Anonymous

τανθαρύζω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(40)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ή [[τανθαλύζω]] και [[τοιθορύσσω]] Α<br />[[τρέμω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τύποι του καθημερινού λεξιλογίου τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ., σχηματισμένοι με εκφραστικό αναδιπλασιασμό: [[τανθαρύζω]] <span style="color: red;"><</span> <i>θαρ</i>-<i>θαρύζω</i> (με ανομοιωτική [[τροπή]] του πρώτου -<i>ρ</i>- σε -<i>ν</i>-και του αρκτικού -<i>θ</i>- σε -<i>τ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[τονθορύζω]]). Ο τ. [[τοιθορύσσω]] έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο <i>θορ</i>-<i>θορύσσω</i> (<b>βλ. λ.</b> [[τονθορύζω]]) με ανομοιωτική [[τροπή]] του πρώτου -<i>ρ</i>-σε -<i>j</i>- (<b>πρβλ.</b> [[μάρτυρος]] <span style="color: red;"><</span> <i>μαίτυρος</i>). 'Εχει διατυπωθεί, [[τέλος]], η [[άποψη]] ότι τα ρ. συνδέονται με τους βαλτο-σλαβ. τ. με σημ. «[[τρέμω]]» (<b>πρβλ.</b> ρωσ. <i>drognutb</i>, λιθουαν. <i>drugys</i>)].
|mltxt=ή [[τανθαλύζω]] και [[τοιθορύσσω]] Α<br />[[τρέμω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τύποι του καθημερινού λεξιλογίου τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ., σχηματισμένοι με εκφραστικό αναδιπλασιασμό: [[τανθαρύζω]] <span style="color: red;"><</span> <i>θαρ</i>-<i>θαρύζω</i> (με ανομοιωτική [[τροπή]] του πρώτου -<i>ρ</i>- σε -<i>ν</i>-και του αρκτικού -<i>θ</i>- σε -<i>τ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[τονθορύζω]]). Ο τ. [[τοιθορύσσω]] έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο <i>θορ</i>-<i>θορύσσω</i> (<b>βλ. λ.</b> [[τονθορύζω]]) με ανομοιωτική [[τροπή]] του πρώτου -<i>ρ</i>-σε -<i>j</i>- (<b>πρβλ.</b> [[μάρτυρος]] <span style="color: red;"><</span> <i>μαίτυρος</i>). 'Εχει διατυπωθεί, [[τέλος]], η [[άποψη]] ότι τα ρ. συνδέονται με τους βαλτο-σλαβ. τ. με σημ. «[[τρέμω]]» (<b>πρβλ.</b> ρωσ. <i>drognutb</i>, λιθουαν. <i>drugys</i>)].
}}
{{FriskDe
|ftr='''τανθαρύζω''': {tantharúzō}<br />'''Forms''': nur in ἐκτανθαρύ<ζ>ω· [[τρέμω]] H.; Auch τανθαλύζει (cod. ταντ- alphab. unrichtig)· τρέμει. Δωριεῖς. οἱ δὲ σπαίρει H.; von τανταλίζει (s. [[Τάνταλος]]) beeinflußt. Mit ο-Vokal τοιθορύσσειν· σείειν, [[τοιθορύκτρια]]· ἡ τοὺς σεισμοὺς ποιοῦσα H. Auch ἐτανθόριζον (leg. ἐτανθάρυζον?)· ἔτρεμον H. Weitere Einzelheiten bei Debrunner IF 21, 266.<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[zittern]]<br />'''Derivative''': dazu τανθαρυστοί pl. "die Zitternden", Beiw. von ὅρμοι [[Halsbänder]] (Theopomp. Kom. 95).<br />'''Etymology''' : Volkstümliche Wörter mit Intensivreduplikation; wie zu erwarten, ohne klare Genealogie. Eine mögliche Anknüpfung bieten einige balt.-slav. Wörter für [[zittern]], z.B. russ. ''drógnutь'' [[erzittern]], [[erbeben]], ''dróžь'' f. [[Zittern]], [[Schauer]], lit. ''drugỹs'' m. ‘(kaltes) Fieber, Schmetterling’ (Fick BB 3, 163), s. Vasmer s. ''dróžь'' m. reicher Lit.; auch WP. 1, 873f., Pok.275.<br />'''Page''' 2,852
}}
}}