Anonymous

σκηπτός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(1b)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[σκήπτω]]<br /><b>1.</b> [[κεραυνός]] («βροντῆς γενομένης σκηπτὸς πεσεῑν εἰς τὴν οἰκίαν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[καταιγίδα]]<br />β) [[ανεμοστρόβιλος]]<br />γ) πολεμική [[επιδρομή]] («σκηπτοῡ 'πιόντος πολεμίων», <b>Ευρ.</b>)<br />δ) [[είδος]] παρασίτου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «σκηπτὸς λοιμοῡ» — [[λοιμός]] που ενσκήπτει αιφνίδια<br />β) «σκηπτὸς [[πόθος]]» — [[κεραυνοβόλος]] [[πόθος]].
|mltxt=ὁ, Α [[σκήπτω]]<br /><b>1.</b> [[κεραυνός]] («βροντῆς γενομένης σκηπτὸς πεσεῑν εἰς τὴν οἰκίαν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[καταιγίδα]]<br />β) [[ανεμοστρόβιλος]]<br />γ) πολεμική [[επιδρομή]] («σκηπτοῦ 'πιόντος πολεμίων», <b>Ευρ.</b>)<br />δ) [[είδος]] παρασίτου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «σκηπτὸς λοιμοῡ» — [[λοιμός]] που ενσκήπτει αιφνίδια<br />β) «σκηπτὸς [[πόθος]]» — [[κεραυνοβόλος]] [[πόθος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm