Anonymous

διοικίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''"
m (Text replacement - " . ." to "…")
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dioikizo
|Transliteration C=dioikizo
|Beta Code=dioiki/zw
|Beta Code=dioiki/zw
|Definition=Att. fut. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> -ῐῶ <span class="bibl">D.5.10</span>:—<b class="b2">cause to live apart, disperse</b>, opp. <b class="b3">συνοικίζω, δ. τὰς πόλεις</b> <b class="b2">break</b> them <b class="b2">up</b> into villages (κῶμαι), <span class="bibl">Isoc. 5.43</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1311a14</span>; τὴν Θηβαίων πόλιν διοικιεῖν D. l. c.; δ. Μαντινεῖς ἐκ μιᾶς πόλεως εἰς πλείους <span class="bibl">Plb.4.27.6</span>:—Pass., διῳκίσθη ἡ Μαντίνεια τετραχῇ <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>5.2.7</span>; διῳκισμένοι κατὰ κώμας <span class="bibl">D.19.81</span>: generally, <b class="b2">to be scattered abroad</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>193a</span>; <b class="b2">remove, migrate</b>, <b class="b3">ἐκ Κολλυτοῦ εἰς</b>… <span class="bibl">Lys.32.14</span>; <b class="b3">διῳκισμένοι τινός</b> <b class="b2">separated from</b>... <span class="bibl">Luc. <span class="title">Charid.</span>19</span>: metaph. of rich and poor, διῳκίσμεθα καὶ δύο πόλεις ἔχομεν <span class="bibl">D.H.6.36</span>.</span>
|Definition=Att. fut. -ῐῶ D.5.10:—[[cause to live apart]], [[disperse]], opp. <b class="b3">συνοικίζω, δ. τὰς πόλεις</b> [[break]] them [[up]] into villages ([[κῶμαι]]), Isoc. 5.43, cf. [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1311a14; τὴν Θηβαίων πόλιν διοικιεῖν D. l. c.; δ. Μαντινεῖς ἐκ μιᾶς πόλεως εἰς πλείους Plb.4.27.6:—Pass., διῳκίσθη ἡ Μαντίνεια τετραχῇ X.''HG''5.2.7; διῳκισμένοι κατὰ κώμας D.19.81: generally, to [[be scattered abroad]], [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 193a; [[remove]], [[migrate]], <b class="b3">ἐκ Κολλυτοῦ εἰς</b>… Lys.32.14; <b class="b3">διῳκισμένοι τινός</b> [[separated from]]... Luc. ''Charid.''19: metaph. of rich and poor, διῳκίσμεθα καὶ δύο πόλεις ἔχομεν D.H.6.36.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''διοικίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ :-[[κάμνω]] τινὰς νὰ ζῶσι χωριστά, [[διασκορπίζω]], δ. τὰς πόλεις, [[διασπείρω]] τοὺς κατοίκους αὐτῶν, Ἰσοκρ. 91 Α, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 11· καὶ [[μᾶλλον]] ἀνεπτυγμένως, τὴν Θηβαίων πόλιν διοικιεῖν κατὰ κώμας Δημ. 59. 15· δ. Μαντινεῖς ἐκ μιᾶς πόλεως εἰς πλείους Πολύβ. 4. 27, 6. -Παθ., διῳκίσθη ἡ Μαντίνεια τετραχῆ Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, διῳκισμένοι κατὰ κώμας Δημ. 366. 27· ἀκολούθως γενικῶς, διασκορπίζομαι, διὰ τὴν ἀδικίαν διῳκίσθημεν ὑπὸ τοῦ θεοῦ Πλάτ. Συμπ. 193 Α· πρβλ. τὸ ἑπόμ.
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[dispersar]], [[distribuir en aldeas]] la población de una [[ciudad]] Μαντινέας δὲ διῴκισαν Isoc.8.100, τὰς πόλεις Isoc.5.43, cf. D.5.10, Plu.<i>Cam</i>.7, τὸν ὄχλον Arist.<i>Pol</i>.1311<sup>a</sup>14, cf. Harp.s.u. διοικιεῖν, c. ac. y prep. ἐκ μιᾶς πόλεως εἰς πλείους αὐτοὺς διοικίσαντες Plb.4.27.6, αὐτοὺς κατὰ κώμας διῴκισε [[Diodorus Siculus|D.S.]]2.28, en v. pas. διῳκίσθη δ' ἡ Μαντίνεια τετραχῇ X.<i>HG</i> 5.2.7, διῳκισμένοι κατὰ κώμας diseminados por aldeas</i> D.19.81.<br /><b class="num">2</b> tard. [[separar]], [[apartar]] διῴκισεν ὁ θεὸς τοὺς βίους Synes.<i>Ep</i>.41 p.65, c. ac. y gen. de separación τὰ ὁμόφωνα τῶν ἀλλογλώττων Ph.1.242, ἡ [[ἀφροσύνη]] ... τὴν ψυχὴν ... μακρὰν ὀρθοῦ λόγου διοικίζει Ph.1.685, cf. 512, en v. pas. διὰ τὴν ἀδικίαν διῳκίσθημεν ὑπὸ τοῦ θεοῦ Pl.<i>Smp</i>.193a.<br /><b class="num">II</b> en v. med.<br /><b class="num">1</b> [[dispersarse]], [[dividirse en]] c. prep. κατὰ κώμας X.<i>HG</i> 5.2.5, ἐκ μιᾶς πόλεως ... εἰς πολλάς Ammon.<i>Diff</i>.344.<br /><b class="num">2</b> [[separarse]] διῳκίσμεθα ... καὶ δύο πόλεις ἔχομεν, τὴν μὲν [μίαν] ὑπὸ πενίας ... ἀρχομένην, τὴν δ' ὑπὸ κόρου D.H.6.36<br /><b class="num">•</b>[[apartarse]] de alguien, c. gen. ταύτης (Ἱπποδαμείας) διῳκισμένους Luc.<i>Charid</i>.19, τῶν γονέων Ph.1.552, c. ἐκ y gen. ὅτ' ἐκ Κολλυτοῦ διῳκίζετο εἰς τὴν Φαίδρου οἰκίαν cuando se cambió del domicilio de Colito al de Fedro</i> Lys.32.14.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f. att.</i> διοικιῶ, <i>ao.</i> διῴκισα, <i>pf. inus.</i><br />diviser en parties, en quartiers (une ville conquise).<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[οἰκίζω]].
|btext=<i>f. att.</i> διοικιῶ, <i>ao.</i> διῴκισα, <i>pf. inus.</i><br />diviser en parties, en quartiers (une ville conquise).<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[οἰκίζω]].
}}
}}
{{DGE
{{pape
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[dispersar]], [[distribuir en aldeas]] la población de una ciu. Μαντινέας δὲ διῴκισαν Isoc.8.100, τὰς πόλεις Isoc.5.43, cf. D.5.10, Plu.<i>Cam</i>.7, τὸν ὄχλον Arist.<i>Pol</i>.1311<sup>a</sup>14, cf. Harp.s.u. διοικιεῖν, c. ac. y prep. ἐκ μιᾶς πόλεως εἰς πλείους αὐτοὺς διοικίσαντες Plb.4.27.6, αὐτοὺς κατὰ κώμας διῴκισε D.S.2.28, en v. pas. διῳκίσθη δ' ἡ Μαντίνεια τετραχῇ X.<i>HG</i> 5.2.7, διῳκισμένοι κατὰ κώμας diseminados por aldeas</i> D.19.81.<br /><b class="num">2</b> tard. [[separar]], [[apartar]] διῴκισεν ὁ θεὸς τοὺς βίους Synes.<i>Ep</i>.41 p.65, c. ac. y gen. de separación τὰ ὁμόφωνα τῶν ἀλλογλώττων Ph.1.242, ἡ [[ἀφροσύνη]] ... τὴν ψυχὴν ... μακρὰν ὀρθοῦ λόγου διοικίζει Ph.1.685, cf. 512, en v. pas. διὰ τὴν ἀδικίαν διῳκίσθημεν ὑπὸ τοῦ θεοῦ Pl.<i>Smp</i>.193a.<br /><b class="num">II</b> en v. med.<br /><b class="num">1</b> [[dispersarse]], [[dividirse en]] c. prep. κατὰ κώμας X.<i>HG</i> 5.2.5, ἐκ μιᾶς πόλεως ... εἰς πολλάς Ammon.<i>Diff</i>.344.<br /><b class="num">2</b> [[separarse]] διῳκίσμεθα ... καὶ δύο πόλεις ἔχομεν, τὴν μὲν [μίαν] ὑπὸ πενίας ... ἀρχομένην, τὴν δ' ὑπὸ κόρου D.H.6.36<br /><b class="num">•</b>[[apartarse]] de alguien, c. gen. ταύτης (Ἱπποδαμείας) διῳκισμένους Luc.<i>Charid</i>.19, τῶν γονέων Ph.1.552, c. ἐκ y gen. ὅτ' ἐκ Κολλυτοῦ διῳκίζετο εἰς τὴν Φαίδρου οἰκίαν cuando se cambió del domicilio de Colito al de Fedro</i> Lys.32.14.
|ptext=<i>[[getrennt]] [[wohnen]] [[lassen]], in gesonderte [[Wohnsitze]] [[führen]]</i>, um das [[Gemeinwesen]] aufzuheben; von den Bürgern einer eroberten [[Stadt]]; τὴν Θηβαίων πόλιν Dem. 5.10, und A.; ἐκ τοῦ ἄστεος ἐλαανειν καὶ δ. Arist. <i>Pol</i>. 5.9; μαντινεῖς ἐκ μιᾶς πόλεως εἰς [[πλείους]] Pol. 4.276, wie Xen. μαντίνεια διῳκίσθη [[τετραχῆ]] <i>Hell</i>. 5.2.7; κατὰ κώμας διῴκισε DS. 2.28; διῳκισμένοι κατὰ κώμας Dem. 19.81. Übh. = <i>[[zerstreuen]]</i>, Plat. <i>Symp</i>. 193a; <i>[[trennen]]</i>, Dion.Hal. 6.36. – Med., <i>[[ausziehen]]</i>, ἐκ Κολυττοῦ εἰς τὴν Φαίδρου οἰκίαν Lys. 32.14.
}}
{{elru
|elrutext='''διοικίζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[расселять]], [[селить врозь]] (κατὰ κώμας τινάς Dem., Diod.; τὸν ὄχλον ἐκ τοῦ ἄστεως ἀπελαύνειν καὶ δ. Arst.; τινὰς ἐκ μιᾶς πόλεως εἰς [[πλείους]] Polyb.): διῳκίσθη ἡ [[Μαντίνεια]] [[τετραχῇ]] Xen. население Мантинеи было расселено по четырем областям;<br /><b class="num">2</b> med. [[переселяться]], [[переезжать]] (ἐκ Κολλυτοῦ εἰς τὴν Φαίδρου οἰκίαν Lys.).
}}
{{ls
|lstext='''διοικίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ:-[[κάμνω]] τινὰς νὰ ζῶσι χωριστά, [[διασκορπίζω]], δ. τὰς πόλεις, [[διασπείρω]] τοὺς κατοίκους αὐτῶν, Ἰσοκρ. 91 Α, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 11· καὶ [[μᾶλλον]] ἀνεπτυγμένως, τὴν Θηβαίων πόλιν διοικιεῖν κατὰ κώμας Δημ. 59. 15· δ. Μαντινεῖς ἐκ μιᾶς πόλεως εἰς πλείους Πολύβ. 4. 27, 6. -Παθ., διῳκίσθη ἡ Μαντίνεια τετραχῆ Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 7· διῳκισμένοι κατὰ κώμας Δημ. 366. 27· ἀκολούθως γενικῶς, διασκορπίζομαι, διὰ τὴν ἀδικίαν διῳκίσθημεν ὑπὸ τοῦ θεοῦ Πλάτ. Συμπ. 193 Α· πρβλ. τὸ ἑπόμ.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διοικίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, κάνω κάποιους να ζουν [[χωριστά]], [[διασκορπίζω]], σε Δημ.— Παθ., σε Ξεν.
|lsmtext='''διοικίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, κάνω κάποιους να ζουν [[χωριστά]], [[διασκορπίζω]], σε Δημ.— Παθ., σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''διοικίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> расселять, селить врозь (κατὰ κώμας τινάς Dem., Diod.; τὸν ὄχλον ἐκ τοῦ ἄστεως ἀπελαύνειν καὶ δ. Arst.; τινὰς ἐκ μιᾶς πόλεως εἰς [[πλείους]] Polyb.): διῳκίσθη ἡ [[Μαντίνεια]] [[τετραχῇ]] Xen. население Мантинеи было расселено по четырем областям;<br /><b class="num">2)</b> med. переселяться, переезжать (ἐκ Κολλυτοῦ εἰς τὴν Φαίδρου οἰκίαν Lys.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. [[attic]] ιῶ<br />to [[cause]] to [[live]] [[apart]], Dem.: —Pass., Xen.
|mdlsjtxt=fut. [[Attic]] ιῶ<br />to [[cause]] to [[live]] [[apart]], Dem.: —Pass., Xen.
}}
}}