3,274,216
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, τό<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> eol. [[ἄνητον]] Alc.362.1, Sapph.81.5, Anacr.161; ἄννητος Thphr.<i>HP</i> 9.7.3; [[ἄννηθον]] Ar.<i>Nu</i>.982, <i>Th</i>.486; [[ἀνήθουμ]] Ps.Dsc.3.58<br />[[eneldo]], [[Anethum graveolens]] Hp.<i>Aff</i>.43, Arist.<i>Pr</i>.949<sup>a</sup>2, Thphr.<i>HP</i> 1.11.2, Alex.127.5, Theoc.15.119, <i>PCair.Zen</i>.292.130, 317 (III a.C.), <i>Eu.Matt</i>.23.23, Dsc.3.58, <i>IG</i> 4<sup>2</sup>.126.26 (II d.C.), <i>Gp</i>.12.1.2.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Dado que existe la variante [[ἄννηθον]], no puede separarse de [[ἄννησον]] ‘anís’. Es prob. un préstamo; se ha sugerido el egipcio <i>ins.t</i>. | |dgtxt=-ου, τό<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> eol. [[ἄνητον]] Alc.362.1, Sapph.81.5, Anacr.161; ἄννητος Thphr.<i>HP</i> 9.7.3; [[ἄννηθον]] Ar.<i>Nu</i>.982, <i>Th</i>.486; [[ἀνήθουμ]] Ps.Dsc.3.58<br />[[eneldo]], [[Anethum graveolens]] Hp.<i>Aff</i>.43, Arist.<i>Pr</i>.949<sup>a</sup>2, Thphr.<i>HP</i> 1.11.2, Alex.127.5, Theoc.15.119, <i>PCair.Zen</i>.292.130, 317 (III a.C.), <i>Eu.Matt</i>.23.23, Dsc.3.58, <i>IG</i> 4<sup>2</sup>.126.26 (II d.C.), <i>Gp</i>.12.1.2.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Dado que existe la variante [[ἄννηθον]], no puede separarse de [[ἄννησον]] ‘anís’. Es prob. un préstamo; se ha sugerido el egipcio <i>ins.t</i>. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ἄνησον]], κ. [[ἄνησσον]] κ. [[ἄννισον]] (Α), [[ἄνισον]] (το [[φυτό]] [[γλυκάνισο]]) [[καθώς]] και οι συναφείς με αυτόν τύποι [[πρέπει]] να διακρίνονται από τον τ. [[άνηθον]] καί τους συναφείς του τύπους —[[πράγμα]] εξάλλου που συνέβαινε ήδη στην [[αρχαιότητα]]— [[επειδή]] πρόκειται για δύο διαφορετικά φυτά. Κατά τον Χατζιδάκι (ΜΝΕ Β΄ 602) η [[ποικιλία]] στη [[γραφή]] των τύπων δείχνει ότι η λ. δεν [[είναι]] γνήσια ελληνική, [[αλλά]] ήλθε στην [[Ελλάδα]] [[μαζί]] με το [[φυτό]] από την Ασία ή την Αίγυπτο, παθαίνοντας διάφορες [[κατά]] τόπους φωνητικές αλλοιώσεις, πιθ. από παρετυμολογικές επιδράσεις συναφών ελληνικών λέξεων. Δεν [[είναι]] δυνατόν να εξακριβωθεί [[ποιος]] από τους τύπους [[είναι]] ο [[αρχικός]]. Ο τ. [[άνισον]] φαίνεται να προήλθε με ιωτακισμό από τον τ. [[άνησον]], ενώ, σύμφωνα με [[άλλη]] [[άποψη]], προήλθε από το αραβ. <i>yansun</i>]. | |||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |