Anonymous

συνοφρυωμένος: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
(Created page with "{{grml |mltxt=συνοφρυωμένος, που έχει συνοφρυωθεί, που δείχνει σκεφτικός και προβληματισμένος. Συν...")
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[συνοφρυωμένος]], που έχει συνοφρυωθεί, που δείχνει σκεφτικός και προβληματισμένος. Συνώνυμα: [[σκυθρωπός]], [[κατσούφης]], [[κατηφής]].
|mltxt=[[συνοφρυωμένος]], που έχει συνοφρυωθεί, που δείχνει σκεφτικός και προβληματισμένος. Συνώνυμα: [[σκυθρωπός]], [[κατσούφης]], [[κατηφής]]. Αρχαία: [[συνωφρυωμένος]]/[[συνωφρυωμένη]] ή [[ξυνωφρυωμένος]]/[[ξυνωφρυωμένη]]. Συνώνυμο: [[σύνοφρυς]]. Βλέπε επίσης: [[συνοφρυόομαι]], [[συνοφρυοῦμαι]]. Ετυμολογία: [[σύν]], [[ὀφρύς]].
}}
}}