Anonymous

πεισμονή: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(1ba)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πείσμα]], [[επιμονή]], [[ισχυρογνωμοσύνη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πιθανότητα]] («Ζηνόδοτος πειρᾱται μεταγράφειν τὸν στίχον ἵνα φυλάξῃ τὴν οἰκείαν πεισμονήν», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ικανότητα]] να πείθει [[κανείς]], η [[πειστικότητα]] («ἡ [[πεισμονή]] οὐκ ἐκ τοῡ καλοῡύντος ὑμᾱς», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[εμπιστοσύνη]], [[πεποίθηση]] («ἡ ἐξ [[ἀλλήλων]] πρὸς ἀλλήλους γινομένη [[πεισμονή]]», Απολλ. Δύσκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεῖσμα]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[μονή]] (<b>πρβλ.</b> [[πλῆσμα]]: [[πλησμονή]], [[φλέγμα]]: [[φλεγμονή]])].
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πείσμα]], [[επιμονή]], [[ισχυρογνωμοσύνη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πιθανότητα]] («Ζηνόδοτος πειρᾱται μεταγράφειν τὸν στίχον ἵνα φυλάξῃ τὴν οἰκείαν πεισμονήν», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ικανότητα]] να πείθει [[κανείς]], η [[πειστικότητα]] («ἡ [[πεισμονή]] οὐκ ἐκ τοῦ καλοῡύντος ὑμᾱς», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[εμπιστοσύνη]], [[πεποίθηση]] («ἡ ἐξ [[ἀλλήλων]] πρὸς ἀλλήλους γινομένη [[πεισμονή]]», Απολλ. Δύσκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεῖσμα]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[μονή]] (<b>πρβλ.</b> [[πλῆσμα]]: [[πλησμονή]], [[φλέγμα]]: [[φλεγμονή]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm