3,274,873
edits
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
(CSV import) |
||
(39 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perivoli | |Transliteration C=perivoli | ||
|Beta Code=peribolh/ | |Beta Code=peribolh/ | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[covering]], [[garment]], Pl.''Plt.''280b; [[dress]], Phld.''Vit.''p.36 J., Arr.''Epict.''3.1.1, Luc.''Herm.''19; περιβολὴ ἱματίων [[LXX]] ''Si.''11.4; [[turn]] of a [[bandage]], Hp.''Fract.''14 (pl.): in various senses acc. to context, <b class="b3">χειρῶν περιβολαί</b> [[embrace]]s, E.''IT''903 ([[περιβολαί]] alone, [[Xenophon|X.]]''[[Cynegeticus|Cyn.]]''7.3, Plu.''Rom.''8); [[περιβολαὶ χθονός]], i.e. the [[grave]], E.''Tr.''389; <b class="b3">ἐς σκοτεινὰς περιβολὰς μεθῶ ξίφος</b> [[scabbard]], Id.''Ph.''276; <b class="b3">ἄτοιχοι π. σκηνωμάτων</b> [[tent]]s, Id.''Ion'' 1133; <b class="b3">περιβολὴ σφραγισμάτων</b> the [[seal]]ed [[covering]]s, Id.''Hipp.'' 864; <b class="b3">π. τοῖς σώμασι</b>, of clothes and houses, Diog.Oen.10; <b class="b3">σαρκῶν περιβολή</b> [[putting on]] of [[flesh]], Aret.''SD''2.6: abs., of [[wall]]s [[round]] a [[town]], ἑπτάπυργοι π. E.''Ph.''1078; <b class="b3">ταῖς ἔκτοσθεν ταύταις περιβολαῖς</b> Luc.''Anach.''20; <b class="b3">ἐνιαυσία περιβολὴ χλαμύδος</b> [[annual]] [[investiture]], Phld.''Vit.''p.27 J.<br><span class="bld">2</span> [[circumnavigation]], περιβολαὶ τῆς Πελοποννήσου Luc.''Ner.''1.<br><span class="bld">II</span> [[space enclosed]], [[compass]], <b class="b3">οἰκίης μεγάλης π.</b> a [[house]] of [[large]] [[compass]], [[Herodotus|Hdt.]]4.79; [[precinct]], Jul.''Or.''7.239c.<br><span class="bld">b</span> [[extent]], [[degree]], περιβολὴ νοσήματος Hp.''Epid.''1.9.<br><span class="bld">2</span> [[circumference]], [[circuit]], χωρίου… γωνιώδη π. ἔχοντος Th.8.104; μείζω τὴν περιβολὴν ποιεῖσθαι [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''6.3.30; κύκλον τινὰ καὶ π. ἕχουσα ὁδός Plu.''Luc.'' 21.<br><span class="bld">III</span> metaph.,<br><span class="bld">1</span> [[compassing]], [[endeavouring after]], <b class="b3">τῆς ἀρχῆς περιβολή</b> X.''HG''7.1.40, cf. Afric.''Cest.''p.18V.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">ἡ περιβολὴ παντὸς τοῦ λόγου</b> the [[compass]] of the [[whole]] [[matter]], [[scope]], Isoc.5.16, cf. 12.244, J.AJ Prooem.2; ἡ καθόλου περιβολὴ τῶν πραγμάτων Plb.16.20.9.<br><span class="bld">3</span> Rhet., [[expansion]], [[amplification]], Hermog.''Inv.''1.5,al.; ἡ περιβολὴ τῶν λόγων Philostr. ''VS''1.6; <b class="b3">σοφιστικὴ περιβολή</b> ib.1.19.1; [[prolixity]], Porph.''Plot.''21, Longin. ap. eund.20. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0570.png Seite 570]] ἡ, 1) das Umwerfen; χειρῶν περιβολὰς [[λαβεῖν]], Umarmung, Eur. I. T. 903, wie Plut. C. Graech. 