Anonymous

λείπω: Difference between revisions

From LSJ
1,671 bytes removed ,  20 May 2020
m
no edit summary
(cc2)
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=leipo
|Transliteration C=leipo
|Beta Code=lei/pw
|Beta Code=lei/pw
|
|
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ipf. λεῖπ(ε), fut. λείψω, aor. 2 [[ἔλιπον]], λίπον, perf. λέλοιπεν, [[mid]]. ipf. λείπετ(ο), aor. 2 λιπόμην, [[pass]]. perf. λέλειπται, plup. λελείμμην, fut. perf. λελείψεται, aor. 3 pl. λίπεν: [[leave]], [[forsake]]; [[ἔλιπον]] ἶοί ἄνακτα, arrows ‘failed’ him, Od. 22.119, cf. Od. 14.213; [[pass]]. and aor. [[mid]]., be [[left]], [[remain]], [[survive]], Il. 12.14; w. gen., be [[left]] [[behind]] [[one]], as in [[running]], Il. 23.523, ; λελειμμένος οἰῶν, ‘[[remaining]] [[behind]]’ the [[other]] [[sheep]], Od. 9.448 ; λίπεν ἅρματ' ἀνάκτων, ‘had been [[forsaken]] by’ [[their]] masters, Il. 16.507.
|auten=ipf. λεῖπ(ε), fut. λείψω, aor. 2 [[ἔλιπον]], λίπον, perf. λέλοιπεν, [[mid]]. ipf. λείπετ(ο), aor. 2 λιπόμην, [[pass]]. perf. λέλειπται, plup. λελείμμην, fut. perf. λελείψεται, aor. 3 pl. λίπεν: [[leave]], [[forsake]]; [[ἔλιπον]] ἶοί ἄνακτα, arrows ‘failed’ him, Od. 22.119, cf. Od. 14.213; [[pass]]. and aor. [[mid]]., be [[left]], [[remain]], [[survive]], Il. 12.14; w. gen., be [[left]] [[behind]] [[one]], as in [[running]], Il. 23.523, ; λελειμμένος οἰῶν, ‘[[remaining]] [[behind]]’ the [[other]] [[sheep]], Od. 9.448 ; λίπεν ἅρματ' ἀνάκτων, ‘had been [[forsaken]] by’ [[their]] masters, Il. 16.507.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[λείπω]] (λείποι; λείποντ(α): impf. λεῖπε: aor. (ἔ)λᾰπον; λᾰποι; λᾰπών, -όντες; λᾰπεῖν: [[pass]]. λείπεται: λειπόμενον: aor. λείφθη; λειφθείς.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[leave]], [[abandon]] τὸν μὲν κνιζομένα λεῖπε [[χαμαί]] (O. 6.45) ματέρ' εὐμήλοιο λείποντ Ἀρκαδίας (byz.: λιπόντ codd.) (O. 6.100) κράναν Ὑπερῇδα λιπών (P. 4.125) [[πῶς]] δὴ λίπον εὐκλέα νᾶσον (N. 5.15) [[οὐκ]] ἤθελεν λιπὼν πατρίδα μοναρχεῖν Ἄργει (Pae. 4.29) [[pass]]., μή τινα λειπόμενον τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν (P. 4.186) c. gen., “χρήματα χρήματ' [[ἀνήρ]], ὃς φᾶ κτεάνων θ [[ἅμα]] λειφθεὶς καὶ [[φίλων]]” [[bereft]] of (I. 2.11) [[generally]], εἰ δὲ μὴ ταχὺ λίποι (sc. [[θεός]] σε) (O. 1.108) Χαρίτων κελαδεννᾶν μή με λίποι καθαρὸν [[φέγγος]] (P. 9.90) τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ [[ἔλιπον]] (κατέλιπον Σ paraphr.: τι λίπον Schr.: ἐπέλιπον Snell) (I. 8.56) Παιὰν δὲ [[μήποτε]] λείποι Πα. 2. 3,, 1. φιλάνορα δ' [[οὐκ]] [[ἔλιπον]] βιοτάν (sc. οἱ δελφῖνες) fr. 236. c. acc. &amp; pr. adj./adv., καὶ γὰρ βιατὰς [[Ἄρης]], τραχεῖαν [[ἄνευθε]] λιπὼν ἐχγέων ἀκμάν, ἰαίνει καρδίαν (P. 1.10) καὶ ῥά μιν χώρας ἀκλάρωτον λίπον, ἁγνὸν θεόν (O. 7.59) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[leave]] [[behind]], [[leave]] [[alive]] “χθόνα [[τοί]] ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον ἐμὰν ματέρα λιπόντες καὶ ὅλον οἶκον εὐερκέα” sc. [[Zeus]] and [[Poseidon]] (Pae. 4.45) [[pass]]., λείφθη δὲ Θέρσανδρος (O. 2.43) ζωὸν δ' [[ἔτι]] λείπεται αἰῶνος [[εἴδωλον]] fr. 131b. 2.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> fragg. ][[λιπεῖν]] ὁτ[ (Π&#774;{pc}: λείπειν Π.) Πα. 21. . λειπ[ Πα. 13a. 6.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>d</b> in tmesis. ἀπὸ ψυχὰν λιπὼν (v. [[ἀπολείπω]]) (P. 3.101)
|sltr=[[λείπω]] (λείποι; λείποντ(α): impf. λεῖπε: aor. (ἔ)λᾰπον; λᾰποι; λᾰπών, -όντες; λᾰπεῖν: [[pass]]. λείπεται: λειπόμενον: aor. λείφθη; λειφθείς.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[leave]], [[abandon]] τὸν μὲν κνιζομένα λεῖπε [[χαμαί]] (O. 6.45) ματέρ' εὐμήλοιο λείποντ Ἀρκαδίας (byz.: λιπόντ codd.) (O. 6.100) κράναν Ὑπερῇδα λιπών (P. 4.125) [[πῶς]] δὴ λίπον εὐκλέα νᾶσον (N. 5.15) [[οὐκ]] ἤθελεν λιπὼν πατρίδα μοναρχεῖν Ἄργει (Pae. 4.29) [[pass]]., μή τινα λειπόμενον τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν (P. 4.186) c. gen., “χρήματα χρήματ' [[ἀνήρ]], ὃς φᾶ κτεάνων θ [[ἅμα]] λειφθεὶς καὶ [[φίλων]]” [[bereft]] of (I. 2.11) [[generally]], εἰ δὲ μὴ ταχὺ λίποι (sc. [[θεός]] σε) (O. 1.108) Χαρίτων κελαδεννᾶν μή με λίποι καθαρὸν [[φέγγος]] (P. 9.90) τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ [[ἔλιπον]] (κατέλιπον Σ paraphr.: τι λίπον Schr.: ἐπέλιπον Snell) (I. 8.56) Παιὰν δὲ [[μήποτε]] λείποι Πα. 2. 3,, 1. φιλάνορα δ' [[οὐκ]] [[ἔλιπον]] βιοτάν (sc. οἱ δελφῖνες) fr. 236. c. acc. &amp; pr. adj./adv., καὶ γὰρ βιατὰς [[Ἄρης]], τραχεῖαν [[ἄνευθε]] λιπὼν ἐχγέων ἀκμάν, ἰαίνει καρδίαν (P. 1.10) καὶ ῥά μιν χώρας ἀκλάρωτον λίπον, ἁγνὸν θεόν (O. 7.59) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[leave]] [[behind]], [[leave]] [[alive]] “χθόνα [[τοί]] ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον ἐμὰν ματέρα λιπόντες καὶ ὅλον οἶκον εὐερκέα” sc. [[Zeus]] and [[Poseidon]] (Pae. 4.45) [[pass]]., λείφθη δὲ Θέρσανδρος (O. 2.43) ζωὸν δ' [[ἔτι]] λείπεται αἰῶνος [[εἴδωλον]] fr. 131b. 2.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> fragg. ][[λιπεῖν]] ὁτ[ (Π&#774;{pc}: λείπειν Π.) Πα. 21. . λειπ[ Πα. 13a. 6.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>d</b> in tmesis. ἀπὸ ψυχὰν λιπὼν (v. [[ἀπολείπω]]) (P. 3.101)
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λείπω:''' (από √<i>ΛΙΠ</i>), μέλ. <i>λείψω</i>, αόρ. βʹ <i>ἔλῐπον</i>, παρακ. [[λέλοιπα]], υπερσ. [[ἐλελοίπειν]] — Μέσ., αόρ. βʹ <i>ἐλιπόμην</i> — Παθ., Μέσ. μέλ. με Παθ. [[σημασία]], <i>λείψομαι</i>· επίσης <i>λειφθήσομαι</i> και <i>λελείψομαι</i>, αόρ. [[ἐλείφθην]], γʹ ενικ. Επικ. <i>ἔλειφθεν</i>, παρακ. [[λέλειμμαι]], υπερσ. <i>ἐλελείμμην</i>, Επικ. <i>λελείμμην</i>.<br /><b class="num">Α. I.</b> μτβ.,<br /><b class="num">1.</b> [[αφήνω]], [[εγκαταλείπω]], σε Όμηρ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[αφήνω]] [[πίσω]] μου, [[αφήνω]] στο [[σπίτι]] μου, στον ίδ., κ.λπ.· [[ιδίως]], λέγεται για ανθρώπους που πεθαίνουν, [[αφήνω]] σαν [[κληρονομιά]], σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.· ομοίως, στη Μέσ., [[αφήνω]] [[πίσω]] μου ως [[ενθύμιο]] στους μεταγενέστερους, σε Ηρόδ., κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[αφήνω]], [[ξεχνώ]], [[εγκαταλείπω]], «[[αφήνω]] στους δρόμους», σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.· [[λείπω]] ἐράνους, δεν [[πληρώνω]]..., σε Δημ.· ομοίως, [[λείπω]] δασμόν, <i>φοράν</i>, σε Ξεν.· αντιστρόφως, <i>λίπον ἰοὶ ἄνακτα</i>, εξαντλήθηκαν, δεν του έμειναν άλλα βέλη, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[ελλείπω]], δεν [[υπάρχω]], δεν [[φαίνομαι]], Λατ. [[deficio]], σε Σοφ., Ευρ., κ.λπ. <b>Β. I. 1.</b> Παθ., καταλείπομαι, εγκαταλείπομαι, σε Όμηρ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[μένω]], [[υπολείπομαι]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[μένω]] [[ζωντανός]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., [[απομένω]] [[χωρίς]] κάποιον, εγκαταλείπομαι από κάποιον, <i>σοῦ λελειμμένη</i>, σε Σοφ.· [[αλλά]] λελειμμένος [[δορός]], αυτός που αποκλείστηκε από το [[δόρυ]], δηλ. δεν σκοτώθηκε, δεν σφαγιάστηκε, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III. 1.</b> αφήνομαι [[πίσω]], [[υπολείπομαι]] σε αγώνα δρόμου, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>λελειμμένος οἰῶν</i>, αυτός που μένει [[πίσω]] από τα πρόβατα, σε Ομήρ. Οδ.· ἐς [[δίσκουρα]] [[λέλειπτο]], είχε μείνει [[πίσω]], υπολειπόταν κατά μια [[βολή]] δίσκου, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τοῦκήρυκος μὴ λείπεσθαι</i>, να μην υπολείπονται του κήρυκα κατά την [[επιστροφή]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> δεν [[φτάνω]] κάποιον, είμαι [[κατώτερος]], [[χειρότερος]], ασθενέστερος ή [[μικρότερος]] από κάποιον, <i>τινος</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· λέλειψαι [[τῶν]] ἐμῶν βουλευμάτων, υπολείπεσαι, δεν καταλαβαίνεις τα σχέδιά μου, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> λείπεσθαι ἀπό τινος, [[κρατιέμαι]] σε [[απόσταση]] από κάποιον, αποτραβιέμαι, επιφυλάσσομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>λείπεσθαι βασιλέος</i> ή <i>ἀπὸ βασιλέος</i>, [[εγκαταλείπω]] τον βασιλιά, [[λιποτακτώ]], σε Ηρόδ.· απόλ., κρατάω [[απόσταση]], είμαι [[απών]], [[απουσιάζω]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> έχω [[έλλειψη]], [[πάσχω]] από, ὀδυρμάτων ἐλείπετ' [[οὐδέν]], σε Σοφ., κ.λπ.
