Anonymous

ρίχνω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  15 February 2019
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ῥίπτω]], ΝΜΑ, και [[ρίχτω]] και [[ρήχνω]] Ν<br /><b>1.</b> [[πετώ]] [[κάτι]] [[μακριά]], το ωθώ με [[δύναμη]] ώστε να [[πάει]] [[μακριά]] (α. «του 'ριξα μια [[πέτρα]]»)<br />β. «[[ῥίπτω]] το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ.<br />γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν [[τάχα]] σου», <b>Ευρ.</b><br />δ. «σφαῑραν ἔπειτ' ἔρριψε μετ' ἀμφίπολον [[βασίλεια]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> με [[άσκηση]] βίας ή δύναμης [[βάζω]] [[κάτω]] κάποιον ή [[κάτι]], [[ανατρέπω]], [[κάνω]] να πέσει [[κάποιος]] ή [[κάτι]] (α. «θα τον ρίξω τον τοίχο, θα [[κάνω]] αλλαγές» β. «με μια [[τρικλοποδιά]] τον έριξε [[κάτω]]» γ. «λαβέντες αὐτοὺς... κατὰ στύφλου πέτρας ῥίψωμεν», (<b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(μεσοπαθ.)</b> <i>ρίχνομαι</i> και <i>ῥίπτομαι</i> και [[ῥίπτω]] εαυτόν</i><br />αφήνομαι να πέσω, γκρεμίζομαι (α. «ρίχθηκε στον γκρεμό» β. «[[κατά]] τε τῶν κρημνῶν οἱ πολλοὶ ῥίπτοντες ἑαυτοὺς ἀπώλυντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[οδηγώ]] κάποιον σε μια [[κατάσταση]], [[φέρνω]] κάποιον σε δυσχερή, [[κυρίως]], [[θέση]] (α. «το [[πάθος]] του τον έριξε στην πιο μαύρη [[δυστυχία]]» β. «...το [[σκήπτρο]]... ρίχνει εισέ δάκρυα θλιβερά», <b>Σολωμ.</b><br />γ. «τεκοῡσα γὰρ μ' ἔρριψας ἐς τὸ δυστυχές», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[απλώνω]] [[γύρω]] σε [[μήκος]] ή [[προς]] τα [[κάτω]], [[αφήνω]] να πέσει, να απλωθεί (α. «το [[βράδι]] [[πρέπει]] να ρίχνεις [[πάνω]] σου [[κάτι]]» β. «τὴν Κασσάνδραν ῥίπτειν ξανθοὺς πλοκάμους χλωροκόμῳ στεφάνῳ δάφνας κοσμηθεῑσαν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> [[θεωρώ]] υπεύθυνο, [[αποδίδω]] ευθύνες (α. «θα τά ρίξουν όλα σε μένα» β. «μὴ πᾱν ἐπὶ τοὺς ἱερέας ῥίψωμεν», Ιωάν. Χρυσ.)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[ρίχνω]] λόγο» και «[[ρίπτω]] λόγους» — [[εκφέρω]], [[συνήθως]] απρόσμενα, μια [[γνώμη]], [[διατυπώνω]] μια [[πρόταση]] (α. «μού ριξε μια [[κουβέντα]]» β. «πολλ' άγνωστα 'ν τα [[λόγια]] σου στον άνεμο τά ρίχνεις», <b>Ερωτόκρ.</b><br />γ. «λόγον ἐμοὶ ὑπήκουον μοῡ ἔρριξεν ἡ [[κόρη]]», Διγ. Ακρ.<br />δ. «εἰ δ' ὧδε τραχεῑς καὶ τεθηγμένους λόγους ῥίψειν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με ενδύματα) [[φορώ]], [[βάζω]] («ρίξε [[κάτι]] [[επάνω]] σου, θα κρυώσεις»)<br /><b>2.</b> [[σημαδεύω]], [[πυροβολώ]] («του 'ριξε [[τρεις]] μπαταριές»)<br /><b>3.