Anonymous

φῦκος: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
(2b)
mNo edit summary
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το / φῡκος, -ύκους και -ύκεος, ΝΜΑ, και φούκος, ο, Ν<br /><b>συν. στον πληθ.</b> τα [[φύκη]]<br /><b>βοτ.</b> πολυποίκιλη [[ομάδα]] αυτότροφων οργανισμών, [[χωρίς]] αγωγό ιστό, στην οποία ανήκουν [[κατά]] κύριο λόγο υδρόβια φυτά που χαρακτηρίζονται από σχετικά μικρή [[διαφοροποίηση]] τών ιστών και τών οργάνων τους, σε [[σύγκριση]] με τα βρυόφυτα και τα [[τραχεόφυτα]] (α. «η [[λίμνη]] [[είναι]] γεμάτη [[φύκη]]» β. «τὴν μὲν γὰρ θάλασσαν, [[ὅταν]] ἑκταραχθεῑσα τοῑς πνεύμασι τὰ [[βρύα]] καὶ τὸ φῡκος ἀναβάλλῃ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] φαιοφυκών που ανήκει στην [[τάξη]] φυκώδη, γνωστή και ως [[φουκώδη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ψιμύθιο]] ερυθρού χρώματος, που παρασκευαζόταν από τα [[παραπάνω]] φυτά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία αποτελούσε αρχικά ονομ. φυτού, πιθ. κάποιου είδους [[λειχήνα]] από τον οποίο παρασκεύαζαν ένα [[είδος]] κόκκινης βαφής, χρησιμοποιούμενης και για καλλωπισμό, από όπου και η σημ. «[[ψιμύθιο]]» της λ. Η παλαιότερη [[άποψη]], σύμφωνα με την οποία πρόκειται για δάνεια λ. σημιτικής προέλευσης (<b>πρβλ.</b> εβρ. <i>p</i><i>ū</i><i>k</i> «[[βαφή]] για τα μάτια») η οποία είχε αρχικά τη σημ. «[[ψιμύθιο]]» και στη [[συνέχεια]] χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το [[φυτό]], δεν θεωρείται πιθανή, [[αφού]] [[άλλωστε]] και ο εβρ. τ. αναφερόταν σε ένα [[είδος]] μαύρης (και όχι ερυθρής) βαφής. Τη λ. δανείστηκε και η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>fucus</i>)].
|mltxt=το / [[φύκος]], [[φύκους]] και [[φύκεος]], ΝΜΑ, και φούκος, ο, Ν<br /><b>συν. στον πληθ.</b> τα [[φύκη]]<br /><b>βοτ.</b> πολυποίκιλη [[ομάδα]] αυτότροφων οργανισμών, [[χωρίς]] αγωγό ιστό, στην οποία ανήκουν [[κατά]] κύριο λόγο υδρόβια φυτά που χαρακτηρίζονται από σχετικά μικρή [[διαφοροποίηση]] τών ιστών και τών οργάνων τους, σε [[σύγκριση]] με τα βρυόφυτα και τα [[τραχεόφυτα]] (α. «η [[λίμνη]] [[είναι]] γεμάτη [[φύκη]]» β. «τὴν μὲν γὰρ θάλασσαν, [[ὅταν]] ἑκταραχθεῑσα τοῑς πνεύμασι τὰ [[βρύα]] καὶ τὸ φῡκος ἀναβάλλῃ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] φαιοφυκών που ανήκει στην [[τάξη]] φυκώδη, γνωστή και ως [[φουκώδη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ψιμύθιο]] ερυθρού χρώματος, που παρασκευαζόταν από τα [[παραπάνω]] φυτά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία αποτελούσε αρχικά ονομ. φυτού, πιθ. κάποιου είδους [[λειχήνα]] από τον οποίο παρασκεύαζαν ένα [[είδος]] κόκκινης βαφής, χρησιμοποιούμενης και για καλλωπισμό, από όπου και η σημ. «[[ψιμύθιο]]» της λ. Η παλαιότερη [[άποψη]], σύμφωνα με την οποία πρόκειται για δάνεια λ. σημιτικής προέλευσης (<b>πρβλ.</b> εβρ. <i>p</i><i>ū</i><i>k</i> «[[βαφή]] για τα μάτια») η οποία είχε αρχικά τη σημ. «[[ψιμύθιο]]» και στη [[συνέχεια]] χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το [[φυτό]], δεν θεωρείται πιθανή, [[αφού]] [[άλλωστε]] και ο εβρ. τ. αναφερόταν σε ένα [[είδος]] μαύρης (και όχι ερυθρής) βαφής. Τη λ. δανείστηκε και η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>fucus</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''φῦκος''': {phũkos}<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': [[Meertang]], [[Seegras]] (''I'' 7, Alkm., Thphr. usw.), [[rote Schminke]], aus dem Meertang bereitet (Ar.''Fr''. 320, 5, Theok. u.a.).<br />'''Composita''' : Als Vorderglied u.a. in [[φυκογείτων]] [[Nachbar des Tanges]], Beiw. des Priapos (''AP''); ἄφυκα· ἀκαλλώπιστα H.<br />'''Derivative''': Davon 1. [[φυκίον]], meist pl. -ία n. (wie [[τειχίον]] : [[τεῖχος]] u.a.) [[Tang]], [[Seegras]] (Pl., Arist., Delos IV<sup>a</sup> u.a.), auch Fischname (''AP'', Orib.; vgl. [[φύκης]]), [[Schminke]], [[Schminkdose]] (Luk., Them., Delos III<sup>a</sup>), φυκιοφάγοι [[Tangfresser]], von Fischen (Arist.); [[φυκιώδης]] = [[φυκώδης]] (Sch.; s.u.). 2. -άριον = [[φῦκος]] [[Schminke]] H. s. ἄφυκα mit -αρίζω [[schminken]] (Sch.). 3. -ης m., -ίς f. (Arist., Kom. IV<sup>a</sup> u.a.) auch -ήν m. (Diph. Siph. ap. Ath.) N. eines Fisches, wahrsch. [[Lippfisch]], [[Labrus]], nach dem Standort und dem Nährstoff (Strömberg Fischn. 82f.), mit -ίδιον n. (''AP'', Pap. III<sup>a</sup>). 4. -ίτης (sp.), f. -ῖτις (Plin.) N. eines Steins, wegen der Farbe (Redard 63). 5. -ώδης [[voll Tang]], [[tangähnlich]] (Arist., Thphr., Dsk.), -ιόεις [[voll Tang]] (Ψ 693, Theok.), eher mit metr. bedingtem -ιόεις als von [[φυκίον]]. 6. Φύκιος Bein. des Poseidon (Mykonos II<sup>a</sup>). 7. φυκόομαι [[mit Tang ausgestopft werden]] (D. S.), [[sich schminken]] (Plu.).<br />'''Etymology''' : Aus dem Semitischen; vgl. hebr. ''pūk'' [[Augenschminke]] (Lewy Fremdw. 47 f.). Die Bed. [[Schminke]] ist somit auch bei [[φῦκος]] die primäre; daraus [[Meertang]]. — Lat. LW ''fūcus'' [[rotfärbende Steinflechte]], [[Purpur]], [[Schminke]].<br />'''Page''' 2,1047-1048
|ftr='''φῦκος''': {phũkos}<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': [[Meertang]], [[Seegras]] (''I'' 7, Alkm., Thphr. usw.), [[rote Schminke]], aus dem Meertang bereitet (Ar.''Fr''. 320, 5, Theok. u.a.).<br />'''Composita''' : Als Vorderglied u.a. in [[φυκογείτων]] [[Nachbar des Tanges]], Beiw. des Priapos (''AP''); ἄφυκα· ἀκαλλώπιστα H.<br />'''Derivative''': Davon 1. [[φυκίον]], meist pl. -ία n. (wie [[τειχίον]] : [[τεῖχος]] u.a.) [[Tang]], [[Seegras]] (Pl., Arist., Delos IV<sup>a</sup> u.a.), auch Fischname (''AP'', Orib.; vgl. [[φύκης]]), [[Schminke]], [[Schminkdose]] (Luk., Them., Delos III<sup>a</sup>), φυκιοφάγοι [[Tangfresser]], von Fischen (Arist.); [[φυκιώδης]] = [[φυκώδης]] (Sch.; s.u.). 2. -άριον = [[φῦκος]] [[Schminke]] H. s. ἄφυκα mit -αρίζω [[schminken]] (Sch.). 3. -ης m., -ίς f. (Arist., Kom. IV<sup>a</sup> u.a.) auch -ήν m. (Diph. Siph. ap. Ath.) N. eines Fisches, wahrsch. [[Lippfisch]], [[Labrus]], nach dem Standort und dem Nährstoff (Strömberg Fischn. 82f.), mit -ίδιον n. (''AP'', Pap. III<sup>a</sup>). 4. -ίτης (sp.), f. -ῖτις (Plin.) N. eines Steins, wegen der Farbe (Redard 63). 5. -ώδης [[voll Tang]], [[tangähnlich]] (Arist., Thphr., Dsk.), -ιόεις [[voll Tang]] (Ψ 693, Theok.), eher mit metr. bedingtem -ιόεις als von [[φυκίον]]. 6. Φύκιος Bein. des Poseidon (Mykonos II<sup>a</sup>). 7. φυκόομαι [[mit Tang ausgestopft werden]] (D. S.), [[sich schminken]] (Plu.).<br />'''Etymology''' : Aus dem Semitischen; vgl. hebr. ''pūk'' [[Augenschminke]] (Lewy Fremdw. 47 f.). Die Bed. [[Schminke]] ist somit auch bei [[φῦκος]] die primäre; daraus [[Meertang]]. — Lat. LW ''fūcus'' [[rotfärbende Steinflechte]], [[Purpur]], [[Schminke]].<br />'''Page''' 2,1047-1048
}}
}}