3,271,365
edits
m (Text replacement - "inflexion" to "inflection") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ptotikos | |Transliteration C=ptotikos | ||
|Beta Code=ptwtiko/s | |Beta Code=ptwtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=πτωτική, πτωτικόν, ([[πτῶσις]])<br><span class="bld">A</span> [[capable of inflection]], <b class="b3">ἄρθρον ἐστὶ στοιχεῖον λόγου π.</b> Diog.Bab.Stoic.3.214; <b class="b3">ὄνομά ἐστι μέρος λόγου π.</b> D.T.634.11, cf. A.D.''Pron.''9.5, al.; <b class="b3">τὸ π. τὸ Σωκράτης</b>" the [[case-form]] [[Σ]]., S.E.''M.''8.84; [[connected with cases]], <b class="b3">π. σχῆμα</b>, when several cases of the same Noun follow one another, Simp.''in Cat.''359.9. Adv. [[πτωτικῶς]], ἀντωνυμίαι κάτωθεν μὲν π. κινοῦνται ἄνωθεν δὲ προσωπικῶς Choerob.''in Theod.''2.418 H.<br><span class="bld">2</span> Math., [[πτωτικόν]], τό, [[special case]] of a problem, Papp.850.19, al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0812.png Seite 812]] einen Casus betreffend, zum Casus gehörig, Gramm. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0812.png Seite 812]] einen Casus betreffend, zum Casus gehörig, Gramm. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πτωτικός:''' [[πτῶσις]] 3] грам. флектируемый, падежный Sext., Diog. L. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[πτωτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[πτωτός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πτώση]] ή στις πτώσεις τών κλινομένων ονομάτων (α. «[[πτωτικός]] [[τύπος]]» β. «ὄνομά ἐστι [[μέρος]] λόγου πτωτικόν», Δίον. Θρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει την [[τάση]] να πέφτει ή να πέσει («το [[δολάριο]] συνέχισε την πτωτική του [[πορεία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πτωτικὸν</i><br />ειδική [[περίπτωση]] ενός προβλήματος<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πτωτικά</i><br />τα [[τέσσερα]] ονοματικά μέρη του λόγου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πτωτικὸν [[σχῆμα]]»<br /><b>(ρητ.)</b> [[σχήμα]] [[κατά]] το οποίο δύο ή και περισσότερες πτώσεις του ίδιου ονόματος ακολουθούν η μία [[μετά]] την [[άλλη]]. | |mltxt=-ή, -ό / [[πτωτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[πτωτός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πτώση]] ή στις πτώσεις τών κλινομένων ονομάτων (α. «[[πτωτικός]] [[τύπος]]» β. «ὄνομά ἐστι [[μέρος]] λόγου πτωτικόν», Δίον. Θρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει την [[τάση]] να πέφτει ή να πέσει («το [[δολάριο]] συνέχισε την πτωτική του [[πορεία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πτωτικὸν</i><br />ειδική [[περίπτωση]] ενός προβλήματος<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πτωτικά</i><br />τα [[τέσσερα]] ονοματικά μέρη του λόγου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πτωτικὸν [[σχῆμα]]»<br /><b>(ρητ.)</b> [[σχήμα]] [[κατά]] το οποίο δύο ή και περισσότερες πτώσεις του ίδιου ονόματος ακολουθούν η μία [[μετά]] την [[άλλη]]. | ||
}} | }} |