθους ή της κεφαλής («οὐκ ἐπιθήσομαι κάρᾳ [[κτύπημα]] χειρὸς ὀλοόν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[μέρος]] που χτυπήθηκε, το [[σημάδι]] της πληγής («έχει δύο χτυπήματα στο [[κεφάλι]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ηθικό [[πλήγμα]], απροσδόκητο [[δυστύχημα]], ξαφνική [[συμφορά]] («μεγάλο [[χτύπημα]] ο [[θάνατος]] του [[πατέρα]]»)<br /><b>3.</b> <b>(λογιστ.)</b> η [[σημείωση]] ενός διακριτικού σημείου [[εμπρός]] από [[κάθε]] ελεγχόμενο αριθμό [[κατά]] την [[αντιπαραβολή]] τών ποσών ενός λογαριασμού, το [[τσεκάρισμα]], ο [[έλεγχος]]<br /><b>4.</b> σφοδρή [[επίθεση]], [[προσβολή]] («ο [[εχθρός]] οπισθοχώρησε με το πρώτο [[κτύπημα]]»<br /><b>μσν.</b><br />(για [[νερό]]) ροή, [[επαφή]] με [[νερό]] («εἰς τὰ [[δροσερά]] κτυπήματα τοῡ ὕδατος»).
|mltxt=και [[χτύπημα]], το (AM [[κτύπημα]]) [[κτυπώ]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[κτυπώ]], [[ήχος]], [[κτύπος]], [[κρότος]], [[θόρυβος]] που προέρχεται από [[πλήγμα]], [[κρούση]], [[σύγκρουση]] κ.λπ. (α. «το [[κτύπημα]] της καμπάνας τον ξύπνησε» β. «[[κτύπημα]] τυμπάνων και κυμβάλων», Δίων Κ.<br /><b>2.</b> (για άνθρωπο που θρηνεί και χτυπιέται) [[κοπετός]], [[κτύπημα]] του στήθους ή της κεφαλής («οὐκ ἐπιθήσομαι κάρᾳ [[κτύπημα]] χειρὸς ὀλοόν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[μέρος]] που χτυπήθηκε, το [[σημάδι]] της πληγής («έχει δύο χτυπήματα στο [[κεφάλι]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ηθικό [[πλήγμα]], απροσδόκητο [[δυστύχημα]], ξαφνική [[συμφορά]] («μεγάλο [[χτύπημα]] ο [[θάνατος]] του [[πατέρα]]»)<br /><b>3.</b> <b>(λογιστ.)</b> η [[σημείωση]] ενός διακριτικού σημείου [[εμπρός]] από [[κάθε]] ελεγχόμενο αριθμό [[κατά]] την [[αντιπαραβολή]] τών ποσών ενός λογαριασμού, το [[τσεκάρισμα]], ο [[έλεγχος]]<br /><b>4.</b> σφοδρή [[επίθεση]], [[προσβολή]] («ο [[εχθρός]] οπισθοχώρησε με το πρώτο [[κτύπημα]]»<br /><b>μσν.</b><br />(για [[νερό]]) ροή, [[επαφή]] με [[νερό]] («εἰς τὰ [[δροσερά]] κτυπήματα τοῦ ὕδατος»).
}}
}}
{{lsm
{{lsm