Anonymous

παρατάσσω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(1ba)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />([[κυρίως]] για πρόσ.) [[τοποθετώ]] σε κανονική [[σειρά]], [[βάζω]] τον ένα [[κοντά]] στον [[άλλο]], [[κυρίως]] για [[μάχη]] («τὴν μὲν πλείστην τῆς στρατιᾱς παρέταξε πρὸς τὰ τείχη», <b>Θουκ.</b><br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (και για πράγματα) [[παραθέτω]], [[αραδιάζω]] («παρέταξε τα εμπορεύματά του»)<br /><b>2.</b> (για λόγους, επιχειρήματα, απόψεις) [[διατυπώνω]] το ένα [[έπειτα]] από το [[άλλο]] («παρέταξε ολόκληρη [[σειρά]] επιχειρημάτων»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>παρατάσσομαι</i><br /><b>1.</b> έχω τοποθετημένα τα τμήματα μου σε [[διάταξη]] μάχης («ἧλθεν παρατασσόμενος εἰς πόλεμον», Πασχ. Χρον.)<br /><b>2.</b> [[μάχομαι]], [[πολεμώ]] («τοὺς ἐν Πλαταιαῑς παραταξαμένους», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στέκομαι]] [[παρά]] το [[πλευρό]], βρίσκομαι [[κοντά]] σε κάποιον [[κατά]] τη [[μάχη]] («ὑποχωρησάντων γὰρ αὐτοῑς τῶν παρατεταγμένων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «παρατάσσομαι [[πρός]] τι ή [[πρός]] τινα» — αντιπαρατάσσομαι σε κάποιον, [[αντιμετωπίζω]] κάποιον<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[αντιδρώ]], [[αντιμάχομαι]] («πρὸς τὴν τοῡ καιροῡ παρατάσσεται δυσκολίαν», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br />4., <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «παρατάσσομαι<br />εν πολέμῳ [[θνήσκω]]»<br /><b>5.</b> [[είμαι]] [[έτοιμος]], [[στέκομαι]] παρασκευασμένος για [[κάτι]] («ἐδόκει μοι ὁ [[Πρωταγόρας]] ἤδη ἀγωνιᾱν καὶ παρατετάχθαι πρὸς τὸ ἀποκρίνεσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[συγκρίνω]], [[αντιπαραβάλλω]] («τοῑς περὶ Αἰόλου λεγομένοις αὐτὸν παρατάξωμεν», Ισοκρ.)<br /><b>7.</b> (το μέσ. με απρμφ.) [[αρνούμαι]] με [[επιμονή]]<br /><b>8.</b> [[προστάζω]], [[διατάζω]].
|mltxt=ΝΜΑ<br />([[κυρίως]] για πρόσ.) [[τοποθετώ]] σε κανονική [[σειρά]], [[βάζω]] τον ένα [[κοντά]] στον [[άλλο]], [[κυρίως]] για [[μάχη]] («τὴν μὲν πλείστην τῆς στρατιᾱς παρέταξε πρὸς τὰ τείχη», <b>Θουκ.</b><br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (και για πράγματα) [[παραθέτω]], [[αραδιάζω]] («παρέταξε τα εμπορεύματά του»)<br /><b>2.</b> (για λόγους, επιχειρήματα, απόψεις) [[διατυπώνω]] το ένα [[έπειτα]] από το [[άλλο]] («παρέταξε ολόκληρη [[σειρά]] επιχειρημάτων»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>παρατάσσομαι</i><br /><b>1.</b> έχω τοποθετημένα τα τμήματα μου σε [[διάταξη]] μάχης («ἧλθεν παρατασσόμενος εἰς πόλεμον», Πασχ. Χρον.)<br /><b>2.</b> [[μάχομαι]], [[πολεμώ]] («τοὺς ἐν Πλαταιαῑς παραταξαμένους», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στέκομαι]] [[παρά]] το [[πλευρό]], βρίσκομαι [[κοντά]] σε κάποιον [[κατά]] τη [[μάχη]] («ὑποχωρησάντων γὰρ αὐτοῑς τῶν παρατεταγμένων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «παρατάσσομαι [[πρός]] τι ή [[πρός]] τινα» — αντιπαρατάσσομαι σε κάποιον, [[αντιμετωπίζω]] κάποιον<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[αντιδρώ]], [[αντιμάχομαι]] («πρὸς τὴν τοῦ καιροῡ παρατάσσεται δυσκολίαν», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br />4., <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «παρατάσσομαι<br />εν πολέμῳ [[θνήσκω]]»<br /><b>5.</b> [[είμαι]] [[έτοιμος]], [[στέκομαι]] παρασκευασμένος για [[κάτι]] («ἐδόκει μοι ὁ [[Πρωταγόρας]] ἤδη ἀγωνιᾱν καὶ παρατετάχθαι πρὸς τὸ ἀποκρίνεσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[συγκρίνω]], [[αντιπαραβάλλω]] («τοῑς περὶ Αἰόλου λεγομένοις αὐτὸν παρατάξωμεν», Ισοκρ.)<br /><b>7.</b> (το μέσ. με απρμφ.) [[αρνούμαι]] με [[επιμονή]]<br /><b>8.</b> [[προστάζω]], [[διατάζω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm