Anonymous

κρύσταλλος: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
(c2)
(CSV import)
 
(36 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=krystallos
|Transliteration C=krystallos
|Beta Code=kru/stallos
|Beta Code=kru/stallos
|Definition=ὁ, (κρύος, κρυσταίνομαι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">ice</b>, <span class="bibl">Il.22.152</span>, <span class="bibl">Od.14.477</span>, <span class="bibl">Hdt. 4.28</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>149</span>; κρύσταλλος ἐπεπήγει οὐ βέβαιος <span class="bibl">Th.3.23</span>; <b class="b3">ὁ παῖς τὸν κρύσταλλον</b> prov., of persons who cannot keep a thing, but do not wish to let it go, <span class="bibl">Zen.5.58</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> = [[νάρκη]], <b class="b2">numbness, torpor</b>, <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span> 3.155</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">rock-crystal</b>, <span class="bibl">D.P.781</span>, <span class="bibl">Str.15.1.67</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>15.8</span>, etc.: also fem., <span class="title">AP</span>9.753 (Claudian.): as Adj., οἱ κ. λίθοι <span class="bibl">D.S.2.52</span>.</span>
|Definition=ὁ, ([[κρύος]], [[κρυσταίνομαι]])<br><span class="bld">A</span> [[ice]], Il.22.152, Od.14.477, [[Herodotus|Hdt.]] 4.28, [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''149; κρύσταλλος ἐπεπήγει οὐ βέβαιος Th.3.23; [[ὁ παῖς τὸν κρύσταλλον]] [[proverb|prov.]], of persons who cannot keep a thing, but do not wish to let it go, Zen.5.58.<br><span class="bld">2</span> = [[νάρκη]], [[numbness]], [[torpor]], Opp.''H.'' 3.155.<br><span class="bld">II</span> [[rock]]-[[crystal]], D.P.781, Str.15.1.67, Ael.''NA''15.8, etc.: also fem., ''AP''9.753 (Claudian.): as adjective, οἱ κρύσταλλοι λίθοι [[Diodorus Siculus|D.S.]]2.52.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κρύσταλλος''': ὁ, ([[κρύος]], κρυσταίνω) καθαρὸς [[πάγος]], «κρούσταλλο», [[πάγος]], Λατ. glacies, Ἰλ. Χ. 152, Ὀδ. Ξ. 447, Ἡρόδ. 4. 28· [[κρύσταλλος]] ἐπεπήγει οὐ [[βέβαιος]] Θουκ. 3. 23· ― ὁ [[παῖς]] τὸν κρύσταλλον, παροιμ. «ἐπὶ τῶν [[μήτε]] κατέχειν δυναμένων [[μήτε]] μεθεῖναι βουλομένων» Ζηνοβ. V. 58 ἐν Παροιμιογρ., πρβλ. ἐπὶ πᾶσι Σοφ. Ἀποσπ. 162. 2) = νάσκη, [[τοῖος]] γὰρ [[κρύσταλλος]] ἐνίζεται [[αὐτίκα]] χειρὶ Ὀππ. Ἁλ. 3. 155. ΙΙ. ὁ καὶ ἡ, [[κρύσταλλος]] [[λίθος]], Λατ. crystallum, Διον. Ἁλ. 781, Στράβ. 717, Αἰλ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] θηλ. Ἀνθ. Π. 9. 753.
|btext=ου (ὁ, qqf ἡ)<br /><b>1</b> [[glace]], [[eau congelée]];<br /><b>2</b> [[cristal]], [[verre transparent]].<br />'''Étymologie:''' R. Κρυ, être glacé ; cf. [[κρύος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κρύσταλλος -ου, ὁ [~ κρύος] ijs:. ἀνυπόδητος διὰ τοῦ κρυστάλλου ἐπορεύετο (Socrates) liep op blote voeten over het ijs Plat. Smp. 220b. kristal:. αἱ δ’ ὑπένερθε λάλλαι κρυστάλλῳ... ἰνδάλλοντο de kiezelstenen op de bodem leken wel kristal Theocr. Id. 22.39.
}}
{{pape
|ptext=ὁ ([[κρύος]], [[κρυσταίνω]]), <i>das Eis; Il</i>. 22.152, <i>Od</i>. 14.477; ἡ [[θάλασσα]] πήγνυται καὶ ἐπὶ τοῦ κρυστάλλου στρατεύονται Her. 4.128; [[κρύσταλλος]] ἐπεπήγει Thuc. 3.23; διὰ τοῦ κρυστάλλου ἐπορεύετο Plat. <i>Symp</i>. 220b; Folgde: auch, plur., Strab. IV.204. – [[sprichwörtlich]] ὁ [[παῖς]] τὸν κρύσταλλον, Zenob. 5.58, auch Soph. frg. 162, ἐπὶ τῶν μήτε κατέχειν δυναμένων, μήτε [[μεθεῖναι]] βουλομένων. – <i>Das [[Gerinnen]], [[Erfrieren]]</i> und überhaupt <i>[[Erstarren]]</i>, [[τοῖος]] γὰρ [[κρύσταλλος]] ἐνίζεται [[αὐτίκα]] χειρί Opp. <i>Hal</i>. 3.155. – Übh. <i>[[alles]] dem Eise Ähnliche, [[Helle]] und Durchsichtige</i>, [[sowohl]] <i>der [[Krystall]], der Bergkrystall</i>, als auch [[andere]] <i>durchsichtige, [[selbst]] farbige [[Edelsteine]]</i> und <i>das Glas</i>; Strab. XV.717; Ael. <i>N.A</i>. 15.8 und andere Spätere
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ου (ὁ, qqf )<br /><b>1</b> glace, eau congelée;<br /><b>2</b> cristal, verre transparent.<br />'''Étymologie:''' R. Κρυ, être glacé ; cf. [[κρύος]].
|elrutext='''κρύσταλλος:''' ὁ, иногда Anth. ἡ<br /><b class="num">1</b> [[лед]] (κ. [[ὕδωρ]] πεπηγός ἐστιν Arst.; ἐπὶ τοῦ κρυστάλλου στρατεύεσθαι Her.): κ. ἐπεπήγει οὐ [[βέβαιος]] Thuc. лед был непрочен;<br /><b class="num">2</b> [[горный хрусталь]], [[кристалл]] (λαμπρὸς ὡς κ. NT);<br /><b class="num">3</b> [[хрустальный сосуд]] (χιονέη Anth.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 20: Line 26:
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from a derivative of kruos ([[frost]]); [[ice]], i.e. (by [[analogy]]) [[rock]] "[[crystal]]": [[crystal]].
|strgr=from a derivative of [[κρύος]] ([[frost]]); [[ice]], i.e. (by [[analogy]]) [[rock]] "[[crystal]]": [[crystal]].
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=([[κρυφαῖος]]) κρυφαίᾳ, κρυφαιον ([[κρυφᾶ]]), [[hidden]], [[secret]]: [[twice]] in L T Tr WH. ([[Aeschylus]] and [[Pindar]] [[down]].)  
|txtha=([[κρυφαῖος]]) κρυφαίᾳ, κρυφαιον ([[κρυφᾶ]]), [[hidden]], [[secret]]: [[twice]] in L T Tr WH. ([[Aeschylus]] and [[Pindar]] down.)
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η (AM [[κρύσταλλος]], ὁ)<br /><b>1.</b> [[κάθε]] στερεό υλικό του οποίου τα άτομα [[είναι]] διατεταγμένα με καθορισμένο τρόπο και το οποίο παρουσιάζει [[κανονικότητα]] στην εξωτερική του [[επιφάνεια]] ως [[αντανάκλαση]] της εσωτερικής του συμμετρίας<br /><b>2.</b> [[διαφανής]] και [[καθαρός]] [[πάγος]] ή [[στρώμα]] πάγου που σχηματίζεται με το εξωτερικό [[ψύχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λευκό]], πολύ καθαρό και διαφανές [[γυαλί]] που περιέχει [[συνήθως]] μόλυβδο<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καθετί]] διαυγές, διαφανές, σαφές<br /><b>3.</b> [[καθετί]] [[κρύο]], παγωμένο<br /><b>4.</b> <b>βοτ.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι κρύσταλλοι</i><br />νεκρά κυτταροπλασματικά έγκλειστα που σχηματίζονται ως παραπροϊόντα της ανταλλαγής της ύλης από τις χημικές αντιδράσεις οι οποίες συντελούνται στο [[κυτταρόπλασμα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) <b>φυσ.-χημ.</b> «[[υγρός]] [[κρύσταλλος]]» — υλικό το οποίο χαρακτηρίζεται από [[ρευστότητα]] [[αλλά]] διατηρεί παράλληλα και έναν βαθμό κρυσταλλικότητας, δηλ. κανονικής διάταξης τών δομικών μονάδων του<br />β) «ορεία [[κρύσταλλος]]» — σκληρή [[διαφανής]] και άχρωμη κρυσταλλική [[παραλλαγή]] του χαλαζία με υαλώδη [[λάμψη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[νάρκη]], [[λήθαργος]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ὁ παῑς τὸν κρύσταλλον» — λεγόταν για κάποιον που, ενώ δεν μπορεί να κρατήσει [[κάτι]], δεν θέλει και να το αφήσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για την ετυμολ. της λ. <b>βλ. λ.</b> [[κρύος]] (ΙΙ).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κρυστάλλι]], [[κρυσταλλίζω]], [[κρυστάλλινος]], [[κρυσταλλώδης]], [[κρυσταλλώνω]] (<i>κρυσταλλώ</i>)<br />(<b>μσν. νεοελλ.</b>) [[κρυσταλλένιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρυσταλλώνας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κρυσταλλοειδής]], [[κρυσταλλόπηκτος]], [[κρυσταλλοφανής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρυσταλλοπήξ]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>κρυσταλλοροδοκόκκινος</i>, [[κρυσταλλόσαρκος]], [[κρυσταλλόστερνος]], <i>κρυσταλόχροιος</i><br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κρυσταλλοφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρυσταλλοποιείο]], [[κρυσταλλουργία]], [[κρυσταλλουργός]], <i>κρυσταλλοχιονάτος</i>, <i>κρυσταλλοχιονοτράχηλος</i>, [[κρυσταλλωρυχείο]]].
|mltxt=ο, η (AM [[κρύσταλλος]], [[]])<br /><b>1.</b> [[κάθε]] στερεό υλικό του οποίου τα άτομα [[είναι]] διατεταγμένα με καθορισμένο τρόπο και το οποίο παρουσιάζει [[κανονικότητα]] στην εξωτερική του [[επιφάνεια]] ως [[αντανάκλαση]] της εσωτερικής του συμμετρίας<br /><b>2.</b> [[διαφανής]] και [[καθαρός]] [[πάγος]] ή [[στρώμα]] πάγου που σχηματίζεται με το εξωτερικό [[ψύχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λευκό]], πολύ καθαρό και διαφανές [[γυαλί]] που περιέχει [[συνήθως]] μόλυβδο<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καθετί]] διαυγές, διαφανές, σαφές<br /><b>3.</b> [[καθετί]] [[κρύο]], παγωμένο<br /><b>4.</b> <b>βοτ.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι κρύσταλλοι</i><br />νεκρά κυτταροπλασματικά έγκλειστα που σχηματίζονται ως παραπροϊόντα της ανταλλαγής της ύλης από τις χημικές αντιδράσεις οι οποίες συντελούνται στο [[κυτταρόπλασμα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) <b>φυσ.-χημ.</b> «[[υγρός]] [[κρύσταλλος]]» — υλικό το οποίο χαρακτηρίζεται από [[ρευστότητα]] [[αλλά]] διατηρεί παράλληλα και έναν βαθμό κρυσταλλικότητας, δηλ. κανονικής διάταξης τών δομικών μονάδων του<br />β) «ορεία [[κρύσταλλος]]» — σκληρή [[διαφανής]] και άχρωμη κρυσταλλική [[παραλλαγή]] του χαλαζία με υαλώδη [[λάμψη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[νάρκη]], [[λήθαργος]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ὁ παῖς τὸν κρύσταλλον» — λεγόταν για κάποιον που, ενώ δεν μπορεί να κρατήσει [[κάτι]], δεν θέλει και να το αφήσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για την ετυμολ. της λ. <b>βλ. λ.</b> [[κρύος]] (ΙΙ).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κρυστάλλι]], [[κρυσταλλίζω]], [[κρυστάλλινος]], [[κρυσταλλώδης]], [[κρυσταλλώνω]] (<i>κρυσταλλώ</i>)<br />(<b>μσν. νεοελλ.</b>) [[κρυσταλλένιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρυσταλλώνας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κρυσταλλοειδής]], [[κρυσταλλόπηκτος]], [[κρυσταλλοφανής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρυσταλλοπήξ]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>κρυσταλλοροδοκόκκινος</i>, [[κρυσταλλόσαρκος]], [[κρυσταλλόστερνος]], <i>κρυσταλόχροιος</i><br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κρυσταλλοφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρυσταλλοποιείο]], [[κρυσταλλουργία]], [[κρυσταλλουργός]], <i>κρυσταλλοχιονάτος</i>, <i>κρυσταλλοχιονοτράχηλος</i>, [[κρυσταλλωρυχείο]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρύσταλλος:''' ὁ ([[κρύος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[πάγος]], παγετώδες [[ψύχος]], [[κρύο]], Λατ. [[glacies]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἡ</i>, [[κρυστάλλινος]], [[διαυγής]], καθαρό [[φυσικό]] [[κρύσταλλο]], σε Ανθ.
|lsmtext='''κρύσταλλος:''' ὁ ([[κρύος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[πάγος]], παγετώδες [[ψύχος]], [[κρύο]], Λατ. [[glacies]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἡ</i>, [[κρυστάλλινος]], [[διαυγής]], καθαρό [[φυσικό]] [[κρύσταλλο]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κρύσταλλος:''' ὁ, иногда Anth. ἡ<br /><b class="num">1)</b> лед (κ. [[ὕδωρ]] πεπηγός ἐστιν Arst.; ἐπὶ τοῦ κρυστάλλου στρατεύεσθαι Her.): κ. ἐπεπήγει οὐ [[βέβαιος]] Thuc. лед был непрочен;<br /><b class="num">2)</b> горный хрусталь, кристалл (λαμπρὸς ὡς κ. NT);<br /><b class="num">3)</b> хрустальный сосуд (χιονέη Anth.).
|lstext='''κρύσταλλος''': ὁ, ([[κρύος]], [[κρυσταίνω]]) καθαρὸς [[πάγος]], «κρούσταλλο», [[πάγος]], Λατ. glacies, Ἰλ. Χ. 152, Ὀδ. Ξ. 447, Ἡρόδ. 4. 28· [[κρύσταλλος]] ἐπεπήγει οὐ [[βέβαιος]] Θουκ. 3. 23· ― ὁ [[παῖς]] τὸν κρύσταλλον, παροιμ. «ἐπὶ τῶν [[μήτε]] κατέχειν δυναμένων [[μήτε]] μεθεῖναι βουλομένων» Ζηνοβ. V. 58 ἐν Παροιμιογρ., πρβλ. ἐπὶ πᾶσι Σοφ. Ἀποσπ. 162. 2) = νάσκη, [[τοῖος]] γὰρ [[κρύσταλλος]] ἐνίζεται [[αὐτίκα]] χειρὶ Ὀππ. Ἁλ. 3. 155. ΙΙ. ὁ καὶ ἡ, [[κρύσταλλος]] [[λίθος]], Λατ. crystallum, Διον. Ἁλ. 781, Στράβ. 717, Αἰλ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] θηλ. Ἀνθ. Π. 9. 753.
