Anonymous

ἐξωνέομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
mNo edit summary
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξωνέομαι''': Ἀποθ., [[ἐξαγοράζω]], ἀπολυτρώνω, [[μετὰ]] γεν. ἢ δοτ. τοῦ διδομένου πρὸς ἀπολύτρωσιν, χρημάτων ἐξεωνοῦντο τοὺς σηνειλημμένους Ἀριστ. Οἰκ. 2, 33· οἱ μὲν γὰρ πλούσιοι τοῖς χρήμασιν ἐξωνοῦνται τοὺς κινδύνους Λυσ. 24. 17· τὰς δοκούσας ἀτιμίας ἐξωνεῖσθαι μείζοσι τιμαῖς Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11. 29· [[εἶτα]] μειράκιόν τι διαφθείρας... τρισχιλίων ἐξωνήσατο παρὰ τῶν γονέων τοῦ παιδός... μὴ ἐπὶ τὸν ἁρμοστὴν ἀπαχθῆναι τῆς Ἀσίας Λουκ. περὶ Περεγρ. Τελευτ. 9. 2) [[καθόλου]], [[ἀγοράζω]], Ἡρόδ. 1. 196· ὁ ἐξωνούμενος, ὁ [[ἀγοραστής]], Αἰσχίν. 63. 7· - [[διαφθείρω]] διὰ χρημάτων, «[[ἀγοράζω]]», ὡς λέγομεν νῦν, δωροδοκῶ, Παυσ. 4. 17. - Πρβλ. [[ἐκπρίασθαι]].
|lstext='''ἐξωνέομαι''': Ἀποθ., [[ἐξαγοράζω]], ἀπολυτρώνω, [[μετὰ]] γεν. ἢ δοτ. τοῦ διδομένου πρὸς ἀπολύτρωσιν, χρημάτων ἐξεωνοῦντο τοὺς σηνειλημμένους Ἀριστ. Οἰκ. 2, 33· οἱ μὲν γὰρ πλούσιοι τοῖς χρήμασιν ἐξωνοῦνται τοὺς κινδύνους Λυσ. 24. 17· τὰς δοκούσας ἀτιμίας ἐξωνεῖσθαι μείζοσι τιμαῖς Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11. 29· [[εἶτα]] μειράκιόν τι διαφθείρας... τρισχιλίων ἐξωνήσατο παρὰ τῶν γονέων τοῦ παιδός... μὴ ἐπὶ τὸν ἁρμοστὴν ἀπαχθῆναι τῆς Ἀσίας Λουκ. περὶ Περεγρ. Τελευτ. 9. 2) [[καθόλου]], [[ἀγοράζω]], Ἡρόδ. 1. 196· ὁ ἐξωνούμενος, ὁ [[ἀγοραστής]], Αἰσχίν. 63. 7· - [[διαφθείρω]] διὰ χρημάτων, «[[ἀγοράζω]]», ὡς λέγομεν νῦν, δωροδοκῶ, Παυσ. 4. 17. - Πρβλ. [[ἐκπρίασθαι]].
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐξωνοῦμαι]], [[ἐξωνέομαι]])<br />[[εξαγοράζω]], [[διαφθείρω]] με χρήματα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αγοράζω]] («ἄπελθε καὶ ἐξώνησαι ἄρτους»)<br /><b>2.</b> [[εξαγοράζω]], [[απελευθερώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ωνούμαι]] «[[αγοράζω]]»].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><b>1</b> acheter : ὁ ἐξωνούμενος ESCHN l’acheteur, l’acquéreur;<br /><b>2</b> racheter : χρήμασι τοὺς κινδύνους LYS se soustraire aux périls à prix d’argent ; [[παρά]] τινος [[μή]] avec l’inf. obtenir de qqn à prix d’argent qu’on ne….<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὠνέομαι]].
|btext=[[ἐξωνοῦμαι]];<br /><b>1</b> acheter : ὁ ἐξωνούμενος ESCHN l’acheteur, l’acquéreur;<br /><b>2</b> racheter : χρήμασι τοὺς κινδύνους LYS se soustraire aux périls à prix d’argent ; [[παρά]] τινος [[μή]] avec l’inf. obtenir de qqn à prix d’argent qu’on ne….<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὠνέομαι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm