Anonymous

πλινθεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[πλίνθος]]<br /><b>1.</b> [[χρησιμοποιώ]] [[χώμα]] για την [[κατασκευή]] πλίνθων («ὀρύσσοντες ἅμα τὴν τάφρον ἐπλίνθευον τὴν γῆν ἐκ τοῡ ὀρύγματος», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πλάθω]] και [[κόβω]] πλίνθους, [[πλινθουργώ]]<br /><b>3.</b> [[οικοδομώ]], [[κατασκευάζω]] [[κτίσμα]] από πλίνθους<br /><b>3.</b> [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] σε [[σχήμα]] πλίνθου, επιμήκους τετραγώνου<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>πλινθεύομαι</i><br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «πλινθεύεται<br />ἐξαπατᾱται»<br /><b>5.</b> (το θηλ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ἡ [[πλινθευομένη]]<br />ειδική [[φορολογία]] για την [[κατασκευή]] πλίνθων.
|mltxt=Α [[πλίνθος]]<br /><b>1.</b> [[χρησιμοποιώ]] [[χώμα]] για την [[κατασκευή]] πλίνθων («ὀρύσσοντες ἅμα τὴν τάφρον ἐπλίνθευον τὴν γῆν ἐκ τοῦ ὀρύγματος», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πλάθω]] και [[κόβω]] πλίνθους, [[πλινθουργώ]]<br /><b>3.</b> [[οικοδομώ]], [[κατασκευάζω]] [[κτίσμα]] από πλίνθους<br /><b>3.</b> [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] σε [[σχήμα]] πλίνθου, επιμήκους τετραγώνου<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>πλινθεύομαι</i><br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «πλινθεύεται<br />ἐξαπατᾱται»<br /><b>5.</b> (το θηλ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ἡ [[πλινθευομένη]]<br />ειδική [[φορολογία]] για την [[κατασκευή]] πλίνθων.
}}
}}
{{lsm
{{lsm