3,276,901
edits
(c2) |
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1") |
||
(49 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=choros | |Transliteration C=choros | ||
|Beta Code=xw=ros | |Beta Code=xw=ros | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> like [[χώρα]] ''1'', a [[definite]] [[space]], [[piece]] of [[ground]], [[place]], χῶρον μὲν πρῶτον διεμέτρεον Il.3.315; <b class="b3">διαμετρητῷ ἐνὶ χώρῳ</b> ib.344; <b class="b3">νεκύων διεφαίνετο χῶρος</b> a [[space]] [[clear]] of the [[dead]], i.e. not filled by them, 8.491; χῶρος [[ὑλήεις]], χῶρος [[ἐρῆμος]], χῶρος [[οἰοπόλος]], χῶρος [[ψαμαθώδης]], Od.14.2, Il.10.520, 13.473, ''h.Merc.''75; πίων Hes.''Op.''390; [[εὐαής]] ib.599; [[καταστύφελος]] Id.''Th.''806; [[ἀσυνήθης]] Emp.118; [[region]], [[ἀτερπής|ἀτερπὴς]] χῶρος, of the [[lower world]], Od.11.94, cf. Emp.121; so εὐσεβῶν χῶρος Lycurg.96, Pl.''Ax.''371c, cf. ''IG''12(7).115.20 (Amorgos); χῶρος ἀσεβῶν Pl.''Ax.''371e, Luc.''Nec.''12; ὁ [[περίγειος]] χῶρος the [[region]] of this [[world]], τὸν π. καταλελοιπότες χῶρον μετεωροπολεῖν ἐγνώκασιν Ph.1.196; δένδρε' ἔθαλλεν χ. Pi.''O.''3.23: pl., [[Herodotus|Hdt.]]2.178; Βρόμιος δ' ἔχει τὸν χῶρον A.''Eu.''24; θηρῶν οὓς ὅδ' ἔχει χῶρος S.''Ph.''1148 (lyr.); Μακραὶ δὲ χῶρός ἐστ' ἐκεῖ κεκλημένος; [[Euripides|E.]]''[[Ion]]''283; πόδες δέ οἱ οὐχ ἑνὶ χώρῳ Call.''Del.''192.<br><span class="bld">2</span> [[space]], [[compass]], ποιῆσαι ἐν βραχεῖ χώρῳ τὴν δύναμιν Plb.11.1.3.<br><span class="bld">II</span> [[land]], [[country]], [[Herodotus|Hdt.]]4.30; ὁ Λιβυκὸς χῶρος [[varia lectio|v.l.]] in Id.2.19; τοῦ Ἀταρνέος ἐστὶ χῶρος Id.1.160; τῆς Ἀραβίης 2.75: pl., [[land]]s, τῶν Θηβαίων ἔκειρε τοὺς χ. Id.9.15, cf. [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''1126: metaph., τὸ γὰρ νεάζον ἐν τοιοῖσδε βόσκεται χ. Id.''Tr.''145; χῶρος… οὗτος (leg. [[αὑτός]]) ἀνθρώπου φρενῶν Id.''Fr.'' 910.<br><span class="bld">2</span> [[landed property]], [[estate]], Axiop.5, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''7.4.6.<br><span class="bld">3</span> the [[country]], opp. the [[town]], ἐν τῷ χ. καὶ ἐν τῷ ἄστει Id.''Oec.''5.4, cf. 11.18; σπείρω τ' ἄρουραν . . Βερέκυντα χ. A.''Fr.''158.<br><span class="bld">4</span> [[country town]], IG12(9).189.26 (Eretria, iv B. C., pl.); ὁ χῶρος ὁ Μοττιανῶν κτλ. ''LW''1745 (Gergis).—Rare in pure Att. Prose (Th.2.20, 7.78, [[falsa lectio|f.l.]] in Antipho 3.2.8), but common in X.<br><span class="bld">5</span> [[northwest wind]], Lat. [[caurus]], [[corus]], Act.Ap.27.12. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1388.png Seite 1388]] ὁ, 1) | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1388.png Seite 1388]] ὁ, 1) [[Raum]], [[Platz]], [[Stelle]], [[Gegend]], [[Ort]]; oft bei Hom. u. Folgdn; χῶρον μὲν πρῶτον διεμέτρεον Il. 3, 315; ὅτε δή ῥ' ἐς χῶρον ἕνα ξυνιόντες ἵκοντο 4, 446; [[ὀλίγος]] δ' ἔτι [[χῶρος]] ἐρύκει 20, 161; [[χῶρος]] [[ἐρῆμος]], [[οἰόπολος]], 10, 520. 13, 473; [[Raum]], [[Platz]], [[Zwischenraum]], 8, 491. 10, 199, wie D. Hal. 8, 67; [[πίων]], [[εὐαής]], [[καταστάφυλος]], Hes. O. 392. 601 Th. 806, u. sonst; Pind. Ol. 3, 27 P. 4, 209; Tragg., Βρόμιος ἔχει τὸν χῶρον Aesch. Eum. 24; θηρῶν οὓς ὅδ' ἔχει [[χῶρος]] Soph. Phil. 1133; das Gebiet einer Stadt, Her. 1, 160; und so auch im plur., 9, 15; wie bei den Att. nur [[χώρα]] gebraucht wird; – ἐν βραχεῖ χώρῳ ποιήσας τὴν ὅλην δύναμιν Pol. 11, 1,3. – 2) [[Ackerland]], [[Landgut]], Xen. Cyr. 7, 4,6. – ([[χάω]], [[χανδάνω]] sind als Stamm anzusehen.) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />espace, <i>d'où</i><br /><b>1</b> [[intervalle entre]] : νεκύων IL entre les morts;<br /><b>2</b> [[emplacement déterminé]], [[lieu limité]] ; [[χῶρος]] [[ὅδε]], [[οὗτος]], <i>etc.</i> le lieu, le pays que voici ; [[χῶρος]] ἀσεβῶν LUC séjour des impies;<br /><b>3</b> [[pays]], [[région]], [[contrée]] ; territoire d'une cité;<br /><b>4</b> [[espace de la campagne]], [[campagne]] ; <i>particul.</i> [[bien de campagne]], [[fonds de terre]].<br />'''Étymologie:''' R. Χα, être ouvert ; cf. [[χώρα]], [[χωρίς]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χῶρος:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[место]], [[местность]] ([[ὑλήεις]] Hom.; [[πίων]] Hes.): ἔχειν χῶρόν τινα Aesch. жить в какой-л. местности;<br /><b class="num">2</b> [[пространство]], [[промежуток]]: [[ὅθι]] διεφαίνετο χ. Hom. где было видно свободное пространство;<br /><b class="num">3</b> тж. pl. [[край]], [[область]], [[страна]] (τῆς Ἀραβίης χ., οἱ τῶν Θηβαίων χῶροι Her.);<br /><b class="num">4</b> [[деревня]] (ἀπὸ τοῦ χώρου εἰς [[ἄστυ]] Xen.);<br /><b class="num">5</b> [[земельный участок]], [[поле]] Xen. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χῶρος''': ὁ· ([[ἄγνωστος]] ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως)· - ὡς τὸ [[χώρα]] Ι, [[τόπος]],κεχωρισμένον [[μέρος]] ἐδάφους, [[μέρος]], χῶρον μὲν πρῶτον διεμέτρεον, «τὸν τόπον ... πᾶν τὸ [[χωρίον]] ἐν ᾧ ἔμελλον μονομαχήσειν» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 315· διαμετρητῷ ἑνὶ [[χῶρος]], «[[ὅπου]] καθαρὸς καὶ διατρανὴς ἦν ὁ [[τόπος]] ἀπὸ τῶν νεκρῶν» (Σχόλ.), Θ. 491, Κ. 199· χ. [[ὑλήεις]], ἔρημος, οἱοπόλος, [[ψαμαθώδης]] Ὀδ. Ξ. 2, Ἰλ. Κ. 520, Ν. 472, κ. ἀλλ.· [[πίων]] Ἡσ. Ἔργα καὶ Ἡμ. 388· εὐαὴς [[αὐτόθι]] 597· [[καταστύφελος]] Ἡσ. Θεογ. 806· οὕτω, δένδρε’ ἔθαλλον χ. Πινδ. Ο. 3. 40· | |lstext='''χῶρος''': ὁ· ([[ἄγνωστος]] ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως)· - ὡς τὸ [[χώρα]] Ι, [[τόπος]],κεχωρισμένον [[μέρος]] ἐδάφους, [[μέρος]], χῶρον μὲν πρῶτον διεμέτρεον, «τὸν τόπον ... πᾶν τὸ [[χωρίον]] ἐν ᾧ ἔμελλον μονομαχήσειν» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 315· διαμετρητῷ ἑνὶ [[χῶρος]], «[[ὅπου]] καθαρὸς καὶ διατρανὴς ἦν ὁ [[τόπος]] ἀπὸ τῶν νεκρῶν» (Σχόλ.), Θ. 491, Κ. 199· χ. [[ὑλήεις]], ἔρημος, οἱοπόλος, [[ψαμαθώδης]] Ὀδ. Ξ. 2, Ἰλ. Κ. 520, Ν. 472, κ. ἀλλ.· [[πίων]] Ἡσ. Ἔργα καὶ Ἡμ. 388· εὐαὴς [[αὐτόθι]] 597· [[καταστύφελος]] Ἡσ. Θεογ. 806· οὕτω, δένδρε’ ἔθαλλον χ. Πινδ. Ο. 3. 40· συχν. [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ. (π.χ. 2. 178), καὶ Τραγ· Βρόμιος δ’ ἔχει τὸν χῶρον Αἰσχύλ. Εὐμ. 24· θηρῶν οὓς ὅδ’ ἔχει [[χῶρος]] Σοφ. Φιλ. 1148· Μακραὶ δὲ χὼρός ἐστ’ [[ἐκεῖ]] κεκλημένος Εὐρ. Ἴων. 283, κλπ.· - ποιήσας ἐν βραχεῖ χώρῳ τὴν ὅλην δύναμιν, συμπυκνώσας ἐντὸς μικροῦ χώρου τὴν ὅλην δύναμιν, Πολύβ. 11. 1, 3· - μεταφορ., [[χῶρος]] ... [[οὗτος]] ἀνθρώπου φρενῶν Σοφ. Ἀποσπ. 757, πρβλ. Τραχ. 145. ΙΙ [[χώρα]], γῆ, Ἡρόδ. 4. 30· ὁ Λιβυκὸς χ. ὁ αὐτ. 2. 19· τοῦ Ἀταρνέος χ. ὁ αὐτ. 1. 160· τῆς Ἀραβίης 2. 75· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., χῶραι, τῶν Θηβαίων ἕκειρε τοὺς χώρους ὁ αὐτ. 9. 15, πρβλ. Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1126· μεταφορ., τὸ γὰρ νεάζον ἐν τοιοῖσδε βόσκεται χώροις ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 145. 2) [[περιουσία]] κτηματική, [[κτῆμα]] «ὑποστατικὸν», Ξεν. Οἰκ. 11, 18· Κύρου Παιδ. 7. 4, 6 3) ἡ [[ἐξοχή]], οἱ ἀγροί, Λατ. rus, ἐν τῷ χώρῳ καὶ ἐν τῷ ἄστει ὁ αὐτ. Οἰκ. 5, 4, πρβλ. 11, 18ι μετὰ τοῦ ἄρουρα, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155. ΙΙΙ. χ. ὁ [[περίγειος]] = orbis terrarum, Φίλων, Ἐκκλ. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[σπανία]] παρὰ τοῖς Ἀττ. πεζογράφοις πλὴν παρὰ Ξεν. πρβλ. [[χώρα]] ἐν τέλει. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=(-ος, -ον.) | |sltr=(-ος, -ον.) [[ground]], [[place]], [[land]] ἀλλ' οὐ καλὰ δένδρἐ ἔθαλλεν [[χῶρος]] (O. 3.23) ἑὸν ἐρημώσαισα χῶρον (''[[sc.]]'' [[δρῦς]]) (P. 4.269) Εὐρίπου τε συνέτεινε χῶρον (Pae. 9.49) ὀδμὰ δ' ἐρατὸν κατὰ χῶρον κίδναται Θρ. 7. 8. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 32: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο / [[χῶρος]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[μέρος]] εδάφους, εδαφική [[έκταση]] (α. «ο [[χώρος]] της πλατείας» β. «πίονα χῶρον ναίουσιν», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> απεριόριστο [[διάστημα]] τριών διαστάσεων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διάστημα]] [[κενό]], ελεύθερη [[έκταση]] (α. «ο [[χώρος]] [[ανάμεσα]] στις σειρές τών θρανίων» β. «δεν υπάρχει [[άλλος]] [[χώρος]] στη [[βιβλιοθήκη]]» γ. «στην [[αίθουσα]] υπάρχει [[χώρος]] και για άλλους μαθητές» δ. «οι χώροι του αυτοκινήτου»)<br /><b>2.</b> [[περιβάλλον]] («το [[σπίτι]] τους δεν [[είναι]] [[κατάλληλος]] [[χώρος]] για να μεγαλώσει ένα [[παιδί]]»)<br /><b>3.</b> [[δωμάτιο]] («το [[σπίτι]] μας έχει πολύ μεγάλους χώρους»)<br /><b>4.</b> η τρισδιάστατη [[έκταση]] την οποία καταλαμβάνει ένα υλικό [[σώμα]] («το [[γραφείο]] πιάνει πολύ χώρο»)<br /><b>5.</b> <b>(φιλοσ.)</b> η δεύτερη, σε [[συσχέτιση]] με τον χρόνο και αδιάσπαστα συνδεδεμένη με αυτόν, [[θεμελιώδης]] [[έννοια]], που προσδιορίζει μια αντικειμενική και καθολική [[μορφή]] του Είναι, η οποία ανακλά το τρισδιάστατο, [[άπειρο]], ομογενές και ισότροπο συνεχές και εκφράζει την [[τάξη]] συνύπαρξης τών αντικειμένων και συστημάτων του πραγματικού κόσμου, τη [[θέση]], τις διαστάσεις, το [[μέγεθος]], την [[έκταση]] και τις αποστάσεις τους<br /><b>6.</b> <b>μαθημ.</b> α) ο R<sup>3</sup>, που αποτελείται από διατεταγμένες τριάδες πραγματικών αριθμών, ή ένα κατάλληλο υποσύνολό του<br />β) [[σύνολο]] εφοδιασμένο με μία ή περισσότερες δομές<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «δουγλάσειος [[χώρος]]»<br /><b>ανατ.</b> [[κόλπωμα]] του τοιχωματικού περιτοναίου [[μεταξύ]] μήτρας και ορθού εντέρου, που [[είναι]] ο [[οπίσθιος]] δουγλάσειος, και μήτρας και ουροδόχου κύστης, που [[είναι]] ο [[πρόσθιος]] δουγλάσειος, στη [[γυναίκα]]<br />β) «[[εναέριος]] [[χώρος]]»<br /><b>(νομ.)</b> ο [[χώρος]] της ατμόσφαιρας [[πάνω]] από μια εδαφική ή θαλάσσια [[έκταση]]<br />γ) «[[εθνικός]] [[εναέριος]] [[χώρος]]»<br /><b>(νομ.)</b> ο [[χώρος]] της ατμόσφαιρας [[πάνω]] από την εδαφική και θαλάσσια [[έκταση]] που περικλείεται από τα [[σύνορα]] ενός κράτους και ο [[οποίος]] υπάγεται στην [[κυριαρχία]] του<br />δ) «επιτυμπάνιος [[χώρος]]»<br /><b>ανατ.</b> το [[τμήμα]] της κοιλότητας του τυμπάνου που εκτείνεται [[πάνω]] από το επίπεδο του τυμπανικού υμένα, αλλ. [[αττικός]] [[χώρος]]<br />ε) «ευκλείδιος [[χώρος]] <i>ν</i> διαστάσεων»<br /><b>μαθημ.</b> [[σύνολο]] του οποίου τα [[σημεία]] μπορούν να τεθούν σε αμφιμονοσήμαντη [[αντιστοιχία]] με τα τακτικά συστήματα <i>ν</i> πραγματικών αριθμών και στα οποία έχει οριστεί ένα μονόμετρο γινόμενο<br />στ) «[[ζωτικός]] [[χώρος]]» — <b>βλ.</b> [[ζωτικός]]<br />ζ) «μεσοκυττάριοι χώροι»<br /><b>βοτ.</b> οι χώροι που βρίσκονται [[μεταξύ]] τών κυττάρων σε όλους τους φυτικούς ιστούς και ιδιαίτερα στους παρεγχυματικούς<br />η) «[[οικονομικός]] [[χώρος]]»<br /><b>(οικον.)</b> ο [[χώρος]] [[μέσα]] στον οποίο διαμορφώνονται τα οικονομικά μεγέθη<br />θ) «[[χώρος]] πρασίνου» ή «[[πράσινος]] [[χώρος]]» — [[έκταση]] δενδροφυτευμένη ή σπαρμένη με [[χλόη]] στα όρια ενός οικισμού<br />ι) «[[χώρος]] τεσσάρων διαστάσεων»<br /><b>φυσ.</b> ο [[χωρόχρονος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χώρα]] ( | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο / [[χῶρος]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[μέρος]] εδάφους, εδαφική [[έκταση]] (α. «ο [[χώρος]] της πλατείας» β. «πίονα χῶρον ναίουσιν», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> απεριόριστο [[διάστημα]] τριών διαστάσεων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διάστημα]] [[κενό]], ελεύθερη [[έκταση]] (α. «ο [[χώρος]] [[ανάμεσα]] στις σειρές τών θρανίων» β. «δεν υπάρχει [[άλλος]] [[χώρος]] στη [[βιβλιοθήκη]]» γ. «στην [[αίθουσα]] υπάρχει [[χώρος]] και για άλλους μαθητές» δ. «οι χώροι του αυτοκινήτου»)<br /><b>2.</b> [[περιβάλλον]] («το [[σπίτι]] τους δεν [[είναι]] [[κατάλληλος]] [[χώρος]] για να μεγαλώσει ένα [[παιδί]]»)<br /><b>3.</b> [[δωμάτιο]] («το [[σπίτι]] μας έχει πολύ μεγάλους χώρους»)<br /><b>4.</b> η τρισδιάστατη [[έκταση]] την οποία καταλαμβάνει ένα υλικό [[σώμα]] («το [[γραφείο]] πιάνει πολύ χώρο»)<br /><b>5.</b> <b>(φιλοσ.)</b> η δεύτερη, σε [[συσχέτιση]] με τον χρόνο και αδιάσπαστα συνδεδεμένη με αυτόν, [[θεμελιώδης]] [[έννοια]], που προσδιορίζει μια αντικειμενική και καθολική [[μορφή]] του Είναι, η οποία ανακλά το τρισδιάστατο, [[άπειρο]], ομογενές και ισότροπο συνεχές και εκφράζει την [[τάξη]] συνύπαρξης τών αντικειμένων και συστημάτων του πραγματικού κόσμου, τη [[θέση]], τις διαστάσεις, το [[μέγεθος]], την [[έκταση]] και τις αποστάσεις τους<br /><b>6.</b> <b>μαθημ.</b> α) ο R<sup>3</sup>, που αποτελείται από διατεταγμένες τριάδες πραγματικών αριθμών, ή ένα κατάλληλο υποσύνολό του<br />β) [[σύνολο]] εφοδιασμένο με μία ή περισσότερες δομές<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «δουγλάσειος [[χώρος]]»<br /><b>ανατ.</b> [[κόλπωμα]] του τοιχωματικού περιτοναίου [[μεταξύ]] μήτρας και ορθού εντέρου, που [[είναι]] ο [[οπίσθιος]] δουγλάσειος, και μήτρας και ουροδόχου κύστης, που [[είναι]] ο [[πρόσθιος]] δουγλάσειος, στη [[γυναίκα]]<br />β) «[[εναέριος]] [[χώρος]]»<br /><b>(νομ.)</b> ο [[χώρος]] της ατμόσφαιρας [[πάνω]] από μια εδαφική ή θαλάσσια [[έκταση]]<br />γ) «[[εθνικός]] [[εναέριος]] [[χώρος]]»<br /><b>(νομ.)</b> ο [[χώρος]] της ατμόσφαιρας [[πάνω]] από την εδαφική και θαλάσσια [[έκταση]] που περικλείεται από τα [[σύνορα]] ενός κράτους και ο [[οποίος]] υπάγεται στην [[κυριαρχία]] του<br />δ) «επιτυμπάνιος [[χώρος]]»<br /><b>ανατ.</b> το [[τμήμα]] της κοιλότητας του τυμπάνου που εκτείνεται [[πάνω]] από το επίπεδο του τυμπανικού υμένα, αλλ. [[αττικός]] [[χώρος]]<br />ε) «ευκλείδιος [[χώρος]] <i>ν</i> διαστάσεων»<br /><b>μαθημ.</b> [[σύνολο]] του οποίου τα [[σημεία]] μπορούν να τεθούν σε αμφιμονοσήμαντη [[αντιστοιχία]] με τα τακτικά συστήματα <i>ν</i> πραγματικών αριθμών και στα οποία έχει οριστεί ένα μονόμετρο γινόμενο<br />στ) «[[ζωτικός]] [[χώρος]]» — <b>βλ.</b> [[ζωτικός]]<br />ζ) «μεσοκυττάριοι χώροι»<br /><b>βοτ.</b> οι χώροι που βρίσκονται [[μεταξύ]] τών κυττάρων σε όλους τους φυτικούς ιστούς και ιδιαίτερα στους παρεγχυματικούς<br />η) «[[οικονομικός]] [[χώρος]]»<br /><b>(οικον.)</b> ο [[χώρος]] [[μέσα]] στον οποίο διαμορφώνονται τα οικονομικά μεγέθη<br />θ) «[[χώρος]] πρασίνου» ή «[[πράσινος]] [[χώρος]]» — [[έκταση]] δενδροφυτευμένη ή σπαρμένη με [[χλόη]] στα όρια ενός οικισμού<br />ι) «[[χώρος]] τεσσάρων διαστάσεων»<br /><b>φυσ.</b> ο [[χωρόχρονος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χώρα]] («τοῦ Λιβυκοῦ λεγομένου χώρου», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> κτηματική [[περιουσία]]<br /><b>3.</b> η ύπαιθρος<br /><b>4.</b> [[περιοχή]] («ἐν Ἀρκαδίᾳ δὲ χώρᾳ ἐστὶν ἱερὸν Πανός», Αιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[χώρα]], αρσενικού γένους. Η λ. [[χώρος]], [[ωστόσο]], δεν χρησιμοποιείται με τις ειδικές σημ. της λ. [[χώρα]] (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[χώρα]])].<br /><b>(II)</b><br />ὁ, Α<br />ο [[βορειοδυτικός]] [[άνεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>caurus</i> / <i>c</i><i>ō</i><i>rus</i> «[[είδος]] ανέμου»]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χῶρος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[μέρος]] γης, γη, [[τόπος]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> γη, [[χώρα]], σε Ηρόδ.· σε πληθ., χώρες, τόποι, στον ίδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[περιουσία]], [[κτήμα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[χώρα]], [[εξοχή]], Λατ. [[rus]], στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.). | |lsmtext='''χῶρος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[μέρος]] γης, γη, [[τόπος]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> γη, [[χώρα]], σε Ηρόδ.· σε πληθ., χώρες, τόποι, στον ίδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[περιουσία]], [[κτήμα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[χώρα]], [[εξοχή]], Λατ. [[rus]], στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[χῶρος]], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> a [[piece]] of [[ground]], [[ground]], [[place]], Hom., etc.<br /><b class="num">II.</b> a [[land]], [[country]], Hdt.; in | |mdlsjtxt=[[χῶρος]], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> a [[piece]] of [[ground]], [[ground]], [[place]], Hom., etc.<br /><b class="num">II.</b> a [[land]], [[country]], Hdt.; in plural lands, places, Hdt., Soph.<br /><b class="num">2.</b> [[land]], an [[estate]], Xen.<br /><b class="num">3.</b> the [[country]], Lat. rus, Xen. [deriv. uncertain] | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':cîroj 何羅士< | |sngr='''原文音譯''':cîroj 何羅士<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':西北<br />'''字義溯源''':西北風,(吹向)東南,西北<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 西北(1) 徒27:12 | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[place]], [[room]] | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Συγγενικό μέ τά: χῆρα, [[χῆρος]], [[χῆτος]], [[χωρίς]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[χώρα]], [[χωράφιον]], [[χωρέω]] χωρῶ (=[[προχωρῶ]]), [[χώρημα]], [[ἀναχώρημα]], [[παραχώρημα]], [[ὑποχώρημα]], [[ὑποχώρησις]], [[ἀναχώρησις]], [[ἀποχώρησις]], [[ἀντιμεταχώρησις]], [[παραχώρησις]], [[προχώρησις]], [[συγχώρησις]], [[ὑπαναχώρησις]], [[ὑποχώρησις]], [[χωρητέον]], [[χωρητός]], [[χωρητικός]], [[ἀναχωρητής]] (=[[μοναχός]]), [[στενοχωρῶ]]. | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[locus]]'', [[place]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.20.4/ 2.20.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.25.2/ 2.25.2],<br><i>item</i> <i>likewise</i> [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%202.101.2/ 2.101.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.102.7/ 3.102.7]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.78.4/ 7.78.4],<br>''[[oppidum]]'', [[town]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.19.2/ 2.19.2], [<i>vulgo</i> <i>commonly</i> χωρίον] | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[place]]=== | |||
Albanian: vend; Amharic: ቦታ; Apache Western Apache: gozsʼa̜a̜ge; Ainu: ウシ; Arabic: مَكَان; Egyptian Arabic: مكان, حتة; Hijazi Arabic: مَكان, مَحَل; Moroccan Arabic: بلاصة, موضع; Sudanese Arabic: بكأن, حتة; Armenian: տեղ; Aromanian: loc; Ashkun: tana; Assamese: ঠাই; Asturian: llugar; Azerbaijani: yer, məkan, məhəl, cay, məhəl, cay; Baluchi: ہند; Bashkir: урын, ер; Basque: leku, toki; Belarusian: месца; Bengali: জায়গা; Brunei Malay: tampat; Bulgarian: място; Burmese: နေရာ; Catalan: lloc, indret; Chichewa: malo; Chinese Cantonese: 地方; Dungan: дифон; Hakka: 地方; Mandarin: 地方; Min Nan: 所在; Wu: 地方; Coptic: ⲙⲁ; Crimean Tatar: yer; Czech: místo; Dalmatian: luc; Danish: sted, plads, placering, post; Dutch: [[plaats]]; Esperanto: loko; Estonian: paik, koht; Even: билэк, буг; Evenki: билэ; Farefare: zẽ'a; Faroese: staður; Finnish: paikka, mesta, tila; French: [[lieu]], [[endroit]], [[place]]; Friulian: lûc, puest, sît; Galician: lugar; Georgian: ადგილი, მდებარეობა, ადგილ-მდებარეობა; German: [[Platz]], [[Ort]], [[Stelle]], [[Position]]; Gothic: 𐍃𐍄𐌰𐌸𐍃; Greek: [[τόπος]], [[θέση]], [[περιοχή]], [[τοποθεσία]], [[μέρος]], [[σημείο]], [[χώρος]]; Ancient Greek: [[ἕδρα]], [[ἕδρη]], [[τόπιον]], [[τόπος]], [[χώρα]], [[χώρη]], [[χωρίον]], [[χῶρος]]; Guaraní: tenda; Gujarati: સ્થળ; Haitian Creole: andwa, kote; Hebrew: מָקוֹם, מיקום; Hindi: जगह, मकान, स्थान; Hungarian: hely; Ibanag: gian; Icelandic: staður; Ido: loko; Ilocano: yan; Indonesian: tempat; Ingrian: paikka, siha, kohta; Irish: áit; Old Irish: port, áitt; Isnag: xiyan; Italian: [[luogo]], [[posto]], [[posizione]]; Japanese: 場所, 位置, 所, 所, 空間, 余地; Javanese: panggonan; Jersey Dutch: pläk; Kamkata-viri: tõ; Kannada: ಸ್ಥಳ; Kazakh: орын; Khmer: កន្លែង; Korean: 장소(場所), 터, 곳, 위치(位置); Kurdish Central Kurdish: جێگھ, شوێن; Northern Kurdish: cih, der; Kyrgyz: орун; Ladin: luega; Lao: ສະຖານທີ່, ບ່ອນ; Latin: [[locus]], [[positio]], [[status]]; Latvian: vieta; Lithuanian: vieta; Macedonian: место; Malay: tempat; Malayalam: സ്ഥലം; Maltese: lok; Manchu: ᠪᠠ, ᠪᠠ; ᠨᠠ, ᠣᡵᠣᠨ; Maori: wāhi; Marathi: जागा; Middle English: stede, place; Mingrelian: არდგილი; Mongolian Cyrillic: газар; Classical Mongolian: ᠣᠷᠤᠨ, ᠭᠠᠵᠠᠷ; Moore: zĩiga; Mwali Comorian: pvahano; Mwani: maala; Nanai: бэун, боа; Nepali: स्थान; Northern Sami: báiki; Northern Thai: ᨷᩁᩥᩅᩮ᩠ᨱ; Norwegian: sted; Occitan: luòc, luec; Old Church Slavonic Cyrillic: мѣсто; Old English: stōw; Oromo: bakka; Papiamentu: lugá; Pashto: ځای, مکان; Persian: محل, جا, مکان; Plautdietsch: Städ; Polish: miejsce; Portuguese: [[lugar]], [[local]]; Quechua: kuska; Romani: than; Romanian: loc; Romansch: lieu, liug, liac, li, lö; Russian: [[место]]; Rwanda-Rundi: ahantu; Sanskrit: स्थान; Sardinian: logu, locu; Scots: steid; Scottish Gaelic: àite, ionad; Serbo-Croatian Cyrillic: ме̏сто, мје̏сто; Roman: mȅsto, mjȅsto; Sicilian: locu; Sinhalese: ස්ථානය; Skolt Sami: päi´ǩǩ; Slovak: miesto; Slovene: kràj, mésto; Sorbian Lower Sorbian: městno; Spanish: [[lugar]], [[sitio]]; Swahili: pahali; Swedish: plats, placering, post, säte, ställe; Sylheti: ꠎꠦꠉꠣ; Tagalog: pook, lugar; Tajik: ҷой, макон, маҳал; Tamil: இடம்; Tatar: тур, урын; Telugu: స్థానము; Thai: บริเวณ, สถานที่; Tibetan: ས་ཆ; Tigrinya: ቦታ; Tocharian B: wṣeñña, īke; Tok Pisin: hap, ples; Turkish: yer, mekân; Turkmen: orun, ýer; Ugaritic: 𐎎𐎋𐎐𐎚; Ukrainian: мі́сце; Urdu: جگہ, مکان; Uyghur: ئورۇن, جاي; Uzbek: oʻrin, joy; Venetian: łógo, lógo, logo, liogo; Vietnamese: nơi, chỗ, chốn; Walloon: plaece; West Frisian: plak; White Yakut: орун; Yiddish: אָרט; Zazaki: ca; Zhuang: dieg, deihfueng; ǃXóõ: sīi, ǂùã | |||
}} | }} |