|lsmtext='''λείπω:''' (από √<i>ΛΙΠ</i>), μέλ. <i>λείψω</i>, αόρ. βʹ <i>ἔλῐπον</i>, παρακ. [[λέλοιπα]], υπερσ. [[ἐλελοίπειν]] — Μέσ., αόρ. βʹ <i>ἐλιπόμην</i> — Παθ., Μέσ. μέλ. με Παθ. [[σημασία]], <i>λείψομαι</i>· επίσης <i>λειφθήσομαι</i> και <i>λελείψομαι</i>, αόρ. [[ἐλείφθην]], γʹ ενικ. Επικ. <i>ἔλειφθεν</i>, παρακ. [[λέλειμμαι]], υπερσ. <i>ἐλελείμμην</i>, Επικ. <i>λελείμμην</i>.<br /><b class="num">Α. I.</b> μτβ.,<br /><b class="num">1.</b> [[αφήνω]], [[εγκαταλείπω]], σε Όμηρ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[αφήνω]] [[πίσω]] μου, [[αφήνω]] στο [[σπίτι]] μου, στον ίδ., κ.λπ.· [[ιδίως]], λέγεται για ανθρώπους που πεθαίνουν, [[αφήνω]] σαν [[κληρονομιά]], σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.· ομοίως, στη Μέσ., [[αφήνω]] [[πίσω]] μου ως [[ενθύμιο]] στους μεταγενέστερους, σε Ηρόδ., κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[αφήνω]], [[ξεχνώ]], [[εγκαταλείπω]], «[[αφήνω]] στους δρόμους», σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.· [[λείπω]] ἐράνους, δεν [[πληρώνω]]..., σε Δημ.· ομοίως, [[λείπω]] δασμόν, <i>φοράν</i>, σε Ξεν.· αντιστρόφως, <i>λίπον ἰοὶ ἄνακτα</i>, εξαντλήθηκαν, δεν του έμειναν άλλα βέλη, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[ελλείπω]], δεν [[υπάρχω]], δεν [[φαίνομαι]], Λατ. [[deficio]], σε Σοφ., Ευρ., κ.λπ. <b>Β. I. 1.</b> Παθ., καταλείπομαι, εγκαταλείπομαι, σε Όμηρ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[μένω]], [[υπολείπομαι]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[μένω]] [[ζωντανός]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., [[απομένω]] [[χωρίς]] κάποιον, εγκαταλείπομαι από κάποιον, <i>σοῦ λελειμμένη</i>, σε Σοφ.· [[αλλά]] λελειμμένος [[δορός]], αυτός που αποκλείστηκε από το [[δόρυ]], δηλ. δεν σκοτώθηκε, δεν σφαγιάστηκε, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III. 1.</b> αφήνομαι [[πίσω]], [[υπολείπομαι]] σε αγώνα δρόμου, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>λελειμμένος οἰῶν</i>, αυτός που μένει [[πίσω]] από τα πρόβατα, σε Ομήρ. Οδ.· ἐς [[δίσκουρα]] [[λέλειπτο]], είχε μείνει [[πίσω]], υπολειπόταν κατά μια [[βολή]] δίσκου, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τοῦκήρυκος μὴ λείπεσθαι</i>, να μην υπολείπονται του κήρυκα κατά την [[επιστροφή]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> δεν [[φτάνω]] κάποιον, είμαι [[κατώτερος]], [[χειρότερος]], ασθενέστερος ή [[μικρότερος]] από κάποιον, <i>τινος</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· λέλειψαι [[τῶν]] ἐμῶν βουλευμάτων, υπολείπεσαι, δεν καταλαβαίνεις τα σχέδιά μου, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> λείπεσθαι ἀπό τινος, [[κρατιέμαι]] σε [[απόσταση]] από κάποιον, αποτραβιέμαι, επιφυλάσσομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>λείπεσθαι βασιλέος</i> ή <i>ἀπὸ βασιλέος</i>, [[εγκαταλείπω]] τον βασιλιά, [[λιποτακτώ]], σε Ηρόδ.· απόλ., κρατάω [[απόσταση]], είμαι [[απών]], [[απουσιάζω]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> έχω [[έλλειψη]], [[πάσχω]] από, ὀδυρμάτων ἐλείπετ' [[οὐδέν]], σε Σοφ., κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b2">let, leave, leave behind</b>, intr. <b class="b2">to be wanting, disappear</b>, midd. [[depart]].(Il.)