15; – Umlegen, bes. eines Kleides, der Waffen u. ä., auch das, was man umwirft, Kleider, Waffen u. dgl. selbst, ἀτοίχους περιβολὰς σκηνωμάτων, Eur. Ion 1133; die Mauer, Phoen. 1085; εἰς σκοτεινὰς περιβολὰς μεθῶ [[ξίφος]], 283; περιβολῇ χωρίζοντες καὶ ὑποβολῇ, Plat. Polit. 280 b. – | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0570.png Seite 570]] ἡ, 1) das Umwerfen; χειρῶν περιβολὰς [[λαβεῖν]], Umarmung, Eur. I. T. 903, wie Plut. C. Graech. 15; – Umlegen, bes. eines Kleides, der Waffen u. ä., auch das, was man umwirft, Kleider, Waffen u. dgl. selbst, ἀτοίχους περιβολὰς σκηνωμάτων, Eur. Ion 1133; die Mauer, Phoen. 1085; εἰς σκοτεινὰς περιβολὰς μεθῶ [[ξίφος]], 283; περιβολῇ χωρίζοντες καὶ ὑποβολῇ, Plat. Polit. 280 b. – Übh. der Umfang, οἰκίης, Her. 4, 79; χωρίο υ γωνιώδη τὴν περιβολὴν ἔχοντος, Thuc. 8, 104; περιβολὴν ποιεῖσθαι, herumgehen, Xen. Cyr. 6, 3, 30; τῶν πραγμάτων, Umfang, Pol. 16, 20, 9. – Umweg, καὶ [[κύκλος]], Plut. Lucull. 21. – 2) das Trachten wonach (vgl. περιβάλλομαι), Unternehmen, τῆς ἀρχῆς, Xen. Hell. 7, 1, 40; Zweck, τοῦ λόγου, Isocr. 5, 16; einzeln bei Sp. – 3) In der Rhetorik der Schmuck, mit dem man den Gedanken umkleidet, der wohlumrundete Redesatz, circumjecta oratio, Quinctil. 4, 2, 117. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>A.</b> [[action de jeter autour]] :<br /><b>I. 1</b> <i>au propre</i> περιβολὴ [[χειρῶν]] EUR action de jeter les mains autour de qqn pour l'embrasser ; embrassement;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> action d'esquisser le contour ; esquisse, exposition (d'événements) ; <i>Pass.</i> περιβολὴ λόγου ISOCR le contenu d'un discours, ce qu'il embrasse;<br /><b>II.</b> ce qu'on jette autour :<br /><b>1</b> enveloppe, <i>particul.</i> vêtement;<br /><b>2</b> [[enceinte]], [[mur]];<br /><b>B.</b> [[action d'aller autour]] :<br /><b>1</b> [[marche]], [[autour]] : περιβολὴν ποιεῖσθαι XÉN faire le tour pour entourer, pour cerner ; <i>fig.</i> ἀρχῆς XÉN la recherche du pouvoir;<br /><b>2</b> [[courbe d'une côte]];<br /><b>3</b> circuit, tour (d'une maison).<br />'''Étymologie:''' [[περιβάλλω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περιβολή -ῆς, ἡ [περιβάλλω] omhulsel kledingstuk:. καταστολὴ περιβολῆς verzorgdheid van zijn kleding Plut. Per. 5.1. schede:. ἐς σκοτεινὰς περιβολὰς μεθῶ ξίφος laat ik mijn zwaard in de duistere schede steken Eur. Phoen. 