Anonymous

συνωφρυωμένος: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synofryomenos
|Transliteration C=synofryomenos
|Beta Code=sunwfruwme/nos
|Beta Code=sunwfruwme/nos
|Definition= [[συνωφρυωμένος]]/[[συνωφρυωμένη]] or [[ξυνωφρυωμένος]]/[[ξυνωφρυωμένη]] = [[frowning]], [[frowned]], [[scowling]], [[gloomy]], [[anxious]], [[with meeting eyebrows]], [[with knitted brow]], [[with knitted brows]], [[overcast]], [[sullen]], [[pensive]]. See also: [[συνοφρυόομαι]], [[συνοφρυοῦμαι]], [[σύνοφρυς]]. Etymology: [[σύν]], [[ὀφρύς]].
|Definition= [[συνωφρυωμένος]]/[[συνωφρυωμένη]] or [[ξυνωφρυωμένος]]/[[ξυνωφρυωμένη]] = [[frowning]], [[frowned]], [[scowling]], [[gloomy]], [[anxious]], [[with meeting eyebrows]], [[with knitted brow]], [[with knitted brows]], [[overcast]], [[sullen]], [[pensive]]. Synonym: [[σύνοφρυς]]. See also: [[συνοφρυόομαι]], [[συνοφρυοῦμαι]]. Etymology: [[σύν]], [[ὀφρύς]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[συνοφρυωμένος]], που έχει συνοφρυωθεί, που δείχνει σκεφτικός και προβληματισμένος. Συνώνυμα: [[σκυθρωπός]], [[κατσούφης]], [[κατηφής]].
|mltxt=[[συνοφρυωμένος]], που έχει συνοφρυωθεί, που δείχνει σκεφτικός και προβληματισμένος. Συνώνυμα: [[σκυθρωπός]], [[κατσούφης]], [[κατηφής]].
}}
}}