<br />Other forms: <b class="b3">λιμπάνω</b> (Sapph., Hp., Th., v. l. Λ 604), fut. <b class="b3">λείψω</b>, aor. 2 <b class="b3">λιπεῖν</b>, perf. <b class="b3">λέλοιπα</b> (alle Il.), midd. <b class="b3">λέλειμμαι</b> (Il.), aor. pass. <b class="b3">λειφθῆναι</b> (h. Merc., Pi.), aor. 1 <b class="b3">λεῖψαι</b> (Ar.),<br />Compounds: often with prefix, e. g. <b class="b3">ἀπο-</b>, <b class="b3">ἐκ-</b>, <b class="b3">ἐν-</b>, <b class="b3">κατα-</b>, <b class="b3">ὑπο-</b>, As 1. member in mehreren governing compp., partly with privative meaning, e. g. <b class="b3">λιπό-τεκνος</b> [[childless]] (Pi.), s. Schwyzer 442; on the stemformation see Sommer Nominalkomp. 124 f.; also with inversion of the members as <b class="b3">σαρκο-λιπής</b> (AP) for <b class="b3">λιπό-σαρκος</b> (Hp.). Besides note <b class="b3">λειψ(ι</b>)- in <b class="b3">λειψ-υδρ-ία</b> <b class="b2">dirt of water</b> (Thphr.) etc.<br />Derivatives: Subst.: 1. <b class="b3">λεῖμμα</b> (<b class="b3">ὑπό-</b>, <b class="b3">κατά-</b>, <b class="b3">ἔλ-</b> λείπω etc.) [[rest]] (IA., Arist.). 2. <b class="b3">λεῖψις</b> (<b class="b3">ἔκ-</b>, <b class="b3">ἀπό-</b> λείπω etc.) <b class="b2">leaving, be absent</b> (IA.). 3. <b class="b3">λείψανον</b>, most pl. <b class="b3">-α</b> [[remainder]] (E., Ar., Pl. 4. <b class="b3">ἐκλειπ-ία</b> [[lack]] (J.; cf. <b class="b3">ἐκλιπ-ής</b> below). - Adj.: 5. <b class="b3">λοιπός</b> (also <b class="b3">ὑπό-</b>, <b class="b3">κατά-</b> λείπω a. o. from <b class="b3">ὑπο-λείπω</b> etc.) [[remaining]] (posthom.) with (<b class="b3">ὑπο)λοιπ-άς</b> f. [[rest]] (pap.), <b class="b3">ἀπολοιπ-ασία</b> <b class="b2">id.</b> (Hero, pap.; <b class="b3">*ἀπολοιπ-άζω</b> : <b class="b3">ἀπόλοιπ-ος</b>; Chantraine Form. 85, Schwyzer 469). 6. <b class="b3">ἐκ-</b>, <b class="b3">ἐν-</b>, <b class="b3">ὑπο-λιπ-ής</b> etc. (v. l. <b class="b3">-λειπής</b>) <b class="b2">lacking, remaining etc.</b> (Att.). 7. <b class="b3">ἐκ-</b>, <b class="b3">ἐν-</b>, <b class="b3">παρα-</b>, <b class="b3">ὑπο-λειπτικός</b> <b class="b2">regarding the ἔκλειψις</b> (hell.). - On its own is <b class="b3">λίσσωμεν ἐάσωμεν</b> H.; the explanation is dubious, cf. Schwyzer 692.<br />Origin: IE [Indo-European] [669] <b class="b2">let, leave behind</b><br />Etymology: The thematic root aorist <b class="b3">ἔ-λιπ-ε</b> has exact parallels in Arm. <b class="b2">e-lik</b>, Skt. <b class="b2">-ric-a-t</b>, IE <b class="b2">*-likʷ-e-t</b> <b class="b2">he left</b>. With <b class="b3">λέ-λοιπ-α</b> agrees except the accent and the reduplication vowel Skt. <b class="b2">ri-réc-a</b>; without reduplication Germ., e.g. Goth. [[laiƕ]], Lat. <b class="b2">līqu-ī</b>, IE <b class="b2">*-loikʷ-</b>. The nasalpresent <b class="b3">λι-μ-π-άν-ω</b> resembles best Arm. <b class="b2">lk`-an-em</b> (IE <b class="b2">*likʷ-</b>); nasalpresents of diff. formation are found also elsewhere, e. g. Skt. (3. sg.) <b class="b2">ri-ṇá-k-ti</b>, Lat. <b class="b2">li-n-qu-</b>. With the thematic root present <b class="b3">λείπω</b> agree Germ., e. g. Goth. [[leiƕan]], OHG [[līhan]] [[loan]] (PGm. <b class="b2">*līhu̯-</b>) and Lith. <b class="b2">liekù</b> [[let]]; the last stands for older athemat. <b class="b2">liek-mì</b>. The Germ. present may go back on a nasalized <b class="b2">*liŋhu̯-</b>, which would agree with Lat. [[linquō]]. Note <b class="b3">λοιπός</b> beside the subst. Skt. <b class="b2">ati-reka-</b> m., Lith. <b class="b2">ãt-laikas</b>, OCS <b class="b2">otъ-lěkъ</b> [[remainder]] (IE <b class="b2">*-loikʷ-o-</b>); cf. Porzig Satzinhalte 304, Gliederung 167. - Further details WP. 2, 396f., Pok. 669f., W.-Hofmann s. [[linquō]], Fraenkel s. <b class="b2">lìkti</b>.