}}
{{elnl
|elnltext=κρύσταλλος -ου, [~ κρύος] ijs:. ἀνυπόδητος διὰ τοῦ κρυστάλλου ἐπορεύετο (Socrates) liep op blote voeten over het ijs Plat. Smp. 220b. kristal:. αἱ δ ’ ὑπένερθε λάλλαι κρυστάλλῳ... ἰνδάλλοντο de kiezelstenen op de bodem leken wel kristal Theocr. Id. 22.39.
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[ice]] (Il.), also f. (after <b class="b3">λίθος</b>) <b class="b2">rock-crystall</b> (Str., D. S.).<br />Other forms: <b class="b3">κρόσταλλος εἶδος ὑέλου</b> H., where Latte notes "h.e. <b class="b3">κρύσταλλος</b> (<b class="b3">κρούστ-</b> S.)<br />Derivatives: <b class="b3">κρυστάλλιον</b> <b class="b2">id.</b> (PHolm.), also plant-name = <b class="b3">ψύλλιον</b> (Dsc.; because of the cooling effect, Strömberg Pflanzennamen 83); <b class="b3">κρυστάλλ-ινος</b> <b class="b2">icy-cold</b> (Hp.), <b class="b2">of rock-crystall</b> (D. C.), <b class="b3">-ώδης</b> [[icy]], [[crystalclear]] (Ptol., PHolm.); <b class="b3">κρυσταλλ-όομαι</b> [[freeze]] (Ph.), <b class="b3">-ίζω</b> <b class="b2">glow like crystal</b> (Apoc.); further <b class="b3">κρυσταίνομαι</b> [[freeze]] (Nic. Al. 314), prob. free analogical formation to <b class="b3">κρύσταλλος</b> after other cases of the interchange <b class="b3">ν</b> : <b class="b3">λ</b> (diff. Schwyzer 706; ?).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: The word is sonnected (Chantraine Formation 247, Schwyzer 484) with Lat. [[crusta]] [[bark]], [[crust]]. However, this is wrong as the Latin word has a quite different meaning: <b class="b2">the hard surface of a body, the rind, shell, crust, bark</b> which protects it' (Lewis and Short); so it has nothing to do with cold; it is used of [[flumen]], indicating a covering or crust of ice, but this is an incidental use, a metaphor, not the central aspect of the meaning. The word, then, has nothing to do with words for [[cold]], [[ice]]. (Its etymology with <b class="b3">κρύος</b> must therefore be given up; there is no other proposal.) - As Kuiper FS Kretschmer 1, 215 n. 16 remarked the word is Pre-Greek because of the suffix <b class="b3">-αλλο-</b> (all Greek words in <b class="b3">-αλλο-</b> are of Pre-Greek origin; there are no Greek words of IE origin with this suffix; it is not <b class="b3">-αλ-</b> with expressively geminated <b class="b3">λ</b> (as Chantraine often says) and not from <b class="b3">κρύ-ος</b> as then the formation cannot be explained. This is confirmed by the variant <b class="b3">κρόστ-</b>. The word means [[ice]] and was also used for rock-crystal, probably because this looks like (a piece of) ice, as it is transparant (in antiquity this was very remarkable). Pliny (37, 23) still thinks it [[is]] ice. We now know that rock-crystal is a mineral; it is quartz, a silicate (SiO₂). The semi-precious amethyst and agate are varieties. S. Beekes, FS Kortlandt.<br />See also: s. <b class="b3">κρύος</b>
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[ice]] (Il.), also f. (after [[λίθος]]) [[rock-crystall]] (Str., D. S.).<br />Other forms: <b class="b3">κρόσταλλος εἶδος ὑέλου</b> H., where Latte notes "h.e. [[κρύσταλλος]] (<b class="b3">κρούστ-</b> S.)<br />Derivatives: [[κρυστάλλιον]] <b class="b2">id.</b> (PHolm.), also plant-name = [[ψύλλιον]] (Dsc.; because of the cooling effect, Strömberg Pflanzennamen 83); <b class="b3">κρυστάλλ-ινος</b> [[icy-cold]] (Hp.), [[of rock-crystall]] (D. C.), <b class="b3">-ώδης</b> [[icy]], [[crystalclear]] (Ptol., PHolm.); <b class="b3">κρυσταλλ-όομαι</b> [[freeze]] (Ph.), <b class="b3">-ίζω</b> [[glow like crystal]] (Apoc.); further [[κρυσταίνομαι]] [[freeze]] (Nic. Al. 314), prob. free analogical formation to [[κρύσταλλος]] after other cases of the interchange [[ν]]: [[λ]] (diff. Schwyzer 706; ?).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: The word is sonnected (Chantraine Formation 247, Schwyzer 484) with Lat. [[crusta]] [[bark]], [[crust]]. However, this is wrong as the Latin word has a quite different meaning: [[the hard surface of a body]], [[the rind]], [[shell]], [[crust]], [[bark]] which protects it' (Lewis and Short); so it has nothing to do with cold; it is used of [[flumen]], indicating a covering or crust of ice, but this is an incidental use, a metaphor, not the central aspect of the meaning. The word, then, has nothing to do with words for [[cold]], [[ice]]. (Its etymology with [[κρύος]] must therefore be given up; there is no other proposal.) - As Kuiper FS Kretschmer 1, 215 n. 16 remarked the word is Pre-Greek because of the suffix <b class="b3">-αλλο-</b> (all Greek words in <b class="b3">-αλλο-</b> are of Pre-Greek origin; there are no Greek words of IE origin with this suffix; it is not <b class="b3">-αλ-</b> with expressively geminated [[λ]] (as Chantraine often says) and not from <b class="b3">κρύ-ος</b> as then the formation cannot be explained. This is confirmed by the variant <b class="b3">κρόστ-</b>. The word means [[ice]] and was also used for rock-crystal, probably because this looks like (a piece of) ice, as it is transparant (in antiquity this was very remarkable). Pliny (37, 23) still thinks it [[is]] ice. We now know that rock-crystal is a mineral; it is quartz, a silicate (SiO₂). The semi-precious amethyst and agate are varieties. S. Beekes, FS Kortlandt.<br />See also: s. [[κρύος]]
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κρύσταλλος]], ὁ, [[κρύος]]<br /><b class="num">I.</b> [[clear]] ice, ice, Lat. [[glacies]], Hom., Hdt., [[attic]]<br /><b class="num">II.</b> [[crystal]], [[rock]]-[[crystal]], Anth.
|mdlsjtxt=[[κρύσταλλος]], ὁ, [[κρύος]]<br /><b class="num">I.</b> [[clear]] ice, ice, Lat. [[glacies]], Hom., Hdt., [[Attic]]<br /><b class="num">II.</b> [[crystal]], [[rock]]-[[crystal]], Anth.
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':krÚstalloj 克呂士他羅士<p>'''詞類次數''':名詞(2)<p>'''原文字根''':結冰 讓<p>'''字義溯源''':冰,水晶;源自([[κρούω]])X*=冰凍)<p/>'''出現次數''':總共(2);啓(2)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 水晶(2) 啓4:6; 啓22:1
|sngr='''原文音譯''':krÚstalloj 克呂士他羅士<br />'''詞類次數''':名詞(2)<br />'''原文字根''':結冰 讓<br />'''字義溯源''':冰,水晶;源自([[κρούω]])X*=冰凍)<br />'''出現次數''':總共(2);啓(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 水晶(2) 啓4:6; 啓22:1
}}
{{mantoulidis
|mantxt=ὁ (=[[πάγος]]). Ἔχει σχέση μέ τό [[κρύος]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[glacies]]'', [[ice]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.23.5/ 3.23.5].
}}
}}