Anonymous

molesto: Difference between revisions

From LSJ
100 bytes added ,  28 February 2019
3
(2)
(3)
Line 10: Line 10:
{{esel
{{esel
|sltx=[[δύσκαπνος]], [[ἀηδής]], [[ἄκαιρος]], [[δυσάρεστος]], [[δυσαλθής]], [[δύσφορος]], [[δύσπρακτος]], [[δύσχρηστος]], [[ἀπηχής]], [[διάφορος]], [[ἀργαλέος]], [[ἀγανακτητός]], [[ἔμμοχθος]], [[ἀποργής]], [[ἀνιαρός]], [[ἀχθεινός]], [[ἐνοχλής]], [[ἀσηρός]], [[ἀνηρός]], [[ἀνιγρός]], [[δυσωπητικός]], [[ἀλεγεινός]]
|sltx=[[δύσκαπνος]], [[ἀηδής]], [[ἄκαιρος]], [[δυσάρεστος]], [[δυσαλθής]], [[δύσφορος]], [[δύσπρακτος]], [[δύσχρηστος]], [[ἀπηχής]], [[διάφορος]], [[ἀργαλέος]], [[ἀγανακτητός]], [[ἔμμοχθος]], [[ἀποργής]], [[ἀνιαρός]], [[ἀχθεινός]], [[ἐνοχλής]], [[ἀσηρός]], [[ἀνηρός]], [[ἀνιγρός]], [[δυσωπητικός]], [[ἀλεγεινός]]
}}
{{LaEn
|lnetxt=molesto molestare, molestavi, molestatus V :: disturb, vex, annoy, worry, trouble
}}
}}