3,274,873
edits
(34) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[προέλευσις]], -εύσεως, ΝΜΑ<br />η [[καταγωγή]], το [[γένος]], η [[οικογένεια]] από τα οποία προέρχεται [[κάποιος]] (α. «[[άνθρωπος]] άγνωστης προέλευσης» β. «προελεύσει σαρκικῇ ἐκ τῆς Παρθένου τεχθῆναι», Λεόντ.<br />γ. «τὴν θεανδρικὴν ἐκ τῆς Μαρίας προέλευσιν», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τόπος]], [[αρχή]], [[αφετηρία]] από όπου ξεκινά ή προέρχεται [[κανείς]] ή [[κάτι]] (α. «η [[προέλευση]] τών εμπορευμάτων» β. «η αεροπορική [[πτήση]] με [[προέλευση]] το Παρίσι ματαιώθηκε...»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δημόσια]] [[εμφάνιση]], το να κυκλοφορεί [[κανείς]] στους δρόμους<br /><b>2.</b> [[δημόσια]] [[εμφάνιση]], [[ενδυμασία]]<br /><b>3.</b> [[λειτουργική]] [[πομπή]] («τῆς προελεύσεως καὶ τῆς ἐν τῷ [[θείω]] θυσιαστηρίῳ θείας εἰσόδου», Γρηγέντ.)<br /><b>4.</b> [[προαγωγή]] («ἡ εἰς τὴν προεδρίαν [[προέλευσις]]», Ιωανν. Μόσχ.)<br /><b>5.</b> το να έλθει [[κάποιος]] [[πριν]] από κάποιον [[άλλο]] («[[προέλευσις]] ἣν προελήλυθεν... | |mltxt=η / [[προέλευσις]], -εύσεως, ΝΜΑ<br />η [[καταγωγή]], το [[γένος]], η [[οικογένεια]] από τα οποία προέρχεται [[κάποιος]] (α. «[[άνθρωπος]] άγνωστης προέλευσης» β. «προελεύσει σαρκικῇ ἐκ τῆς Παρθένου τεχθῆναι», Λεόντ.<br />γ. «τὴν θεανδρικὴν ἐκ τῆς Μαρίας προέλευσιν», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τόπος]], [[αρχή]], [[αφετηρία]] από όπου ξεκινά ή προέρχεται [[κανείς]] ή [[κάτι]] (α. «η [[προέλευση]] τών εμπορευμάτων» β. «η αεροπορική [[πτήση]] με [[προέλευση]] το Παρίσι ματαιώθηκε...»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δημόσια]] [[εμφάνιση]], το να κυκλοφορεί [[κανείς]] στους δρόμους<br /><b>2.</b> [[δημόσια]] [[εμφάνιση]], [[ενδυμασία]]<br /><b>3.</b> [[λειτουργική]] [[πομπή]] («τῆς προελεύσεως καὶ τῆς ἐν τῷ [[θείω]] θυσιαστηρίῳ θείας εἰσόδου», Γρηγέντ.)<br /><b>4.</b> [[προαγωγή]] («ἡ εἰς τὴν προεδρίαν [[προέλευσις]]», Ιωανν. Μόσχ.)<br /><b>5.</b> το να έλθει [[κάποιος]] [[πριν]] από κάποιον [[άλλο]] («[[προέλευσις]] ἣν προελήλυθεν... Χριστοῦ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής», Ιουστίν.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[προς]] τα [[εμπρός]] [[κίνηση]], το να προχωρεί [[κανείς]], να πηγαίνει [[μπροστά]] («ὁ Κόμμοδος ἠθέλησε προέλευσιν ποιῆσαι ἐκ τοῦ παλατίου», Ιωάνν. Τζέτζ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατά]] [[σειρά]] [[εμφάνιση]]<br /><b>2.</b> [[ταραχή]], [[ταλαιπωρία]] («παραμύθον τῆς προελεύσεώς μου», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἔλευσις]] «[[ερχομός]]» (<b>πρβλ.</b> <i>μετ</i>-[[έλευσις]], <i>παρ</i>-[[έλευσις]])]. | ||
}} | }} |