3,270,341
edits
(1ba) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[παίζω]], Α δωρ. τ. [[παίσδω]])<br /><b>1.</b> [[διασκεδάζω]], ψυχαγωγούμαι (α. «κρύψε [[μάννα]], το [[παιδί]] που στο [[πλευρό]] του παίζει», Παλαμ.<br />β. «ἔπαιζε δὲ μετ' ἄλλων ἡλίκων ἐν ὁδῷ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περνώ]] ευχάριστα την ώρα μου με διάφορα παιχνίδια (α. «[[παίζω]] [[τάβλι]]» β. «παίζειν πρὸς κότταβον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[χειρίζομαι]] μουσικό όργανο («παίζει καλά [[κιθάρα]]»)<br /><b>4.</b> [[ερωτοτροπώ]], («εἶδε τὸν Ἰσσαάκ παίζοντα [[μετὰ]] Ρεβέκκας τῆς γυναικὸς | |mltxt=(ΑΜ [[παίζω]], Α δωρ. τ. [[παίσδω]])<br /><b>1.</b> [[διασκεδάζω]], ψυχαγωγούμαι (α. «κρύψε [[μάννα]], το [[παιδί]] που στο [[πλευρό]] του παίζει», Παλαμ.<br />β. «ἔπαιζε δὲ μετ' ἄλλων ἡλίκων ἐν ὁδῷ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περνώ]] ευχάριστα την ώρα μου με διάφορα παιχνίδια (α. «[[παίζω]] [[τάβλι]]» β. «παίζειν πρὸς κότταβον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[χειρίζομαι]] μουσικό όργανο («παίζει καλά [[κιθάρα]]»)<br /><b>4.</b> [[ερωτοτροπώ]], («εἶδε τὸν Ἰσσαάκ παίζοντα [[μετὰ]] Ρεβέκκας τῆς γυναικὸς αὐτοῦ», ΠΔ)<br /><b>5.</b> [[αστειεύομαι]], [[χωρατεύω]] («παίζει πρὸς ἡμᾱς [[δεσπότης]] ἢ μαίνεται;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> [[εμπαίζω]], [[περιπαίζω]], [[κοροϊδεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> επιδίδομαι σε κερδοσκοπικά παιχνίδια («παίζει στον ιππόδρομο»)<br /><b>2.</b> [[μετέχω]] σε [[χαρτοπαίγνιο]] («[[ούτε]] πίνει, [[ούτε]] παίζει»)<br /><b>3.</b> [[ασχολούμαι]] επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά με κάποιο ομαδικό [[άθλημα]] («αυτή τη [[χρονιά]] δεν θα παίξει στην [[ομάδα]], [[γιατί]] έχει τραυματιστεί»)<br /><b>4.</b> (για αθλητική [[ομάδα]]) [[συμμετέχω]] σε αθλητικό αγώνα («αυτή την [[Κυριακή]] η [[ομάδα]] θα παίξει στη θεσσαλονίκη»)<br /><b>5.</b> [[χειρίζομαι]] [[κάτι]] με [[ευχέρεια]]<br /><b>6.</b> [[εκτελώ]] μουσικό [[κομμάτι]]<br /><b>7.</b> (για θίασο) [[παριστάνω]] ένα [[έργο]] στη [[σκηνή]]<br /><b>8.</b> (για ηθοποιό) υποδύομαι ορισμένο ρόλο ενός θεατρικού έργου («όλοι οι ηθοποιοί έπαιξαν καλά»)<br /><b>9.</b> (για άψυχο) κινούμαι εδώ κι [[εκεί]], πάλλομαι, ταλαντεύομαι (α. «παίζει το [[μάτι]] μου» β. «παίζει το [[πόδι]] μου [[μέσα]] στο [[παπούτσι]]»)<br /><b>10.</b> καταπιάνομαι με μια [[εργασία]] [[χωρίς]] σοβαρή [[διάθεση]]<br /><b>11.