3,277,229
edits
(1ba) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ [[ορίζω]]<br /><b>1.</b> [[θέτω]] όρια [[γύρω]] από [[κάτι]], [[περικλείω]] [[κάτι]] [[μέσα]] σε όρια (α. «περιορίζεται σε φραγμένο χώρο» β. «[[ἄνευ]] | |mltxt=ΝΜΑ [[ορίζω]]<br /><b>1.</b> [[θέτω]] όρια [[γύρω]] από [[κάτι]], [[περικλείω]] [[κάτι]] [[μέσα]] σε όρια (α. «περιορίζεται σε φραγμένο χώρο» β. «[[ἄνευ]] τοῦ περιορίζοντος» — [[χωρίς]] όριο, [[χωρίς]] [[σύνορο]], <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θέτω]] όρια, [[βάζω]] φραγμούς σε [[κάτι]], [[μετριάζω]] (α. «[[περιορίζω]] τα έξοδά μου» β. «ὀρέξεις αὐταρκείᾳ περιορίζονται», Κλημ.)<br /><b>3.</b> [[επιβάλλω]] σε κάποιον να μείνει σε έναν χώρο, του [[απαγορεύω]] τις μετακινήσεις (α. «τήν περιόρισαν σε [[μοναστήρι]]» β. «ἐν νήσῳ περιορισθείς», Δίων Κάσσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκρατώ]] κάποιον για να μην παρεκτρέπεται («έχει τα [[παιδιά]] του περιορισμένα»)<br /><b>2.</b> αρκούμαι («περιορίστηκε σε απλή [[διαμαρτυρία]]»)<br /><b>3.</b> [[γίνομαι]] [[έξαλλος]] από [[χαρά]] ή από [[λύπη]] («όλοι περιωριστήκασι με τση χαράς τη [[ζάλη]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>περιορίζομαι</i><br />(για [[θηρίο]]) συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι («περιορίζεται, πετιέται, αίμ' ανθρώπινο ζητά», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>5.</b> (μτχ. μέσ. παρακμ.) <i>περιορισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τον [[μέσο]] όρο, από το κοινό [[μέτρο]] (α. «περιορισμένες δυνατότητες» β. «περιορισμένη [[αντίληψη]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συντέμνω]], [[συμπυκνώνω]] («χιλίων γὰρ ἐτῶν περιοριζομένων εἰς μίαν ἡμέραν ἐν ὀφθαλμοῑς θεοῡ», Μεθόδ.)<br /><b>2.</b> [[ορίζω]], [[καθορίζω]] («τῇ εὐπορίᾳ τοῦ ἄρτου τὴν ζωὴν περιορίζεται», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>3.</b> [[περιγράφω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <b>ιατρ.</b> εξαρθρώνομαι. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |