Anonymous

παρακαλύπτω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(1ba)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(συν. μέσ.) <i>παρακαλύπτομαι</i><br /><b>1.</b> [[καλύπτω]] [[κάτι]] κρεμώντας [[κάτι]] [[άλλο]] [[μπροστά]] του, [[αποκρύπτω]], [[συγκαλύπτω]], [[σκεπάζω]]<br /><b>2.</b> [[καλύπτω]] το [[πρόσωπο]] κάποιου<br /><b>3.</b> [[αδιαφορώ]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> υποκρύπτομαι («καὶ ἦν παρακεκαλυμμένον ἀπ' αὐτοῡ ἵνα μὴ αἴσθωνται αὐτὸ [τὸ [[ῥῆμα]]]», ΚΔ).
|mltxt=Α<br />(συν. μέσ.) <i>παρακαλύπτομαι</i><br /><b>1.</b> [[καλύπτω]] [[κάτι]] κρεμώντας [[κάτι]] [[άλλο]] [[μπροστά]] του, [[αποκρύπτω]], [[συγκαλύπτω]], [[σκεπάζω]]<br /><b>2.</b> [[καλύπτω]] το [[πρόσωπο]] κάποιου<br /><b>3.</b> [[αδιαφορώ]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> υποκρύπτομαι («καὶ ἦν παρακεκαλυμμένον ἀπ' αὐτοῦ ἵνα μὴ αἴσθωνται αὐτὸ [τὸ [[ῥῆμα]]]», ΚΔ).
}}
}}
{{lsm
{{lsm