Anonymous

σάρκινος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σάρκινος]], -ίνη, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που αποτελείται από [[σάρκα]] ή ο όμοιος με [[σάρκα]], ο [[σαρκώδης]] («καὶ τὸ μὲν διφυὲς τοῡ στόματος [[παρίσθμιον]], τὸ δὲ πολυφυὲς [[οὖλον]] σάρκινα δὲ ταῡτα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[σάρκινος]] [[ἤτοι]] [[γυργαθός]]»<br /><b>πιθ.</b> [[καλάθι]], [[σαργάνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον άνθρωπο) κατασκευασμένος από [[σάρκα]] (ἄνθρωποι θνατοὶ καὶ σάρκινοι», Ίππαρχ.)<br /><b>2.</b> ο φτειαγμένος από [[εντεριώνη]] («σάρκινα σχοινία», πάπ.)<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[σώμα]], ο [[σαρκικός]]<br /><b>4.</b> [[πολύσαρκος]], [[σωματώδης]] («ἐν μὲν σαρκίνοις σώμασι [[νόσημα]] καλούμενον [τὴν πλεονεξίαν]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ὁ [[σάρκινος]] [[ἰχθύς]]» — [[ψάρι]] που έχει [[σάρκα]] και οστά, που [[είναι]] πραγματικό (<b>Θεόκρ.</b>)<br />β. «τὸ σάρκινον τῶν λόγων» — η πραγματική [[σπουδαιότητα]] και [[σημασία]] τών λόγων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σαρκίνως</i> Α<br />με σαρκικό τρόπο, σαρκικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λίθ</i>-<i>ινος</i>, <i>ξύλ</i>-<i>ινος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[σάρκινος]], -ίνη, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που αποτελείται από [[σάρκα]] ή ο όμοιος με [[σάρκα]], ο [[σαρκώδης]] («καὶ τὸ μὲν διφυὲς τοῦ στόματος [[παρίσθμιον]], τὸ δὲ πολυφυὲς [[οὖλον]] σάρκινα δὲ ταῡτα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[σάρκινος]] [[ἤτοι]] [[γυργαθός]]»<br /><b>πιθ.</b> [[καλάθι]], [[σαργάνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον άνθρωπο) κατασκευασμένος από [[σάρκα]] (ἄνθρωποι θνατοὶ καὶ σάρκινοι», Ίππαρχ.)<br /><b>2.</b> ο φτειαγμένος από [[εντεριώνη]] («σάρκινα σχοινία», πάπ.)<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[σώμα]], ο [[σαρκικός]]<br /><b>4.</b> [[πολύσαρκος]], [[σωματώδης]] («ἐν μὲν σαρκίνοις σώμασι [[νόσημα]] καλούμενον [τὴν πλεονεξίαν]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ὁ [[σάρκινος]] [[ἰχθύς]]» — [[ψάρι]] που έχει [[σάρκα]] και οστά, που [[είναι]] πραγματικό (<b>Θεόκρ.</b>)<br />β. «τὸ σάρκινον τῶν λόγων» — η πραγματική [[σπουδαιότητα]] και [[σημασία]] τών λόγων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σαρκίνως</i> Α<br />με σαρκικό τρόπο, σαρκικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λίθ</i>-<i>ινος</i>, <i>ξύλ</i>-<i>ινος</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm