Anonymous

νοσώδης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (ΑΜ [[νοσώδης]], -ῶδες) [[νόσος]]<br /><b>1.</b> αυτός που προσβάλλεται από αρρώστιες [[συχνά]], [[φιλάσθενος]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[βλαβερός]] για την [[υγεία]], αυτός που επιφέρει ασθένειες, [[νοσηρός]] (α. «νοσώδες [[κλίμα]]» β. «ἔνιαι ῥίζαι γλυκεῑαι μέν, θανάσιμοι δὲ καὶ νοσώδεις», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> αυτός που προκαλεί συμφορές, [[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]] («[[δράκων]] στίλβει νοσώδεις ἀστραπάς»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το νοσώδες</i><br />ομοιοπαθητικό [[φάρμακο]] που παρασκευάζεται από παθολογικά προϊόντα του οργανισμού σε [[μεγάλη]] [[αραίωση]] και χρησιμοποιείται στη [[θεραπεία]] τών αντίστοιχων νόσων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[φαύλος]], διεφθαρμένος («νοσώδη δὲ φύσει τε καὶ ἀκόλαστον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νοσώδες</i><br />νοσηρή [[κατάσταση]] («κατηγορεῑ... ή [[βραχύτης]] τοῡ βίου τὸ ἐπίκηρον καὶ νοσῶδες», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νοσωδῶς</i> και <i>νοσώδως</i> (Α)<br />με νοσώδη τρόπο.
|mltxt=-ες (ΑΜ [[νοσώδης]], -ῶδες) [[νόσος]]<br /><b>1.</b> αυτός που προσβάλλεται από αρρώστιες [[συχνά]], [[φιλάσθενος]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[βλαβερός]] για την [[υγεία]], αυτός που επιφέρει ασθένειες, [[νοσηρός]] (α. «νοσώδες [[κλίμα]]» β. «ἔνιαι ῥίζαι γλυκεῑαι μέν, θανάσιμοι δὲ καὶ νοσώδεις», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> αυτός που προκαλεί συμφορές, [[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]] («[[δράκων]] στίλβει νοσώδεις ἀστραπάς»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το νοσώδες</i><br />ομοιοπαθητικό [[φάρμακο]] που παρασκευάζεται από παθολογικά προϊόντα του οργανισμού σε [[μεγάλη]] [[αραίωση]] και χρησιμοποιείται στη [[θεραπεία]] τών αντίστοιχων νόσων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[φαύλος]], διεφθαρμένος («νοσώδη δὲ φύσει τε καὶ ἀκόλαστον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νοσώδες</i><br />νοσηρή [[κατάσταση]] («κατηγορεῑ... ή [[βραχύτης]] τοῦ βίου τὸ ἐπίκηρον καὶ νοσῶδες», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νοσωδῶς</i> και <i>νοσώδως</i> (Α)<br />με νοσώδη τρόπο.
}}
}}
{{lsm
{{lsm