276. omslag:. ἐξελίξας περιβολὰς σφραγισμάτων als ik het verzegelde omslag geopend heb Eur. Hipp. 864; περιβολαὶ σκηνωμάτων tenten Eur. Ion 1133. het omhullen, het omheen doen omhelzing:; χειρῶν περιβολὰς εἰκὸς λαβεῖν het ligt voor de hand elkaar te omhelzen Eur. IT 902; overdr.. περιβολὰς εἶχον χθονός zij lagen in omhelzing van de aarde (begraven) Eur. Tr. 389. omwikkeling:; περιβολῇ χωρίζοντες καὶ ὑποβολῇ onderscheid makend tussen om iets en onder iets leggen Plat. Plt. 280b; geneesk. omzwachteling. Hp. Fract. 14. ommuring:; ταῖς ἔκτοσθεν ταύταις περιβολαῖς πεφραγμένον afgeschermd door die ommuring aan de buitenkant Luc. 37.20; uitbr. ommuurde ruimte:; οἰκίης μεγάλης καὶ πολυτελέος περιβολή een kast van een groot en rijk huis Hdt. 4.79.2; overdr.. οὐκ ἀξίως τῆς περιβολῆς τῶν νοσημάτων niet in overeenstemming met de omvang van de kwalen Hp. Epid. 1.9. bocht:. τοῦ χωρίου... ὀξεῖαν καὶ γωνιώδη τὴν περιβολὴν ἔχοντος omdat de kust er een scherpe, hoekige bocht maakt Thuc. 8.104.5. omtrekkende beweging:. μείζω τὴν περιβολήν... ποιεῖσθαι de omsingeling ruimer maken Xen. Cyr. 6.3.30; περιβολὴν... οὐκ ἀναγκαίαν een niet noodzakelijke omweg Plut. Luc. 21.1; τὰς περιβολὰς τῆς Πελοποννήσου de zeereizen rond de Peloponnesus [Luc.] 84.1. overdr. inhoud, strekking:; ἡ... περιβολὴ παντὸς τοῦ λόγου de opzet van mijn hele betoog Isocr. 5.16; streven:. ἡ Πελοπίδου... τῆς ἀρχῆς περιβολὴ οὕτω διελύθη zo is de machtsgreep van Pelopidas mislukt Xen. Hell. 7.1.40. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''περιβολή:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[одежда]], [[одеяние]] Plut.: π. καὶ [[ὑποβολή]] Plat. одежда и постельные принадлежности;<br /><b class="num">2</b> [[объятье]] ([[χειρῶν]] περιβολαί Eur.);<br /><b class="num">3</b> [[оболочка]], [[покров]]: π. τοῦ ξίφεος Eur. ножны меча; περιβολαὶ χθονός Eur. могила; περιβολαὶ σφραγισμάτων Eur. печати (на послании); περιβολαὶ σκηνωμάτων Eur. шатры;<br /><b class="num">4</b> (кольцевая), [[стена]], [[ограда]], (ἑπτάπυργοι περιβολαί Eur.);<br /><b class="num">5</b> [[очертание]], [[контур]], [[форма]] (τοῦ χωρίου Thuc.);<br /><b class="num">6</b> [[размеры]]: οἰκίης [[μεγάλης]] π. Her. обширный дом;<br /><b class="num">7</b> [[объем]], [[круг вопросов]], [[совокупность]] (τοῦ λόγου Isocr.; τῶν πραγμάτων Polyb.);<br /><b class="num">8</b> воен. [[окружение]], [[обход]], [[охват]] (τὴν περιβολὴν ποιεῖσθαι Xen.);<br /><b class="num">9</b> [[изгиб]], [[излучина]], [[поворот]] (''[[sc.]]'' τῆς ὁδοῦ Plut.);<br /><b class="num">10</b> рит. словесная форма, слог, стиль. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[περιβάλλω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[περιβάλλω]] και περιβάλλομαι, [[περίφραξη]], [[περιτριγύρισμα]] (α. «η [[περιβολή]] του κτήματος με τοίχο» β. «η [[περιβολή]] του οχυρού με τάφρο»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[περιβολή]] κρυστάλλου»<br /><b>(ορυκτ.)