Anonymous

προσδοκώ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />προσδοκῶ, -άω, ΝΜΑ, ιων. τ. [[προσδοκέω]] Α<br />[[περιμένω]] να συμβεί [[κάτι]] ευχάριστο, [[ελπίζω]] («προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῡ μέλλοντος αἰῶνος», Σύμβ. Πίστ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>το προσδοκώμενο</i><br />[[κατηγορία]] του συντακτικού που δηλώνεται με [[υποτακτική]] [[έγκλιση]] και εκφράζεται κατ' εξοχήν σε ένα από τα είδη τών υποθετικών λόγων και στις αντίστοιχες χρονικές προτάσεις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «προσδοκώμενο [[κέρδος]]» — το αναμενόμενο [[κέρδος]] από μία επιχειρηματική [[δραστηριότητα]] αβέβαιης έκβασης<br />β) «προσδοκώμενη [[διάρκεια]] ζωής» — η [[μέση]] [[διάρκεια]] ζωής όντος ή πράγματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναμένω]] να συμβεί [[κάτι]] με φόβο και [[αγωνία]] («προσδοκέοντας ἀπολέεσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υποθέτω]] ότι [[κάποιος]] κάνει [[κάτι]] ή ότι κάποιο [[πράγμα]] [[είναι]] [[έτσι]] («προσδοκῶντα καὶ τὸν ποιητὴν εὖ λέγειν το», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διστάζω]], [[ενδοιάζω]].<br /> <b>(II)</b><br />-έω, Α<br />(πιθ. γρφ. [[αντί]] <i>πρὸς δοκῶ</i>) θεωρούμαι, νομίζομαι («[[ἀπειρόκαλος]] προσέδοξεν [[είναι]]», <b>Δημοσθ.</b>).
|mltxt=<b>(I)</b><br />προσδοκῶ, -άω, ΝΜΑ, ιων. τ. [[προσδοκέω]] Α<br />[[περιμένω]] να συμβεί [[κάτι]] ευχάριστο, [[ελπίζω]] («προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος», Σύμβ. Πίστ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>το προσδοκώμενο</i><br />[[κατηγορία]] του συντακτικού που δηλώνεται με [[υποτακτική]] [[έγκλιση]] και εκφράζεται κατ' εξοχήν σε ένα από τα είδη τών υποθετικών λόγων και στις αντίστοιχες χρονικές προτάσεις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «προσδοκώμενο [[κέρδος]]» — το αναμενόμενο [[κέρδος]] από μία επιχειρηματική [[δραστηριότητα]] αβέβαιης έκβασης<br />β) «προσδοκώμενη [[διάρκεια]] ζωής» — η [[μέση]] [[διάρκεια]] ζωής όντος ή πράγματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναμένω]] να συμβεί [[κάτι]] με φόβο και [[αγωνία]] («προσδοκέοντας ἀπολέεσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υποθέτω]] ότι [[κάποιος]] κάνει [[κάτι]] ή ότι κάποιο [[πράγμα]] [[είναι]] [[έτσι]] («προσδοκῶντα καὶ τὸν ποιητὴν εὖ λέγειν το», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διστάζω]], [[ενδοιάζω]].<br /> <b>(II)</b><br />-έω, Α<br />(πιθ. γρφ. [[αντί]] <i>πρὸς δοκῶ</i>) θεωρούμαι, νομίζομαι («[[ἀπειρόκαλος]] προσέδοξεν [[είναι]]», <b>Δημοσθ.</b>).
}}
}}