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ρίχνει</i><br />βρέχει<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>ρίχνομαι</i><br />[[εφορμώ]], [[πέφτω]] ορμητικά (α. «ρίχνομαι στη [[μάχη]]» β. «ρίχνομαι στο [[διάβασμα]]»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «της ρίχνομαι» ή «της τά [[ρίχνω]]» — της [[κολλάω]], [[κάνω]] ερωτική [[επίθεση]]<br />β) «ρίχνει με το [[ασκί]] [με το [[τουλούμι]], με το [[κανάτι]]]» ή «ρίχνει παπάδες [ή βατράχια]» — βρέχει καταρρακτωδώς<br />γ) «[[ρίχνω]] [[κάτω]] τα μάτια» — [[συναισθάνομαι]] το [[σφάλμα]] μου και [[δείχνω]] τη μεταμέλειά μου<br />δ) «[[ρίχνω]] τ' άρματα» — [[παραδέχομαι]] την [[ήττα]] μου και παραδίδομαι<br />ε) «τά [ή το] [[ρίχνω]] [[κάτω]]» — [[παραιτούμαι]] από την [[προσπάθεια]], απογοητεύομαι<br />στ) «[[ρίχνω]] [[μπόι]]» — [[ψηλώνω]]<br />ζ) «[[ρίχνω]] μια [[ματιά]]» — [[διαβάζω]], [[εξετάζω]], [[επιθεωρώ]] κ.λπ. πολύ βιαστικά<br />η) «[[ρίχνω]] πόντους ή πετριές» — [[κάνω]] σαφείς και, [[συνήθως]], οδυνηρούς υπαινιγμούς<br />θ) «[[ρίχνω]] τα χαρτιά» ή «[[ρίχνω]] τα [[κουκιά]]» — [[μαντεύω]] με διάφορους τρόπους<br />ι) «[[ρίχνω]] [[στάχτη]] στα μάτια» — [[προσπαθώ]] να εξαπατήσω, να αποκρύψω πραγματικά γεγονότα<br />ια) «το [[ρίχνω]] έξω» — [[αδιαφορώ]] για τις δυσκολίες, [[διασκεδάζω]]<br />ιβ) «[[ρίχνω]] την [[ιδέα]]» — [[προβάλλω]] τη [[γνώμη]] μου να τήν κρίνουν οι άλλοι και να αποφασίσουν<br />ιγ) «το [[ρίχνω]]»<br />(ενν. το [[παιδί]]) [[αποβάλλω]] το [[έμβρυο]] ή [[κάνω]] [[έκτρωση]]<br />ιδ) «του [[ρίχνω]] το [[γάντι]]» — τον [[προκαλώ]] σε ανοιχτή [[αντιπαράθεση]] ή [[μονομαχία]]<br />ιε) «[[ρίχνω]] φως σε [[κάτι]]» — [[αποκαλύπτω]] την [[αλήθεια]] ή [[επεξηγώ]], [[διαφωτίζω]]<br />ιστ) «[[ρίχνω]] [[σκιά]]» — [[σκιάζω]]<br />ιη) «[[ρίχνω]] [[λάδι]] στη [[φωτιά]]» — [[συντελώ]] να αναζωπυρωθεί [[διαμάχη]] ή να αυξηθεί [[δυσαρέσκεια]] που ήδη υπάρχει<br />ιθ) «[[ρίχνω]] [[ρίζα]]» — [[ριζοβολώ]]<br />κ) «[[ρίχνω]] [[κανόνι]]» — [[χρεωκοπώ]]<br />κα) «[[ρίχνω]] έξω το [[καράβι]]» — [[κάνω]] το [[πλοίο]] να εξοκείλει ή, γενικότερα, [[γίνομαι]] [[πρόξενος]] καταστροφής<br />κβ) «έχω ρίξει έναν [[παρά]]» — έχω αδιαφορήσει πλήρως, έχω επιδείξει [[μεγάλη]] [[αμέλεια]]<br />κγ) «έχω ρίξει [[πολλά]] λεφτά» — έχω κάνει σημαντικές επενδύσεις<br />κδ) (για οικοδομές) «[[ρίχνω]] θεμέλια [ή [[πλάκα]] κλπ.]» — [[τοποθετώ]], [[χτίζω]] τα θεμέλια, [[κατασκευάζω]] την οριζόντια [[σκεπή]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εκτοξεύω]] («[[ρίχνω]] [[βέλος]]»)<br /><b>2.</b> [[ανατρέπω]], [[καταργώ]] (α. «[[τρεις]] βουλευτές έριξαν την [[κυβέρνηση]]» β. «ἔρριψεν τὴν σύνοδον», Θεοφάν.)<br /><b>3.</b> [[αφήνω]] [[βρέφος]] ως έκθετο [[κάπου]], [[εκθέτω]] [[βρέφος]] («είχαν ρίξει το [[μωρό]] στα σκαλιά της εκκλησίας»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για ενδύματα) [[βγάζω]], [[αφαιρώ]]<br />(α. «ῥίπτοντες περιβόλαια [[πάντα]]» Μηναί.<br />β. «ῥίψας ἀπ' ὤμων... πορπάματα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απορρίπτω]], [[εγκαταλείπω]] ή [[πετώ]] [[μακριά]] (α. «καὶ τῇ τρίτῃ αὐτόχειρες τὴ σκευὴν τοῡ πλοίου ἐρρίψαμεν», ΚΔ<br />β. «καί νιν ἔρριψεν ἄλλων χερσὶν ἄβατον εἰς [[ὄρος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υψώνω]] τα χέρια σε [[στάση]] ικεσίας («ὀρθὰς ὠλένας πρὸς οὐρανὸν ῥίπτοντ'», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ῥίπτω]] κλῆρον [ή κύβον]» — [[διακινδυνεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. [[ῥίπτω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Fρῑπ</i>-<i>jω</i>) μπορεί πιθ. να αναχθεί στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>wr</i><i>ī</i>-<i>p</i>- της ΙΕ ρίζας <i>wrei</i>-<i>p</i>- «[[στρέφω]], [[γυρίζω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>wrei</i>- <b>πρβλ.</b> <i>ῥιχνός</i> με διαφορετικό [[ένθημα]]) και να συνδεθεί με αρχ. άνω γερμ. <i>r</i><i>ī</i><i> ban</i> «[[τρίβω]], [[στρέφω]]», γερμ. <i>reiben</i> «[[τρίβω]]», <i>werfen</i> «[[πετώ]], [[ρίχνω]]» (<b>βλ.</b> και λ. <i>ῥίψ</i>). Η [[αναγωγή]] τών ρ. αυτών σε [[ρίζα]] με σημ. «[[γυρίζω]], [[στρέφω]]» μπορεί να γίνει κατανοητή μέσω μιας ενδιάμεσης σημ. «[[τρίβω]] ή [[πετώ]] [[κάτι]] [[μακριά]] κάνοντας μια περιστροφική, κυκλική [[κίνηση]]». Το ρ. [[ῥίπτω]] δηλώνει μια [[κίνηση]] βίαιη και πιο έντονη από το ρ. [[βάλλω]]. Ο νεοελλ. τ. [[ρίχνω]], [[κατά]] μία [[άποψη]], έχει προέλθει από τον σύνθ. τ. <i>απο</i>-<i>ρίφνω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>-<i>ρίφτω</i> <span style="color: red;"><</span> [[απορρίπτω]]) με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>φ</i>- σε -<i>χ</i>-, σύμφωνα με [[άλλη]] [[άποψη]] από συμφυρμό τών αορ. <i>ἔρριψα</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥίπτω]]) και <i>ἔρρηξα</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥήγνυμι]]), ενώ, [[τέλος]], σύμφωνα με άλλους, απευθείας από τον αόρ. <i>ἔρρηξα</i> του [[ῥήγνυμι]] (απ' όπου πιθ. προέρχεται και η γρφ. [[ρήχνω]]). Ο τ. [[ρίχτω]] πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[ρίχνω]] κατ' [[επίδραση]] του [[ῥίπτω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ριπή]], [[ρίψη]](-<i>ις</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ρίμμα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ριμμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ριξιά]], [[ριξιμιός]], [[ρίξιμο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α<br />συνθετικό) [[ρίψασπις]], [[ριψοκίνδυνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ριψάσπιδος]], [[ριψαύχην]], [[ριψολογώ]], [[ρίψοπλος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ριψόφθαλμος]] <b>μσν.</b> [[ριψέπαλξις]]. (Β' συνθετικό) [[απορρίπτω]], [[επιρρίπτω]], [[καταρρίπτω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναρρίπτω]], <i>απεκρίπτω</i>, <i>αποχαταρρίπτω</i>, [[διαρρίπτω]], [[εκρίπτω]], [[εναπορρίπτω]], [[ενρίπτω]], [[επαναρρίπτω]], [[μεταρρίπτω]], <i>παρεχρίπτω</i>, [[παραρρίπτω]], [[περιρρίπτω]], [[προαπορρίπτω]], [[προσεπιρρίπτω]], [[προσρίπτω]], [[προϋπορρίπτω]], <i>συγχαταρρίπτω</i>, [[συναπορρίπτω]], [[συρρίπτω]], <i>υπεχρίπτω</i>, [[υπερρίπτω]], [[υπορρίπτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>απορρίχνω</i>, [[προσαπορρίπτω]]].
|mltxt=[[ῥίπτω]], ΝΜΑ, και [[ρίχτω]] και [[ρήχνω]] Ν<br /><b>1.</b> [[πετώ]] [[κάτι]] [[μακριά]], το ωθώ με [[δύναμη]] ώστε να [[πάει]] [[μακριά]] (α. «του 'ριξα μια [[πέτρα]]»)<br />β. «[[ῥίπτω]] το ἀπὸ τοῦ σκουτελίου», Πρόδρ.<br />γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν [[τάχα]] σου», <b>Ευρ.</b><br />δ. «σφαῑραν ἔπειτ' ἔρριψε μετ' ἀμφίπολον [[βασίλεια]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> με [[άσκηση]] βίας ή δύναμης [[βάζω]] [[κάτω]] κάποιον ή [[κάτι]], [[ανατρέπω]], [[κάνω]] να πέσει [[κάποιος]] ή [[κάτι]] (α. «θα τον ρίξω τον τοίχο, θα [[κάνω]] αλλαγές» β. «με μια [[τρικλοποδιά]] τον έριξε [[κάτω]]» γ. «λαβέντες αὐτοὺς... κατὰ στύφλου πέτρας ῥίψωμεν», (<b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(μεσοπαθ.)</b> <i>ρίχνομαι</i> και <i>ῥίπτομαι</i> και [[ῥίπτω]] εαυτόν</i><br />αφήνομαι να πέσω, γκρεμίζομαι (α. «ρίχθηκε στον γκρεμό» β. «[[κατά]] τε τῶν κρημνῶν οἱ πολλοὶ ῥίπτοντες ἑαυτοὺς ἀπώλυντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[οδηγώ]] κάποιον σε μια [[κατάσταση]], [[φέρνω]] κάποιον σε δυσχερή, [[κυρίως]], [[θέση]] (α. «το [[πάθος]] του τον έριξε στην πιο μαύρη [[δυστυχία]]» β. «...το [[σκήπτρο]]... ρίχνει εισέ δάκρυα θλιβερά», <b>Σολωμ.</b><br />γ. «τεκοῡσα γὰρ μ' ἔρριψας ἐς τὸ δυστυχές», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[απλώνω]] [[γύρω]] σε [[μήκος]] ή [[προς]] τα [[κάτω]], [[αφήνω]] να πέσει, να απλωθεί (α. «το [[βράδι]] [[πρέπει]] να ρίχνεις [[πάνω]] σου [[κάτι]]» β. «τὴν Κασσάνδραν ῥίπτειν ξανθοὺς πλοκάμους χλωροκόμῳ στεφάνῳ δάφνας κοσμηθεῑσαν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> [[θεωρώ]] υπεύθυνο, [[αποδίδω]] ευθύνες (α. «θα τά ρίξουν όλα σε μένα» β. «μὴ πᾱν ἐπὶ τοὺς ἱερέας ῥίψωμεν», Ιωάν. Χρυσ.)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[ρίχνω]] λόγο» και «[[ρίπτω]] λόγους» — [[εκφέρω]], [[συνήθως]] απρόσμενα, μια [[γνώμη]], [[διατυπώνω]] μια [[πρόταση]] (α. «μού ριξε μια [[κουβέντα]]» β. «πολλ' άγνωστα 'ν τα [[λόγια]] σου στον άνεμο τά ρίχνεις», <b>Ερωτόκρ.</b><br />γ. «λόγον ἐμοὶ ὑπήκουον μοῡ ἔρριξεν ἡ [[κόρη]]», Διγ. Ακρ.<br />δ. «εἰ δ' ὧδε τραχεῑς καὶ τεθηγμένους λόγους ῥίψειν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με ενδύματα) [[φορώ]], [[βάζω]] («ρίξε [[κάτι]] [[επάνω]] σου, θα κρυώσεις»)<br /><b>2.</b> [[σημαδεύω]], [[πυροβολώ]] («του 'ριξε [[τρεις]] μπαταριές»)<br /><b>3.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ρίχνει</i><br />βρέχει<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>ρίχνομαι</i><br />[[εφορμώ]], [[πέφτω]] ορμητικά (α. «ρίχνομαι στη [[μάχη]]» β. «ρίχνομαι στο [[διάβασμα]]»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «της ρίχνομαι» ή «της τά [[ρίχνω]]» — της [[κολλάω]], [[κάνω]] ερωτική [[επίθεση]]<br />β) «ρίχνει με το [[ασκί]] [με το [[τουλούμι]], με το [[κανάτι]]]» ή «ρίχνει παπάδες [ή βατράχια]» — βρέχει