3,276,901
edits
(1b) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / πυγαῑος, -αία, -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πυγή]], στην [[ουρά]], [[ουραίος]], [[οπίσθιος]] («τῶν πτερύγων καὶ | |mltxt=-α, -ο / πυγαῑος, -αία, -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πυγή]], στην [[ουρά]], [[ουραίος]], [[οπίσθιος]] («τῶν πτερύγων καὶ τοῦ πυγαίου ἄκρου», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα πυγαία</i><br />[[βάση]] κίονα, [[βάθρο]] στύλου ή στήλης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>το πυγαίο</i>(<i>ν</i>)<br /><b>στρ.</b> το οπίσθιο [[τμήμα]] του [[σωλήνα]] πυροβόλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) ο [[ακόλαστος]], ο [[κίναιδος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πυγαῑον</i><br />η [[πυγή]]<br /><b>3.</b> (το θηλ. εν και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>ἡ πυγαία</i> και <i>τὰ πυγαῑα</i><br />η [[περιοχή]] του ιερού οστού του ανθρώπινου σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυγή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αγορ</i>-<i>αίος</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |