3,273,773
edits
(cc2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=neoterikos | |Transliteration C=neoterikos | ||
|Beta Code=newteriko/s | |Beta Code=newteriko/s | ||
|Definition= | |Definition=νεωτερική, νεωτερικόν,<br><span class="bld">A</span> [[natural to a youth]], [[youthful]], ἀγωγή Plb.10.21.7; αὐθάδεια J.''AJ''16.11.8; ἐπιθυμίαι ''2 Ep.Ti.''2.22; ἁμαρτήματα Vett.Val.118.3. Adv. [[νεωτερικῶς]] Plu.''Dio''4.<br><span class="bld">II</span> [[modern in style]], κάτοπτρον ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1449.56 (iii A.D.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=wie [[νεανικός]], <i>was einem jüngeren Manne, [[νεώτερος]], ansteht, ihm zukommt</i>, νεωτερικὴ [[ἀγωγή]], ζῆλοι, <i>[[jugendlicher]] [[Eifer]]</i>, Pol. 10.24.7 und Sp.; auch adv., wie Plut. <i>Dion</i> 4. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεωτερικός:''' [[юношеский]], [[свойственный молодости]] (ζῆλοι, [[ἀγωγή]] Polyb.; ἐπιθυμίαι NT). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νεωτερικός]], -ή, -όν (ΑΜ) [[νεώτερος]]<br /><b>1.</b> [[νέος]], [[πρόσφατος]]<br /><b>2.</b> [[νεωτεριστικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επαναστατικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔρχομαι]] εἰς λόγους νεωτερικούς» <br />α) [[ανταλλάσσω]] με κάποιον βρισιές, [[διαπληκτίζομαι]]<br />β) [[απειλώ]] με [[στάση]], με [[επανάσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει στους νέους, [[νεανικός]] («τὰς δὲ νεωτερικὰς ἐπιθυμίας φεῡγε», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) αυτός που έχει νέα, [[μορφή]], [[μοντέρνος]] («[[κάτοπτρον]] νεωτερικόν», πάπ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νεωτερικῶς</i> (Α)<br />με νεωτερικό τρόπο, με τρόπο που αρμόζει στους νέους («καὶ νεωτερικῶς προσδοκήσας ὑπὸ τῶν αὐτῶν λόγων ὅμοια πείθεσθαι», <b>Πλούτ.</b>). | |mltxt=[[νεωτερικός]], -ή, -όν (ΑΜ) [[νεώτερος]]<br /><b>1.</b> [[νέος]], [[πρόσφατος]]<br /><b>2.</b> [[νεωτεριστικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επαναστατικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔρχομαι]] εἰς λόγους νεωτερικούς» <br />α) [[ανταλλάσσω]] με κάποιον βρισιές, [[διαπληκτίζομαι]]<br />β) [[απειλώ]] με [[στάση]], με [[επανάσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει στους νέους, [[νεανικός]] («τὰς δὲ νεωτερικὰς ἐπιθυμίας φεῡγε», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) αυτός που έχει νέα, [[μορφή]], [[μοντέρνος]] («[[κάτοπτρον]] νεωτερικόν», πάπ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νεωτερικῶς</i> (Α)<br />με νεωτερικό τρόπο, με τρόπο που αρμόζει στους νέους («καὶ νεωτερικῶς προσδοκήσας ὑπὸ τῶν αὐτῶν λόγων ὅμοια πείθεσθαι», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':newterikÒj 尼哦帖里可士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':年輕(著)<br />'''字義溯源''':少年的;源自([[νέος]])*=新)<br />'''出現次數''':總共(1);提後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 少年的(1) 提後2:22 | |sngr='''原文音譯''':newterikÒj 尼哦帖里可士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':年輕(著)<br />'''字義溯源''':少年的;源自([[νέος]])*=新)<br />'''出現次數''':總共(1);提後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 少年的(1) 提後2:22 | ||
}} | |||
{{ntsuppl | |||
|ntstxt=ή, όν<br>de jeune homme ; [[imprudent]], téméraire, inconsidéré<br>[[νεώτερος]] | |||
}} | }} |