Anonymous

παραλύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και παραλώ Ν<br /><b>1.</b> [[επιφέρω]] [[αδυναμία]], [[προκαλώ]] [[εξασθένηση]] και [[χαύνωση]], [[εξαντλώ]] (α. «η [[πείνα]] μέ έχει παραλύσει» β. «κἄν ἐπιμείνῃ τις, παρέλυσεν, ἐλωβήσατο», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ενεργ. και το παθ.) [[χάνω]] τη [[δύναμη]] μου, [[εξασθενώ]] (α. «ταράττεται η [[ψυχή]] μας, παραλύει», Καβάφης<br />β. «παραλελυμένοι καὶ τοῑς σώμασι καὶ ταῑς ψυχαῑς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πάσχω]] από [[παράλυση]], από [[ακινησία]] τών [[μυών]] μέλους ή ολόκληρου του σώματος («παρέλυσε το ένα του [[χέρι]] [[μετά]] το εγκεφαλικό»)<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] [[παράλυση]] τών σωματικών [[μυών]] («οι ρευματισμοί του παρέλυσαν τα πόδια»)<br /><b>3.</b> [[επιφέρω]] [[εξάρθρωση]] ενός αντικειμένου («μην χοροπηδάς [[πάνω]] στον καναπέ, θα τον παραλύσεις»)<br /><b>4.</b> αποδιοργανώνομαι, νεκρώνομαι («παρέλυσε το [[εμπόριο]] εξαιτίας του πολέμου»)<br /><b>5.</b> <b>ναυτ.</b> [[χαλαρώνω]] [[σχοινί]] προκειμένου να το λύσω, κν. [[μποσικάρω]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[γίνομαι]] [[ακόλαστος]], διεφθαρμένος, ζω έκλυτο βίο<br /><b>7.</b> (η μτχ. αρσ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) ο [[παραλυμένος]]<br />α) αυτός που έχει χάσει τη [[συνοχή]] ή την οργάνωσή του<br />β) <b>μτφ.</b> [[άτομο]] ακόλαστο, διεφθαρμένο<br /><b>μσν.</b><br />(σχετικά με [[ένδυμα]]) ξυλώνω, [[διαλύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λύνω]] στα [[πλάγια]], [[διαλύω]] και [[αφαιρώ]], [[βγάζω]] («τὰ πηδάλια παρέλυσε τῶν Μηκιδέων νεῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λύνω]] και [[αφαιρώ]], [[αποσπώ]] («τὴν [[πτέρυγα]] παραλύσασα τοῡ χιτωνίου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] άχρηστο, [[αχρηστεύω]]<br /><b>4.</b> [[θέτω]] [[τέρμα]] σε [[κάτι]], [[καταλύω]] («παρέλυσε δ' ἄν Ἑλλάδος ἀλγεινοὺς μόχθους», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[παραιτούμαι]] από μία [[προσπάθεια]], τήν [[εγκαταλείπω]] («παραλύειν τὴν τοῡ παιδίου ἀμφισβήτησιν», Ισαί.)<br /><b>6.</b> [[λύνω]] [[κάτι]] [[κρυφά]]<br /><b>7.</b> [[πληρώνω]] ως [[πρόστιμο]]<br /><b>8.</b> [[αποχωρίζω]] από κάποιον («πολλοὺς ἤδη παρέλυσεν [[θάνατος]] δάμαρτος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>συνεκδ.</b> [[απαλλάσσω]], [[απολύω]] («παράλυσον τῆς στρατηΐης τὸν πρεσβύτατον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>10.</b> [[ελευθερώνω]] κάποιον, [[απελευθερώνω]]<br /><b>11.</b> [[παύω]] κάποιον από ένα [[αξίωμα]]<br /><b>12.</b> (μέσ. και παθ.) <i>παραλύομαι</i><br />α) απαλλάσσομαι από κάποιον, [[ξεφεύγω]]<br />β) αποχωρίζομαι από κάποιον, [[φεύγω]]<br />γ) [[εξαιρούμαι]] από κάποιον<br />δ) [[παίρνω]] [[άδεια]] απουσίας από κάποιον<br />ε) [[λύνω]] επί [[πλέον]]<br />στ) [[πάσχω]] από [[παράλυση]]<br /><b>13.</b> (η μτχ. αρσ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ παραλυόμενος</i><br />[[άτομο]] που πάσχει από [[παράλυση]], ο [[παραλυτικός]].
|mltxt=ΝΜΑ, και παραλώ Ν<br /><b>1.</b> [[επιφέρω]] [[αδυναμία]], [[προκαλώ]] [[εξασθένηση]] και [[χαύνωση]], [[εξαντλώ]] (α. «η [[πείνα]] μέ έχει παραλύσει» β. «κἄν ἐπιμείνῃ τις, παρέλυσεν, ἐλωβήσατο», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ενεργ. και το παθ.) [[χάνω]] τη [[δύναμη]] μου, [[εξασθενώ]] (α. «ταράττεται η [[ψυχή]] μας, παραλύει», Καβάφης<br />β. «παραλελυμένοι καὶ τοῑς σώμασι καὶ ταῑς ψυχαῑς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πάσχω]] από [[παράλυση]], από [[ακινησία]] τών [[μυών]] μέλους ή ολόκληρου του σώματος («παρέλυσε το ένα του [[χέρι]] [[μετά]] το εγκεφαλικό»)<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] [[παράλυση]] τών σωματικών [[μυών]] («οι ρευματισμοί του παρέλυσαν τα πόδια»)<br /><b>3.</b> [[επιφέρω]] [[εξάρθρωση]] ενός αντικειμένου («μην χοροπηδάς [[πάνω]] στον καναπέ, θα τον παραλύσεις»)<br /><b>4.</b> αποδιοργανώνομαι, νεκρώνομαι («παρέλυσε το [[εμπόριο]] εξαιτίας του πολέμου»)<br /><b>5.</b> <b>ναυτ.</b> [[χαλαρώνω]] [[σχοινί]] προκειμένου να το λύσω, κν. [[μποσικάρω]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[γίνομαι]] [[ακόλαστος]], διεφθαρμένος, ζω έκλυτο βίο<br /><b>7.</b> (η μτχ. αρσ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) ο [[παραλυμένος]]<br />α) αυτός που έχει χάσει τη [[συνοχή]] ή την οργάνωσή του<br />β) <b>μτφ.</b> [[άτομο]] ακόλαστο, διεφθαρμένο<br /><b>μσν.</b><br />(σχετικά με [[ένδυμα]]) ξυλώνω, [[διαλύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λύνω]] στα [[πλάγια]], [[διαλύω]] και [[αφαιρώ]], [[βγάζω]] («τὰ πηδάλια παρέλυσε τῶν Μηκιδέων νεῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λύνω]] και [[αφαιρώ]], [[αποσπώ]] («τὴν [[πτέρυγα]] παραλύσασα τοῦ χιτωνίου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] άχρηστο, [[αχρηστεύω]]<br /><b>4.</b> [[θέτω]] [[τέρμα]] σε [[κάτι]], [[καταλύω]] («παρέλυσε δ' ἄν Ἑλλάδος ἀλγεινοὺς μόχθους», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[παραιτούμαι]] από μία [[προσπάθεια]], τήν [[εγκαταλείπω]] («παραλύειν τὴν τοῦ παιδίου ἀμφισβήτησιν», Ισαί.)<br /><b>6.</b> [[λύνω]] [[κάτι]] [[κρυφά]]<br /><b>7.</b> [[πληρώνω]] ως [[πρόστιμο]]<br /><b>8.</b> [[αποχωρίζω]] από κάποιον («πολλοὺς ἤδη παρέλυσεν [[θάνατος]] δάμαρτος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>συνεκδ.</b> [[απαλλάσσω]], [[απολύω]] («παράλυσον τῆς στρατηΐης τὸν πρεσβύτατον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>10.</b> [[ελευθερώνω]] κάποιον, [[απελευθερώνω]]<br /><b>11.</b> [[παύω]] κάποιον από ένα [[αξίωμα]]<br /><b>12.</b> (μέσ. και παθ.) <i>παραλύομαι</i><br />α) απαλλάσσομαι από κάποιον, [[ξεφεύγω]]<br />β) αποχωρίζομαι από κάποιον, [[φεύγω]]<br />γ) [[εξαιρούμαι]] από κάποιον<br />δ) [[παίρνω]] [[άδεια]] απουσίας από κάποιον<br />ε) [[λύνω]] επί [[πλέον]]<br />στ) [[πάσχω]] από [[παράλυση]]<br /><b>13.</b> (η μτχ. αρσ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ παραλυόμενος</i><br />[[άτομο]] που πάσχει από [[παράλυση]], ο [[παραλυτικός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm