3,274,917
edits
(2a) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mesodmi | |Transliteration C=mesodmi | ||
|Beta Code=meso/dmh | |Beta Code=meso/dmh | ||
|Definition=ἡ, ( | |Definition=ἡ, ([[δέμω]], cf. ''EM''581.5) Att. [[μεσόμνη]] ''IG''22.1668.48, 53:—<br><span class="bld">A</span> [[tie-beam]], τοῖχοι μεγάρων καλαί τε μεσόδμαι Od.19.37, cf. 20.354 (expld. by Aristarch. as = [[μεσόστυλον|μεσόστυλα]], by others as <b class="b3">τὰ μεταξὺ τῶν δοκῶν διαστήματα</b>, cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]); κρεμάσαι χρὴ τὸν ἄνθρωπον τῶν ποδῶν πρὸς μεσόδμην Hp.''Art.''70; expld. as τὸ μέγα ξύλον ἀπὸ τοῦ ἑτέρου τοίχου πρὸς τὸν ἕτερον διῆκον Gal. ad Hp.l.c. (18(1).738), cf. ''IG''ll. cc., ''SIG'' 248 ''N''8 (Delph., iv B. C.), Q.S.13.451.<br><span class="bld">2</span> [[box amidships]], in which the mast was stepped, ἱστὸν… κοίλης ἔντοσθε μεσόδμης στῆσαν ἀείραντες Od.2.424.<br><span class="bld">3</span> [[shelf]] built between the floor of the gallery and the roof, pl., ''IG''22.1668.74, 85: sg., ib.78.<br><span class="bld">II</span> [[μεσόδμα]], Lacon. [[μεσσοδόμα]], = [[γυνή]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0138.png Seite 138]] ἡ (d. i. [[μεσοδόμη]], von [[δέμω]]), eigtl. Zwischenbau; – a) Od. 19, 37. 20, 354 werden καλαὶ μεσόδμαι neben den τοῖχοι genannt, blendenartig vertiefte Zwischenräume, zwischen vortretenden Wandpfeilern, Hesych. erkl. μεσόστυλα. – b) der Querbalken des Schiffes, der in der Mitte hohl ist, um den Mastbaum darin aufzurichten, κοίλη, Od. 2, 424. 15, 289; Ap. Rh. 1, 563. – c) später übh. ein Quer- od. Tragbalken, bes. an welchem man große Lasten wägt, Wagebalken, Hippocr., VLL. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0138.png Seite 138]] ἡ (d. i. [[μεσοδόμη]], von [[δέμω]]), eigtl. [[Zwischenbau]]; – a) Od. 19, 37. 20, 354 werden καλαὶ μεσόδμαι neben den τοῖχοι genannt, blendenartig vertiefte Zwischenräume, zwischen vortretenden Wandpfeilern, Hesych. erkl. μεσόστυλα. – b) der Querbalken des Schiffes, der in der Mitte hohl ist, um den Mastbaum darin aufzurichten, κοίλη, Od. 2, 424. 15, 289; Ap. Rh. 1, 563. – c) später übh. ein Quer- od. Tragbalken, bes. an welchem man große Lasten wägt, Wagebalken, Hippocr., VLL. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> poutre transversale où s'emboîte le mât, <i>vulg.</i> le coursier;<br /><b>2</b> [[entrecolonnement]].<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]], [[δέμω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεσόδμη:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[поперечная балка]] (кровля опиралась на систему балок поперечных - μεσόδμαι - и продольных - δοκοί) Hom.;<br /><b class="num">2</b> [[корабельная балка]] (с гнездом для мачты) Hom. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεσόδμη''': ἡ, ([[δέμω]], οἱονεὶ ἀντὶ μεσοδόμη)· - τὸ ἐν μέσῳ ἢ μεταξὺ ᾠκοδομημένον, τοῖχοι μεγάρων καλαί τε μεσόδμαι Ὀδ. Τ. 37, πρβλ. Υ. 350· [[ἔνθα]] ὁ Ἀρίσταρχος ἑρμηνεύει διὰ τοῦ μεσόστυλα (πρβλ. Ἡσύχ.), «καθ’ ἑτέρους δὲ τὰ μεταξὺ τῶν δοκῶν. [[ἔνιοι]] δέ, διαφράγματα ἢ καὶ διαστήματα μεταξὺ τῶν κιόνων, οἵ φασι περὶ τοὺς τοίχους ἦσαν» (Εὐστ.). 2) ὀπὴ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ πλοίου ἐν ᾗ ἐνεβάλλετο ὁ [[ἱστός]], «λεχθεὶς οὕτω παρὰ τὸ [[μέσον]] τῆς νηὸς δεδομῆσθαι» (Εὐστ.), ἱστόν... κοίλης [[ἔντοσθε]] μεσόδμης στῆσαν ἀείραντες Ὀδ. Β. 424., Ο. 289. 3) ἡ [[κυρία]] δοκὸς τῆς ὀροφῆς ἡ ἀνέχουσα ὅλον τὸ βάρος αὐτῆς, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 832· πρβλ. Γαλην. Λεξ. ἐν λ, καὶ τόμ. 12. 454. | |lstext='''μεσόδμη''': ἡ, ([[δέμω]], οἱονεὶ ἀντὶ μεσοδόμη)· - τὸ ἐν μέσῳ ἢ μεταξὺ ᾠκοδομημένον, τοῖχοι μεγάρων καλαί τε μεσόδμαι Ὀδ. Τ. 37, πρβλ. Υ. 350· [[ἔνθα]] ὁ Ἀρίσταρχος ἑρμηνεύει διὰ τοῦ μεσόστυλα (πρβλ. Ἡσύχ.), «καθ’ ἑτέρους δὲ τὰ μεταξὺ τῶν δοκῶν. [[ἔνιοι]] δέ, διαφράγματα ἢ καὶ διαστήματα μεταξὺ τῶν κιόνων, οἵ φασι περὶ τοὺς τοίχους ἦσαν» (Εὐστ.). 2) ὀπὴ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ πλοίου ἐν ᾗ ἐνεβάλλετο ὁ [[ἱστός]], «λεχθεὶς οὕτω παρὰ τὸ [[μέσον]] τῆς νηὸς δεδομῆσθαι» (Εὐστ.), ἱστόν... κοίλης [[ἔντοσθε]] μεσόδμης στῆσαν ἀείραντες Ὀδ. Β. 424., Ο. 289. 3) ἡ [[κυρία]] δοκὸς τῆς ὀροφῆς ἡ ἀνέχουσα ὅλον τὸ βάρος αὐτῆς, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 832· πρβλ. Γαλην. Λεξ. ἐν λ, καὶ τόμ. 12. 454. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[μεσόδμη]] και δωρ. τ. [[μεσόδμα]] και αττ. τ. [[μεσόμνη]])<br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[δοκός]] η οποία περνάει οριζόντια από τοίχο σε τοίχο και στηρίζει τη [[στέγη]], το [[μεσοδόκι]]<br /><b>2.</b> [[δοκός]] που τέμνει εγκάρσια από τη μια ώς την [[άλλη]] [[πλευρά]] το [[πλοίο]], [[πάνω]] από το [[εσωτρόπιο]], η [[μπικεριά]] («ἱστόν... κοίλης [[ἔντοσθε]] μεσόδμης στῆσαν ἀεὶραντες», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σανίδωμα]] το οποίο ήταν κατασκευασμένο [[μεταξύ]] του πατώματος της στοάς και της οροφής<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ μεσόδμαι</i><br />οι εγκάρσιες δοκοί της στέγης που στηρίζονταν σε κίονες οι οποίοι χώριζαν τον χώρο της αίθουσας [[κάτω]] από τη [[στέγη]] ( | |mltxt=η (Α [[μεσόδμη]] και δωρ. τ. [[μεσόδμα]] και αττ. τ. [[μεσόμνη]])<br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[δοκός]] η οποία περνάει οριζόντια από τοίχο σε τοίχο και στηρίζει τη [[στέγη]], το [[μεσοδόκι]]<br /><b>2.</b> [[δοκός]] που τέμνει εγκάρσια από τη μια ώς την [[άλλη]] [[πλευρά]] το [[πλοίο]], [[πάνω]] από το [[εσωτρόπιο]], η [[μπικεριά]] («ἱστόν... κοίλης [[ἔντοσθε]] μεσόδμης στῆσαν ἀεὶραντες», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σανίδωμα]] το οποίο ήταν κατασκευασμένο [[μεταξύ]] του πατώματος της στοάς και της οροφής<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ μεσόδμαι</i><br />οι εγκάρσιες δοκοί της στέγης που στηρίζονταν σε κίονες οι οποίοι χώριζαν τον χώρο της αίθουσας [[κάτω]] από τη [[στέγη]] («τοῖχοι μεγάρων καλαί τε μεσόδμαι», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] σύνθετη <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δμ</i>-<i>η</i> (μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>δεμ</i>- του ρήματος [[δέμω]]). Ο τ. [[μεσόμνη]] από [[τροπή]] του -<i>δμ</i>- σε -<i>μν</i>-]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεσόδμη:''' ἡ ([[δέμω]] αντί <i>μεσο-δόμη</i>),<br /><b class="num">1.</b> [[κάτι]] που είναι χτισμένο [[ανάμεσα]], στον πληθ., πιθ. ένα από τα κύρια στηρίγματα ή τμήματα [[μεταξύ]] των στύλων που υποστηρίζουν την [[οροφή]] ενός κτιρίου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[τμήμα]] στο [[μέσο]] ενός καραβιού, όπου τοποθετείται [[κάθετα]] το [[κατάρτι]], στο ίδ. | |lsmtext='''μεσόδμη:''' ἡ ([[δέμω]] αντί <i>μεσο-δόμη</i>),<br /><b class="num">1.</b> [[κάτι]] που είναι χτισμένο [[ανάμεσα]], στον πληθ., πιθ. ένα από τα κύρια στηρίγματα ή τμήματα [[μεταξύ]] των στύλων που υποστηρίζουν την [[οροφή]] ενός κτιρίου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[τμήμα]] στο [[μέσο]] ενός καραβιού, όπου τοποθετείται [[κάθετα]] το [[κατάρτι]], στο ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[crossbeam]], from wall to wall of a building or from side to side of a ship, in which the mast was let down (details in Bechtel Lex. s. v.; Od., Hp., Q. S.).<br />Other forms: | |etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[crossbeam]], from wall to wall of a building or from side to side of a ship, in which the mast was let down (details in Bechtel Lex. s. v.; Od., Hp., Q. S.).<br />Other forms: [[μεσόδμα]] (Delph. IVa), [[μεσόμνη]] (Att. inscr.; on the phonetics Schwyzer 208).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: Prop. "what belongs to the middle of the house", compound of [[μέσος]] and the zero grade of the word for [[house]], <b class="b3">δεμ-</b>, <b class="b3">δμ-</b>, seen in <b class="b3">δεσ-πότης</b> and <b class="b3">δά-πεδον</b> (s. vv.; cf. on [[δόμος]]) with <b class="b3">α-</b>suffix: <b class="b3">μεσό-δμ-α</b> like <b class="b3">*ἑκατόμ-βϜ-α</b> (J.Schmidt Pluralbild. 221f., Schwyzer 425 a. 449). From housebuilding the term was transferred to shipbuilding. Often the 2. member <b class="b3">-δμη</b> is directly derived from [[δέμω]] [[build]] as zero grade root-noun (cf. <b class="b3">νέο-δμα-τος</b>, <b class="b3">δέ-δμη-μαι</b>), so "middle-building"; thus Prellwitz BB 17, 172, Persson Beitr. 648, Hermann Gött. Nachr. 1943, 7; cf. also Benveniste BSL 51, 18. Sommer Nominalbild. 76 does not decide the matter. The gloss <b class="b3">μεσόδμα γυνή</b> <<b class="b3">ὡς Λάκωνες</b>> is unclear (gl. 947 has [[μεσοδόμα]]). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μεσό-δμη, ἡ, [from [[δέμω]], for [[μεσοδόμη]]<br /><b class="num">1.</b> [[something]] built [[between]]: in | |mdlsjtxt=μεσό-δμη, ἡ, [from [[δέμω]], for [[μεσοδόμη]]<br /><b class="num">1.</b> [[something]] built [[between]]: in plural, prob., the bays or compartments [[between]] the pillars that supported the [[roof]], Od.<br /><b class="num">2.</b> a box amidships in [[which]] the [[mast]] was stepped, Od. | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''μεσόδμη''': (Od., Hp., Q. S.),<br />{mesódmē}<br />'''Forms''': [[μεσόδμα]] (Delph. IV<sup>a</sup>), [[μεσόμνη]] (att. Inschr.; zum Lautlichen Schwyzer 208)<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Mittelbalken]], [[Querbalken]], von Wand zu Wand eines Gebäudes oder von Bord zu Bord eines Schiffs, in den der Mast eingelassen wurde (Einzelheiten bei Bechtel Lex. s. v.).<br />'''Etymology''' : Eig. "was zur Mitte des Hauses gehört", Zusammenbildung von [[μέσος]] und der schwundstufigen Form des in [[δεσπότης]] und [[δάπεδον]] (s. dd.; vgl. noch zu [[δόμος]]) vorliegenden Wortes für [[Haus]], δεμ-, δμ-, mittels eines α-Suffixes: [[μεσόδμα]] wie *ἑκατόμβϝα (J.Schmidt Pluralbild. 221f., Schwyzer 425 u. 449). Vom Hausbau wurde der Ausdruck auf den Schiffsbau übertragen. Oft wird das Hinterglied -δμη direkt auf [[δέμω]] [[bauen]] als schwundstufiges Wurzelnomen (vgl. νέοδματος, [[δέδμημαι]]) bezogen ("Mittelbau"); so Prellwitz BB 17, 172, Persson Beitr. 648, Hermann Gött. Nachr. 1943, 7; vgl. noch Benveniste BSL 51, 18. Sommer Nominalbild. 76 läßt die Frage unentschieden.<br />'''Page''' 2,213-214 | |ftr='''μεσόδμη''': (Od., Hp., Q. S.),<br />{mesódmē}<br />'''Forms''': [[μεσόδμα]] (Delph. IV<sup>a</sup>), [[μεσόμνη]] (att. Inschr.; zum Lautlichen Schwyzer 208)<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Mittelbalken]], [[Querbalken]], von Wand zu Wand eines Gebäudes oder von Bord zu Bord eines Schiffs, in den der Mast eingelassen wurde (Einzelheiten bei Bechtel Lex. s. v.).<br />'''Etymology''': Eig. "was zur Mitte des Hauses gehört", Zusammenbildung von [[μέσος]] und der schwundstufigen Form des in [[δεσπότης]] und [[δάπεδον]] (s. dd.; vgl. noch zu [[δόμος]]) vorliegenden Wortes für [[Haus]], δεμ-, δμ-, mittels eines α-Suffixes: [[μεσόδμα]] wie *ἑκατόμβϝα (J.Schmidt Pluralbild. 221f., Schwyzer 425 u. 449). Vom Hausbau wurde der Ausdruck auf den Schiffsbau übertragen. Oft wird das Hinterglied -δμη direkt auf [[δέμω]] [[bauen]] als schwundstufiges Wurzelnomen (vgl. νέοδματος, [[δέδμημαι]]) bezogen ("Mittelbau"); so Prellwitz BB 17, 172, Persson Beitr. 648, Hermann Gött. Nachr. 1943, 7; vgl. noch Benveniste BSL 51, 18. Sommer Nominalbild. 76 läßt die Frage unentschieden.<br />'''Page''' 2,213-214 | ||
}} | }} |