</b> ([[κυρίως]] στην [[Κρήτη]]) [[πυροβολώ]] («του 'παιξα μια με το [[πιστόλι]]»)<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «τον [[παίζω]] στα δάχτυλα» — τον [[κάνω]] ό,τι [[θέλω]], τον [[εξουσιάζω]]<br />β) «μού τήν έπαιξε» — μέ εξαπάτησε<br />γ) «μάς παίζει τον παπά» — προσπαθεί να μάς εξαπατήσει, κάνει πως δεν καταλαβαίνει<br />δ) «εγώ δεν [[παίζω]]» — εγώ δεν [[αστειεύομαι]], [[μιλώ]] [[σοβαρά]]<br />ε) «δεν [[είναι]] παίξε γέλασε» — δεν πρόκειται για [[κάτι]] απλό και εύκολο<br />στ) «του τίς έπαιξα» — τον έδειρα<br />ζ) «όχι παίζουμε» — λέγεται σε περιπτώσεις που [[κάποιος]] προκαλεί [[έκπληξη]] σε κάποιον ο [[οποίος]] δυσπιστούσε<br />η) (για [[μάθηση]], [[τέχνη]] <b>κ.λπ.</b>) «το [[παίζω]] στα δάχτυλα» — το [[γνωρίζω]] πολύ καλά<br />θ) «[[παίζω]] σπουδαίο (ή [[πρωτεύοντα]] ή καθοριστικό) ρόλο» — έχω [[μεγάλη]] [[σημασία]], [[είμαι]] πολύ [[σημαντικός]]<br />ι) «οι τιμές παίζουν» — οι τιμές κυμαίνονται<br />ια) «[[παίζω]] με τις λέξεις» — [[κάνω]] λογοπαίγνια ή [[ταυτολογώ]]<br />ιβ) «τά [[παίζω]] όλα για όλα» ή «[[παίζω]] με τη [[φωτιά]]» — [[διακυβεύω]] το παν, [[ριψοκινδυνεύω]] τα [[πάντα]]<br />ιγ) «[[παίζω]] τη ζωή μου» ή «[[παίζω]] το [[κεφάλι]] μου» — [[ριψοκινδυνεύω]] τη ζωή μου<br />ιδ) «το [[παίζω]]... ([[επιστήμονας]], [[σπουδαίος]], [[μεγάλος]] <b>κ.λπ.</b>)» — [[παριστάνω]] τον....<br /><b>13.</b> <b>παροιμ.</b> «παίζει ο [[λύκος]] με τ' [[αρνί]]» — λέγεται για άνιση [[πάλη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χορεύω]] («ἐνόπλια χαλκωθεὶς ἔπαιζεν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χορεύω]] και [[τραγουδώ]]<br /><b>3.</b> [[πηγαίνω]] για [[κυνήγι]]<br /><b>4.</b> (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. και παρακμ. ως ουσ.) <i>τὸ παιζόμενον</i> ή <i>τὸ πεπαιγμένον</i><br />αυτό που ειπώθηκε ή έχει ειπωθεί αστεία («τῷ Μενεδήμῳ πεπαιγμένον» — έχει λεχθεί αστεία από τον Μενέδημο, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ὁ [[λόγος]] πέπαισται» — έχει λεχθεί [[χάριν]] αστεϊσμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παῖς]], <i>παιδός</i>. Το ρ. [[παίζω]] [[εκτός]] από τον κανονικό του σχηματισμό: <i>ἔπαισα</i>, <i>πέπαισμαι</i>, εμφανίζει και θ. <i>παιγ</i>- / <i>παιχ</i>- με ουρανικό [[σύμφωνο]], αναλογικά [[προς]] τον σχηματισμό τών ουρανικόληκτων ρημάτων: <i>παιξοῦμαι</i>, <i>ἔπαιξα</i>, <i>ἐπαίχθην</i>, <i>πέπαιγμαι</i> (<b>πρβλ.</b> [[παῖγμα]], [[παίγνιον]], [[παίκτης]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |