Anonymous

ραψωδός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(36)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ῥαψῳδός]] ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. ῥαψαFυδός, Α<br />αυτός που απαγγέλλει επικά ποιήματα ενώπιον κοινού και, [[κυρίως]], του Ομήρου ή του Ησιόδου (α. «ῥαψῳδοί<br />οἱ τὰ Ὁμήρου ἔπη ἐν τοῑς θεάτροις ἀπαγγέλλοντες...», Σχόλ. <b>Πλάτ.</b><br />β. «οὐ γὰρ ἄν γένοιτο ποτε [[ῥαψῳδός]], εἰ μὴ συνείη τὰ λεγόμενα ὐπὸ τοῡ ποιητοῡ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> ο [[συνθέτης]] ραψωδιών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συρράπτει, που συνθέτει σε [[σύνολο]] από το επικό υλικό και απαγγέλλει<br /><b>2.</b> αυτός που απαγγέλλει, τραγουδά ή ερμηνεύει λυρικά άσματα («ὡς δ' ἐπέβαλον oἱ ῥαψωδοὶ προφέρεσθαι τοῡ Διονυσίου τὰ ποιήματα», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ῥαψῳδὸς [[κύων]]» — η [[Σφίγγα]] τών Θηβών που απήγγελλε τα αινίγματά της σε εξάμετρους στίχους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για συνθ. λ. σχηματισμένη από τη [[φράση]] <i>ῥάψαι ἀοιδήν</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥάπτω]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀοιδή]] / <i>ᾠδή</i>), η οποία χρησιμοποιήθηκε για αυτούς που [[απλώς]] απήγγελλαν ή και συνέθεταν, συνέραπταν ποιήματα επικά, τα οποία παρουσίαζαν με ενιαία [[μορφή]], [[δηλαδή]] [[χωρίς]] [[διαίρεση]] σε στροφές που ήταν χαρακτηριστικό της λυρικής ποίησης, <b>πρβλ.</b> και τις φράσεις: <i>ῥάψαντες ἀοιδήν</i> (για τον Όμ. και τον Ησίοδο) και <i>Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων ἀοιδοί</i>. Έχει διατυπωθεί, [[επίσης]], η [[άποψη]] ότι ο όρος [[ῥαψῳδός]] αναφέρεται στους μικρότερης αξίας ποιητές τών μεταγενέστερων χρόνων όταν πια είχε περάσει η [[εποχή]] της [[μεγάλης]] [[ακμής]] της επικής ποίησης].
|mltxt=ο / [[ῥαψῳδός]] ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. ῥαψαFυδός, Α<br />αυτός που απαγγέλλει επικά ποιήματα ενώπιον κοινού και, [[κυρίως]], του Ομήρου ή του Ησιόδου (α. «ῥαψῳδοί<br />οἱ τὰ Ὁμήρου ἔπη ἐν τοῑς θεάτροις ἀπαγγέλλοντες...», Σχόλ. <b>Πλάτ.</b><br />β. «οὐ γὰρ ἄν γένοιτο ποτε [[ῥαψῳδός]], εἰ μὴ συνείη τὰ λεγόμενα ὐπὸ τοῦ ποιητοῦ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> ο [[συνθέτης]] ραψωδιών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συρράπτει, που συνθέτει σε [[σύνολο]] από το επικό υλικό και απαγγέλλει<br /><b>2.</b> αυτός που απαγγέλλει, τραγουδά ή ερμηνεύει λυρικά άσματα («ὡς δ' ἐπέβαλον oἱ ῥαψωδοὶ προφέρεσθαι τοῦ Διονυσίου τὰ ποιήματα», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ῥαψῳδὸς [[κύων]]» — η [[Σφίγγα]] τών Θηβών που απήγγελλε τα αινίγματά της σε εξάμετρους στίχους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για συνθ. λ. σχηματισμένη από τη [[φράση]] <i>ῥάψαι ἀοιδήν</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥάπτω]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀοιδή]] / <i>ᾠδή</i>), η οποία χρησιμοποιήθηκε για αυτούς που [[απλώς]] απήγγελλαν ή και συνέθεταν, συνέραπταν ποιήματα επικά, τα οποία παρουσίαζαν με ενιαία [[μορφή]], [[δηλαδή]] [[χωρίς]] [[διαίρεση]] σε στροφές που ήταν χαρακτηριστικό της λυρικής ποίησης, <b>πρβλ.</b> και τις φράσεις: <i>ῥάψαντες ἀοιδήν</i> (για τον Όμ. και τον Ησίοδο) και <i>Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων ἀοιδοί</i>. Έχει διατυπωθεί, [[επίσης]], η [[άποψη]] ότι ο όρος [[ῥαψῳδός]] αναφέρεται στους μικρότερης αξίας ποιητές τών μεταγενέστερων χρόνων όταν πια είχε περάσει η [[εποχή]] της [[μεγάλης]] [[ακμής]] της επικής ποίησης].
}}
}}