καταρρακτωδώς<br />γ) «[[ρίχνω]] [[κάτω]] τα μάτια» — [[συναισθάνομαι]] το [[σφάλμα]] μου και [[δείχνω]] τη μεταμέλειά μου<br />δ) «[[ρίχνω]] τ' άρματα» — [[παραδέχομαι]] την [[ήττα]] μου και παραδίδομαι<br />ε) «τά [ή το] [[ρίχνω]] [[κάτω]]» — [[παραιτούμαι]] από την [[προσπάθεια]], απογοητεύομαι<br />στ) «[[ρίχνω]] [[μπόι]]» — [[ψηλώνω]]<br />ζ) «[[ρίχνω]] μια [[ματιά]]» — [[διαβάζω]], [[εξετάζω]], [[επιθεωρώ]] κ.λπ. πολύ βιαστικά<br />η) «[[ρίχνω]] πόντους ή πετριές» — [[κάνω]] σαφείς και, [[συνήθως]], οδυνηρούς υπαινιγμούς<br />θ) «[[ρίχνω]] τα χαρτιά» ή «[[ρίχνω]] τα [[κουκιά]]» — [[μαντεύω]] με διάφορους τρόπους<br />ι) «[[ρίχνω]] [[στάχτη]] στα μάτια» — [[προσπαθώ]] να εξαπατήσω, να αποκρύψω πραγματικά γεγονότα<br />ια) «το [[ρίχνω]] έξω» — [[αδιαφορώ]] για τις δυσκολίες, [[διασκεδάζω]]<br />ιβ) «[[ρίχνω]] την [[ιδέα]]» — [[προβάλλω]] τη [[γνώμη]] μου να τήν κρίνουν οι άλλοι και να αποφασίσουν<br />ιγ) «το [[ρίχνω]]»<br />(ενν. το [[παιδί]]) [[αποβάλλω]] το [[έμβρυο]] ή [[κάνω]] [[έκτρωση]]<br />ιδ) «του [[ρίχνω]] το [[γάντι]]» — τον [[προκαλώ]] σε ανοιχτή [[αντιπαράθεση]] ή [[μονομαχία]]<br />ιε) «[[ρίχνω]] φως σε [[κάτι]]» — [[αποκαλύπτω]] την [[αλήθεια]] ή [[επεξηγώ]], [[διαφωτίζω]]<br />ιστ) «[[ρίχνω]] [[σκιά]]» — [[σκιάζω]]<br />ιη) «[[ρίχνω]] [[λάδι]] στη [[φωτιά]]» — [[συντελώ]] να αναζωπυρωθεί [[διαμάχη]] ή να αυξηθεί [[δυσαρέσκεια]] που ήδη υπάρχει<br />ιθ) «[[ρίχνω]] [[ρίζα]]» — [[ριζοβολώ]]<br />κ) «[[ρίχνω]] [[κανόνι]]» — [[χρεωκοπώ]]<br />κα) «[[ρίχνω]] έξω το [[καράβι]]» — [[κάνω]] το [[πλοίο]] να εξοκείλει ή, γενικότερα, [[γίνομαι]] [[πρόξενος]] καταστροφής<br />κβ) «έχω ρίξει έναν [[παρά]]» — έχω αδιαφορήσει πλήρως, έχω επιδείξει [[μεγάλη]] [[αμέλεια]]<br />κγ) «έχω ρίξει [[πολλά]] λεφτά» — έχω κάνει σημαντικές επενδύσεις<br />κδ) (για οικοδομές) «[[ρίχνω]] θεμέλια [ή [[πλάκα]] κλπ.]» — [[τοποθετώ]], [[χτίζω]] τα θεμέλια, [[κατασκευάζω]] την οριζόντια [[σκεπή]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εκτοξεύω]] («[[ρίχνω]] [[βέλος]]»)<br /><b>2.</b> [[ανατρέπω]], [[καταργώ]] (α. «[[τρεις]] βουλευτές έριξαν την [[κυβέρνηση]]» β. «ἔρριψεν τὴν σύνοδον», Θεοφάν.)<br /><b>3.</b> [[αφήνω]] [[βρέφος]] ως έκθετο [[κάπου]], [[εκθέτω]] [[βρέφος]] («είχαν ρίξει το [[μωρό]] στα σκαλιά της εκκλησίας»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για ενδύματα) [[βγάζω]], [[αφαιρώ]]<br />(α. «ῥίπτοντες περιβόλαια [[πάντα]]» Μηναί.<br />β. «ῥίψας ἀπ' ὤμων... πορπάματα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απορρίπτω]], [[εγκαταλείπω]] ή [[πετώ]] [[μακριά]] (α. «καὶ τῇ τρίτῃ αὐτόχειρες τὴ σκευὴν τοῦ πλοίου ἐρρίψαμεν», ΚΔ<br />β. «καί νιν ἔρριψεν ἄλλων χερσὶν ἄβατον εἰς [[ὄρος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υψώνω]] τα χέρια σε [[στάση]] ικεσίας («ὀρθὰς ὠλένας πρὸς οὐρανὸν ῥίπτοντ'», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ῥίπτω]] κλῆρον [ή κύβον]» — [[διακινδυνεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. [[ῥίπτω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Fρῑπ</i>-<i>jω</i>) μπορεί πιθ. να αναχθεί στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>wr</i><i>ī</i>-<i>p</i>- της ΙΕ ρίζας <i>wrei</i>-<i>p</i>- «[[στρέφω]], [[γυρίζω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>wrei</i>- <b>πρβλ.