</b> σύνηθες και χαρακτηριστικό [[σχήμα]] με την [[μορφή]] του οποίου κρυσταλλώνεται μια [[ουσία]]<br />β) «[[έριδα]] περιβολής» σφοδρή [[διαμάχη]] [[ανάμεσα]] στον παπισμό και στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία [[κατά]] τα [[τέλη]] του 11ου αιώνα και τις αρχές του 12ου που άρχισε με μια [[αμφισβήτηση]] για την [[παροχή]] αξιωμάτων στους επισκόπους και ηγουμένους που αρχικά έπαιρναν από τον αυτοκράτορα τα σύμβολα της επισκοπικής τους εξουσίας, [[δηλαδή]] την επισκοπική ράβδο και το δακτύλιο, [[αρχή]] στην οποία αντιτάχθηκαν ορισμένοι πάπες με κοσμοκρατορικές και παποκαισαρικές τάσεις, οι οποίοι αγωνίστηκαν δυναμικά και τελικά, με το [[κονκορδάτο]] της Βορματίας το 1122, συμφωνήθηκε να δίνει ο [[πάπας]] τα επισκοπικά σύμβολα και ο [[αυτοκράτορας]] το [[σκήπτρο]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> η [[εγκατάσταση]] επισκόπου στο αξίωμά του με την [[παροχή]] σε αυτόν του δακτυλίου και της ποιμαντορικής ράβδου<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτό με το οποίο περιβάλλεται [[κανείς]], [[περίβλημα]], [[σκέπασμα]]<br /><b>2.</b> αυτό που περιβάλλει, που σκεπάζει, που ντύνει το [[σώμα]] και [[κάποτε]] χρησιμοποιείται ως διακριτικό μιας τάξης, αρχής ή εξουσίας, [[ένδυμα]], [[ενδυμασία]], [[στολή]], [[φορεσιά]] («παρουσιάσθη πρὸ τοῦ βασιλέως ἐν ἐπισήμῳ περιβολῇ», Αρρ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εν αδαμιαίᾳ [[περιβολή]]» — [[χωρίς]] ρούχα, [[ολόγυμνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επίθεση]] επιδέσμου<br /><b>2.</b> [[περίπτυξη]], [[εναγκαλισμός]]<br /><b>3.</b> [[περίβολος]], [[περιτοίχισμα]], [[περίφραγμα]], [[φραγμός]]<br /><b>4.</b> τα τείχη μιας πόλης<br /><b>5.</b> [[περίπλους]]<br /><b>6.</b> περιφραγμένος [[χώρος]]<br /><b>7.</b> [[έκταση]], [[μέγεθος]], [[βαθμός]] («ἐξανθήματα σμικρὰ καὶ οὐκ [[ἀξίως]] τῆς περιβολῆς τῶν νοσημάτων», Ιπποκρ.)<br /><b>8.</b> <b>(ρητ.)</b> η [[μορφή]] του λόγου, η λεκτική [[καλλιέπεια]], το ύφος<br /><b>9.</b> (σχετικά με λόγο) διεξοδική [[ανάπτυξη]], [[μακρολογία]], [[απεραντολογία]]<br /><b>10.</b> [[περιφέρεια]], [[γύρος]] («μείζω τὴν περιβολὴν ἀναγκάσειν | |mltxt=η, ΝΜΑ [[περιβάλλω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[περιβάλλω]] και περιβάλλομαι, [[περίφραξη]], [[περιτριγύρισμα]] (α. «η [[περιβολή]] του κτήματος με τοίχο» β. «η [[περιβολή]] του οχυρού με τάφρο»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[περιβολή]] κρυστάλλου»<br /><b>(ορυκτ.)</b> σύνηθες και χαρακτηριστικό [[σχήμα]] με την [[μορφή]] του οποίου κρυσταλλώνεται μια [[ουσία]]<br />β) «[[έριδα]] περιβολής» σφοδρή [[διαμάχη]] [[ανάμεσα]] στον παπισμό και στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία [[κατά]] τα [[τέλη]] του 11ου αιώνα και τις αρχές του 12ου που άρχισε με μια [[αμφισβήτηση]] για την [[παροχή]] αξιωμάτων στους επισκόπους και ηγουμένους που αρχικά έπαιρναν από τον αυτοκράτορα τα σύμβολα της επισκοπικής τους εξουσίας, [[δηλαδή]] την επισκοπική ράβδο και το δακτύλιο, [[αρχή]] στην οποία αντιτάχθηκαν ορισμένοι πάπες με κοσμοκρατορικές και παποκαισαρικές τάσεις, οι οποίοι αγωνίστηκαν δυναμικά και τελικά, με το [[κονκορδάτο]] της Βορματίας το 1122, συμφωνήθηκε να δίνει ο [[πάπας]] τα επισκοπικά σύμβολα και ο [[αυτοκράτορας]] το [[σκήπτρο]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> η [[εγκατάσταση]] επισκόπου στο αξίωμά του με την [[παροχή]] σε αυτόν του δακτυλίου και της ποιμαντορικής ράβδου<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτό με το οποίο περιβάλλεται [[κανείς]], [[περίβλημα]], [[σκέπασμα]]<br /><b>2.</b> αυτό που περιβάλλει, που σκεπάζει, που ντύνει το [[σώμα]] και [[κάποτε]] χρησιμοποιείται ως διακριτικό μιας τάξης, αρχής ή εξουσίας, [[ένδυμα]], [[ενδυμασία]], [[στολή]], [[φορεσιά]] («παρουσιάσθη πρὸ τοῦ βασιλέως ἐν ἐπισήμῳ περιβολῇ», Αρρ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εν αδαμιαίᾳ [[περιβολή]]» — [[χωρίς]] ρούχα, [[ολόγυμνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επίθεση]] επιδέσμου<br /><b>2.</b> [[περίπτυξη]], [[εναγκαλισμός]]<br /><b>3.</b> [[περίβολος]], [[περιτοίχισμα]], [[περίφραγμα]], [[φραγμός]]<br /><b>4.</b> τα τείχη μιας πόλης<br /><b>5.</b> [[περίπλους]]<br /><b>6.</b> περιφραγμένος [[χώρος]]<br /><b>7.</b> [[έκταση]], [[μέγεθος]], [[βαθμός]] («ἐξανθήματα σμικρὰ καὶ οὐκ [[ἀξίως]] τῆς περιβολῆς τῶν νοσημάτων», Ιπποκρ.)<br /><b>8.</b> <b>(ρητ.)</b> η [[μορφή]] του λόγου, η λεκτική [[καλλιέπεια]], το ύφος<br /><b>9.</b> (σχετικά με λόγο) διεξοδική [[ανάπτυξη]], [[μακρολογία]], [[απεραντολογία]]<br /><b>10.</b> [[περιφέρεια]], [[γύρος]] («μείζω τὴν περιβολὴν ἀναγκάσειν ποιεῖσθαι» — να κάνει μεγαλύτερο [[γύρο]], <b>Θουκ.</b>)<br /><b>11.</b> [[τάση]] για [[κτήση]], [[επιδίωξη]], [[έφεση]]<br /><b>12.</b> η [[υπόθεση]], το [[περιεχόμενο]] θέματος, ο [[σκοπός]]<br /><b>13.</b> <b>φρ.</b> «ἐνιαυσία περιβολὴ χλαμύδος» — εξουσίας, [[απόκτηση]] αξιώματος για ένα [[έτος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιβολή:''' ἡ ([[περιβάλλω]]),·<br /><b class="num">I.</b> οτιδήποτε περιβάλλει, [[περίβλημα]], [[περιβολή]], σε Πλάτ.· [[χειρῶν]] περιβολαί, εναγκαλισμοί, σε Ευρ.· ομοίως <i>περιβολαί</i> μόνο, σε Ξεν.· <i>περιβολαὶ χθονός</i>, δηλ. ο [[τάφος]], σε Ευρ.· <i>περιβολὴ</i> (<i>ξίφεος</i>), [[θήκη]], στον ίδ.· απόλ. λέγεται για τα τείχη γύρω από την πόλη, <i>ἑπτάπυργοι περιβολαί</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[χώρος]] που περιφράζεται, [[περιφέρεια]], [[επικράτεια]], οἰκίης [[μεγάλης]] [[περιβολή]], [[σπίτι]] με [[μεγάλη]] [[έκταση]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[περιφέρεια]], [[περίμετρος]], σε Θουκ.· <i>π. ποιεῖσθαι</i>, κάνω κυκλική [[διαδρομή]], σε Ξεν. ΙΙI. μεταφ.,<br /><b class="num">1.</b> [[αγώνας]], [[προσπάθεια]], <i>τῆς ἀρχῆς</i>, Λατ. [[affectatio]] imperii, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἡ περιβολὴ τοῦ λόγου</i>, όλη η [[έκταση]] της υπόθεσης, το [[μήκος]] και [[μάκρος]] αυτής, σε Ισοκρ. | |lsmtext='''περιβολή:''' ἡ ([[περιβάλλω]]),·<br /><b class="num">I.</b> οτιδήποτε περιβάλλει, [[περίβλημα]], [[περιβολή]], σε Πλάτ.· [[χειρῶν]] περιβολαί, εναγκαλισμοί, σε Ευρ.· ομοίως <i>περιβολαί</i> μόνο, σε Ξεν.· <i>περιβολαὶ χθονός</i>, δηλ. ο [[τάφος]], σε Ευρ.· <i>περιβολὴ</i> (<i>ξίφεος</i>), [[θήκη]], στον ίδ.· απόλ. λέγεται για τα τείχη γύρω από την πόλη, <i>ἑπτάπυργοι περιβολαί</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[χώρος]] που περιφράζεται, [[περιφέρεια]], [[επικράτεια]], οἰκίης [[μεγάλης]] [[περιβολή]], [[σπίτι]] με [[μεγάλη]] [[έκταση]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[περιφέρεια]], [[περίμετρος]], σε Θουκ.· <i>π. ποιεῖσθαι</i>, κάνω κυκλική [[διαδρομή]], σε Ξεν. ΙΙI. μεταφ.,<br /><b class="num">1.</b> [[αγώνας]], [[προσπάθεια]], <i>τῆς ἀρχῆς</i>, Λατ. [[affectatio]] imperii, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἡ περιβολὴ τοῦ λόγου</i>, όλη η [[έκταση]] της υπόθεσης, το [[μήκος]] και [[μάκρος]] αυτής, σε Ισοκρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''περιβολή''': ἡ, ([[περιβάλλω]]) [[περίβλημα]], [[σκέπασμα]], [[ἔνδυμα]], Πλάτ. Πολιτ. 280Β· ἐνδυμασία, Λουκ. Ἑρμότ. 19, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 1· ἡ καμπὴ ἢ πτυχὴ ἐπιδέσμου, Ἱππ. π. Ἀγμ. 761· ― ἀκολούθως ἡ [[ἔννοια]] τροποποιεῖται κατὰ διαφόρους τρόπους ὡς ἐκ τῶν συμφραζομένων, χειρῶν περιβολαί, ἐναγκαλισμοί, Εὐρ. Ι. Τ. 903· ― οὕτω καὶ μόνον περιβολαὶ Ξεν. Κυν. 7, 3, Πλουτ. Ρωμύλ. 8· περιβολαὶ χθονός, δηλ. ὁ [[τάφος]], Εὐρ. Τρῳ. 389· π. [ξίφεος], [[θήκη]], ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 276· ἄτοιχοι π. σκηνωμάτων, σκηναί, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1133· π. σφραγισμάτων, τὰ ἐσφραγισμένα καλύμματα, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολύτῳ 864· ἀπολ., τὰ περὶ τὴν πόλιν τείχη, ἑπτάπυργοι π. ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1078 ([[ἔνθα]] ἴδε Valck., 1085)· αἱ ἔκτοσθεν π. Λουκ. Ἀνάχ. 20. ΙΙ. ὁ περιβεβλημένος [[χῶρος]], [[περιοχή]], οἰκίης [[μεγάλης]] π., οἰκίας [[μεγάλης]] [[περιοχή]], Ἡρόδ. 4. 79· ― π. νοσήματος, ἡ [[ἔκτασις]] ἢ ὁ [[βαθμὸς]] [[αὐτοῦ]], Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Αϳ, 946. 2) [[περιφέρεια]], «[[γῦρος]];», χωρίου… γωνιώδη π. ἔχοντος Θουκ. 8. 