</b> <i>ῥιχνός</i> με διαφορετικό [[ένθημα]]) και να συνδεθεί με αρχ. άνω γερμ. <i>r</i><i>ī</i><i> ban</i> «[[τρίβω]], [[στρέφω]]», γερμ. <i>reiben</i> «[[τρίβω]]», <i>werfen</i> «[[πετώ]], [[ρίχνω]]» (<b>βλ.</b> και λ. <i>ῥίψ</i>). Η [[αναγωγή]] τών ρ. αυτών σε [[ρίζα]] με σημ. «[[γυρίζω]], [[στρέφω]]» μπορεί να γίνει κατανοητή μέσω μιας ενδιάμεσης σημ. «[[τρίβω]] ή [[πετώ]] [[κάτι]] [[μακριά]] κάνοντας μια περιστροφική, κυκλική [[κίνηση]]». Το ρ. [[ῥίπτω]] δηλώνει μια [[κίνηση]] βίαιη και πιο έντονη από το ρ. [[βάλλω]]. Ο νεοελλ. τ. [[ρίχνω]], [[κατά]] μία [[άποψη]], έχει προέλθει από τον σύνθ. τ. <i>απο</i>-<i>ρίφνω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>-<i>ρίφτω</i> <span style="color: red;"><</span> [[απορρίπτω]]) με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>φ</i>- σε -<i>χ</i>-, σύμφωνα με [[άλλη]] [[άποψη]] από συμφυρμό τών αορ. <i>ἔρριψα</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥίπτω]]) και <i>ἔρρηξα</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥήγνυμι]]), ενώ, [[τέλος]], σύμφωνα με άλλους, απευθείας από τον αόρ. <i>ἔρρηξα</i> του [[ῥήγνυμι]] (απ' όπου πιθ. προέρχεται και η γρφ. [[ρήχνω]]). Ο τ. [[ρίχτω]] πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[ρίχνω]] κατ' [[επίδραση]] του [[ῥίπτω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ριπή]], [[ρίψη]](-<i>ις</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ρίμμα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ριμμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ριξιά]], [[ριξιμιός]], [[ρίξιμο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α<br />συνθετικό) [[ρίψασπις]], [[ριψοκίνδυνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ριψάσπιδος]], [[ριψαύχην]], [[ριψολογώ]], [[ρίψοπλος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ριψόφθαλμος]] <b>μσν.</b> [[ριψέπαλξις]]. (Β' συνθετικό) [[απορρίπτω]], [[επιρρίπτω]], [[καταρρίπτω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναρρίπτω]], <i>απεκρίπτω</i>, <i>αποχαταρρίπτω</i>, [[διαρρίπτω]], [[εκρίπτω]], [[εναπορρίπτω]], [[ενρίπτω]], [[επαναρρίπτω]], [[μεταρρίπτω]], <i>παρεχρίπτω</i>, [[παραρρίπτω]], [[περιρρίπτω]], [[προαπορρίπτω]], [[προσεπιρρίπτω]], [[προσρίπτω]], [[προϋπορρίπτω]], <i>συγχαταρρίπτω</i>, [[συναπορρίπτω]], [[συρρίπτω]], <i>υπεχρίπτω</i>, [[υπερρίπτω]], [[υπορρίπτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>απορρίχνω</i>, [[προσαπορρίπτω]]].
}}
}}