104· π. ποιοῦμαι, [[κάμνω]] γῦρον, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 30· κύκλον τινὰ καὶ π. ἔχουσα ὁδὸς Πλουτ. Λούκουλ. 21. ΙΙΙ. μεταφορ., 1) ἡ [[προσπάθεια]] [[πρός]] τι, ἐπιθυμία τινός, [[περιβολὴ τῆς ἀρχῆς]], Λατ. [[affectatio imperii]], Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 40. 2) ἡ π. τοῦ λόγου, ἅπασα ἡ [[ἔκτασις]] τῆς ὑποθέσεως, ἡ ὅλη [[ὑπόθεσις]], Ἰσοκρ. 85D, 284Α· ἡ [[καθόλου]] π. τῶν πραγμάτων Πολύβ. 16. 20, 9. 3) ἐν τῇ ῥητορ. τὸ [[περίβλημα]] τῶν διανοημάτων, τὸ [[ὕφος]], Ρήτορες (Walz) 3. 268, Φιλόστρ. 511· Λατ. cirumjecta oratio, Quintil. 4. 2, 117· πρβλ. [[περιβλητικός]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[περιβολή]], ἡ, [[περιβάλλω]]<br /><b class="num">I.</b> [[anything]] [[which]] is thrown [[round]], a [[covering]], Plat.; [[χειρῶν]] περιβολαί embraces, Eur.; so περιβολαί [[alone]], Xen.; περιβολαὶ χθονός, i. e. the [[grave]], Eur.; π. [ξίφεος] a [[scabbard]], Eur.: absol. of walls [[round]] a [[town]], ἑπτάπυργοι π. Eur.<br /><b class="num">II.</b> a [[space]] enclosed, [[compass]], οἰκίης [[μεγάλης]] [[περιβολή]] a [[house]] of [[large]] [[compass]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> a [[circumference]], [[circuit]], Thuc.; π. ποιεῖσθαι to make a [[circuit]], Xen.<br /><b class="num">III.</b> metaph.,<br /><b class="num">1.</b> a compassing, endeavouring [[after]], τῆς ἀρχῆς, Lat. [[affectatio]] imperii, Xen.<br /><b class="num">2.</b> ἡ π. τοῦ λόγου the [[whole]] [[compass]] of the [[matter]], [[long]] and [[short]] of it, Isocr. | |mdlsjtxt=[[περιβολή]], ἡ, [[περιβάλλω]]<br /><b class="num">I.</b> [[anything]] [[which]] is thrown [[round]], a [[covering]], Plat.; [[χειρῶν]] περιβολαί embraces, Eur.; so περιβολαί [[alone]], Xen.; περιβολαὶ χθονός, i. e. the [[grave]], Eur.; π. [ξίφεος] a [[scabbard]], Eur.: absol. of walls [[round]] a [[town]], ἑπτάπυργοι π. Eur.<br /><b class="num">II.</b> a [[space]] enclosed, [[compass]], οἰκίης [[μεγάλης]] [[περιβολή]] a [[house]] of [[large]] [[compass]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> a [[circumference]], [[circuit]], Thuc.; π. ποιεῖσθαι to make a [[circuit]], Xen.<br /><b class="num">III.</b> metaph.,<br /><b class="num">1.</b> a compassing, endeavouring [[after]], τῆς ἀρχῆς, Lat. [[affectatio]] imperii, Xen.<br /><b class="num">2.</b> ἡ π. τοῦ λόγου the [[whole]] [[compass]] of the [[matter]], [[long]] and [[short]] of it, Isocr. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[circuit]], [[circumference]], [[covering]] | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[circuitus]]'', [[wandering]], [[turning]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.104.5/ 8.104.5]. | |||
}} | }} |