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b2">let, leave, leave behind</b>, intr. <b class="b2">to be wanting, disappear</b>, midd. [[depart]].(Il.)<br />Other forms: <b class="b3">λιμπάνω</b> (Sapph., Hp., Th., v. l. Λ 604), fut. <b class="b3">λείψω</b>, aor. 2 <b class="b3">λιπεῖν</b>, perf. <b class="b3">λέλοιπα</b> (alle Il.), midd. <b class="b3">λέλειμμαι</b> (Il.), aor. pass. <b class="b3">λειφθῆναι</b> (h. Merc., Pi.), aor. 1 <b class="b3">λεῖψαι</b> (Ar.),<br />Compounds: often with prefix, e. g. <b class="b3">ἀπο-</b>, <b class="b3">ἐκ-</b>, <b class="b3">ἐν-</b>, <b class="b3">κατα-</b>, <b class="b3">ὑπο-</b>, As 1. member in mehreren governing compp., partly with privative meaning, e. g. <b class="b3">λιπό-τεκνος</b> [[childless]] (Pi.), s. Schwyzer 442; on the stemformation see Sommer Nominalkomp. 124 f.; also with inversion of the members as <b class="b3">σαρκο-λιπής</b> (AP) for <b class="b3">λιπό-σαρκος</b> (Hp.). Besides note <b class="b3">λειψ(ι</b>)- in <b class="b3">λειψ-υδρ-ία</b> <b class="b2">dirt of water</b> (Thphr.) etc.<br />Derivatives: Subst.: 1. <b class="b3">λεῖμμα</b> (<b class="b3">ὑπό-</b>, <b class="b3">κατά-</b>, <b class="b3">ἔλ-</b> λείπω etc.) [[rest]] (IA., Arist.). 2. <b class="b3">λεῖψις</b> (<b class="b3">ἔκ-</b>, <b class="b3">ἀπό-</b> λείπω etc.) <b class="b2">leaving, be absent</b> (IA.). 3. <b class="b3">λείψανον</b>, most pl. <b class="b3">-α</b> [[remainder]] (E., Ar., Pl. 4. <b class="b3">ἐκλειπ-ία</b> [[lack]] (J.; cf. <b class="b3">ἐκλιπ-ής</b> below). - Adj.: 5. <b class="b3">λοιπός</b> (also <b class="b3">ὑπό-</b>, <b class="b3">κατά-</b> λείπω a. o. from <b class="b3">ὑπο-λείπω</b> etc.) [[remaining]] (posthom.) with (<b class="b3">ὑπο)λοιπ-άς</b> f. [[rest]] (pap.), <b class="b3">ἀπολοιπ-ασία</b> <b class="b2">id.</b> (Hero, pap.; <b class="b3">*ἀπολοιπ-άζω</b> : <b class="b3">ἀπόλοιπ-ος</b>; Chantraine Form. 85, Schwyzer 469). 6. <b class="b3">ἐκ-</b>, <b class="b3">ἐν-</b>, <b class="b3">ὑπο-λιπ-ής</b> etc. (v. l. <b class="b3">-λειπής</b>) <b class="b2">lacking, remaining etc.</b> (Att.). 7. <b class="b3">ἐκ-</b>, <b class="b3">ἐν-</b>, <b class="b3">παρα-</b>, <b class="b3">ὑπο-λειπτικός</b> <b class="b2">regarding the ἔκλειψις</b> (hell.). - On its own is <b class="b3">λίσσωμεν ἐάσωμεν</b> H.; the explanation is dubious, cf. Schwyzer 692.<br />Origin: IE [Indo-European] [669] <b class="b2">let, leave behind</b><br />Etymology: The thematic root aorist <b class="b3">ἔ-λιπ-ε</b> has exact parallels in Arm. <b class="b2">e-lik</b>, Skt. <b class="b2">á-ric-a-t</b>, IE <b class="b2">*é-likʷ-e-t</b> <b class="b2">he left</b>. With <b class="b3">λέ-λοιπ-α</b> agrees except the accent and the reduplication vowel Skt. <b class="b2">ri-réc-a</b>; without reduplication Germ., e.g. Goth. [[laiƕ]], Lat. <b class="b2">līqu-ī</b>, IE <b class="b2">*-loikʷ-</b>. The nasalpresent <b class="b3">λι-μ-π-άν-ω</b> resembles best Arm. <b class="b2">lk`-an-em</b> (IE <b class="b2">*likʷ-</b>); nasalpresents of diff. formation are found also elsewhere, e. g. Skt. (3. sg.) <b class="b2">ri-ṇá-k-ti</b>, Lat. <b class="b2">li-n-qu-ó</b>. With the thematic root present <b class="b3">λείπω</b> agree Germ., e. g. Goth. [[leiƕan]], OHG [[līhan]] [[loan]] (PGm. <b class="b2">*līhu̯-</b>) and Lith. <b class="b2">liekù</b> [[let]]; the last stands for older athemat. <b class="b2">liek-</b>. The Germ. present may go back on a nasalized <b class="b2">*liŋhu̯-</b>, which would agree with Lat. [[linquō]]. Note <b class="b3">λοιπός</b> beside the subst. Skt. <b class="b2">ati-reka-</b> m., Lith. <b class="b2">ãt-laikas</b>, OCS <b class="b2">otъ-lěkъ</b> [[remainder]] (IE <b class="b2">*-loikʷ-o-</b>); cf. Porzig Satzinhalte 304, Gliederung 167. - Further details WP. 2, 396f., Pok. 669f., W.-Hofmann s. [[linquō]], Fraenkel s. <b class="b2">lìkti</b>.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 47: Line 47:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''λείπω''': (seit Il.),<br />{leípō}<br />'''Forms''': [[λιμπάνω]] (Sapph., Hp., Th. u. a., v. l. Λ 604), Fut. λείψω, Aor. 2 [[λιπεῖν]], Perf. [[λέλοιπα]] (alles seit Il.), Med. [[λέλειμμαι]] (seit Il.), Aor. Pass. λειφθῆναι (seit ''h''. ''Merc''., Pi.), Aor. 1 λεῖψαι (Ar., hell. u. sp.),<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[lassen]], [[verlassen]], [[zurücklassen]], intr. [[ausgehen]], [[schwinden]], Med. [[zurückbleiben]].<br />'''Composita''' : oft mit Präfix, z. B. ἀπο-, ἐκ-, ἐν-, κατα-, ὑπο-. Als Vorderglied in mehreren Rektionskompp., z. T. mit privativer Bedeutung, z. B. [[λιπότεκνος]] [[kinderlos]] (Pi.), s. Schwyzer 442; zur Stammbildung auch Sommer Nominalkomp. 124 f.; auch mit Umstellung der Glieder wie [[σαρκολιπής]] (''AP'') für [[λιπόσαρκος]] (Hp. u. a.). Daneben λειψ(ι)- in [[λειψυδρία]] [[Mangel an Wasser]] (Thphr. u. a.) usw.<br />'''Derivative''': Ableitungen. Subst.: 1. [[λεῖμμα]] ([[ὑπό]]-, [[κατά]]-, ἔλ- ~ usw.) [[Rest]] (ion. att., Arist. usw.). 2. [[λεῖψις]] (ἔκ-, [[ἀπό]]- ~ usw.) [[das Verlassen]], [[Ausbleiben]] (ion. att.). 3. [[λείψανον]], meist pl. -α [[Überbleibsel]], [[Überreste]] (E., Ar., Pl. u. a.; Suffixkombination, s. Schwyzer 517). 4. [[ἐκλειπία]] [[Mangel]] (J.; vgl. [[ἐκλιπής]] unten). — Adj.: 5. [[λοιπός]] (auch [[ὑπό]]-, [[κατά]]- ~ u. a. von [[ὑπολείπω]] usw.) [[zurückbleibend]], [[übrig]] (nachhom.) mit (ὑπο)[[λοιπάς]] f. [[Rest]] (Pap.), [[ἀπολοιπασία]] ib. (Hero, Pap.; *ἀπολοιπάζω : [[ἀπόλοιπος]]; Chantraine Form. 85, Schwyzer 469). 6. ἐκ-, ἐν-, [[ὑπολιπής]] usw. (v. l. -λειπής) [[ausbleibend]], [[fehlend]], [[übrigbleibend]] (att. usw.). 7. ἐκ-, ἐν-, παρα-, [[ὑπολειπτικός]] ‘auf die [[ἔκλειψις]] usw. bezüglich’ (hell. u. sp.). — Für sich steht [[λίσσωμεν]]· ἐάσωμεν H.; die Erklärung ist strittig, vgl. Schwyzer 692.<br />'''Etymology''' : Der thematische Wurzelaorist ἔλιπε hat genaue Seitenstücke in arm. ''e''-''lik‘'', aind. ''á''-''ric''-''a''-''t'', idg. *''é''-''liqʷ''-''e''-''t'' [[er verließ]]. Zu [[λέλοιπα]] stimmt bis auf Akzent und Reduplikationsvokal aind. ''ri''-''réc''-''a''; dazu ohne Reduplikation germ., z.B. got. ''laiƕ'', lat. ''līqu''-''ī'', idg. *-''loiqʷ''-(''a''). Dem Nasalpräsens λιμ-πάνω kommt am nächsten arm. ''lk’''-''an''-''em'' (idg. *''liqʷ''-); Nasalpräsentia verschiedener Ausformung begegnen mehrfach auch sonst, z. B. aind. (3. sg.) ''ri''-''ṇá''-''k''-''ti'', lat. ''li''-''n''-''qu''-''ó''. Dem thematischen Wurzelpräsens [[λείπω]] entsprechen germ., z. B. got. ''leiƕan'', ahd. ''līhan'' [[leihen]] (urg. *''līhu̯''-) und lit. ''liekù'' [[lassen]]; letzteres steht aber für älteres athemat. ''liek''-''mì'', das seinerseits vielleicht ein ehemaliges Nasalpräsens *''link''-''mi'' ersetzt hat. Auch das germ. Präsens ist auf eine nasalierte Grundform *''liŋhu̯''- zurückführbar und würde dann mit lat. ''linquō'' zusammenfallen. Zu bemerken noch [[λοιπός]] gegenüber den Subst. aind. ''ati''-''reka''- m., lit. ''ãt''-''laikas'', aksl. ''otъ''-''lěkъ'' [[Überbleibsel]] (idg. *-''loiqʷ''-''o''-); vgl. Porzig Satz- inhalte 304, Gliederung 167. Toch. AB ''lip''- [[übrig bleiben]] (für *''lik''-) muß aus lautlichen Gründen wegbleiben. — Weitere Einzelheiten m. reicher Lit. WP. 2, 396f., Pok. 669f., W.-Hofmann s. ''linquō'', Fraenkel s. ''lìkti''.<br />'''Page''' 2,99-100
|ftr='''λείπω''': (seit Il.),<br />{leípō}<br />'''Forms''': [[λιμπάνω]] (Sapph., Hp., Th. u. a., v. l. Λ 604), Fut. λείψω, Aor. 2 [[λιπεῖν]], Perf. [[λέλοιπα]] (alles seit Il.), Med. [[λέλειμμαι]] (seit Il.), Aor. Pass. λειφθῆναι (seit ''h''. ''Merc''., Pi.), Aor. 1 λεῖψαι (Ar., hell. u. sp.),<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[lassen]], [[verlassen]], [[zurücklassen]], intr. [[ausgehen]], [[schwinden]], Med. [[zurückbleiben]].<br />'''Composita''' : oft mit Präfix, z. B. ἀπο-, ἐκ-, ἐν-, κατα-, ὑπο-. Als Vorderglied in mehreren Rektionskompp., z. T. mit privativer Bedeutung, z. B. [[λιπότεκνος]] [[kinderlos]] (Pi.), s. Schwyzer 442; zur Stammbildung auch Sommer Nominalkomp. 124 f.; auch mit Umstellung der Glieder wie [[σαρκολιπής]] (''AP'') für [[λιπόσαρκος]] (Hp. u. a.). Daneben λειψ(ι)- in [[λειψυδρία]] [[Mangel an Wasser]] (Thphr. u. a.) usw.<br />'''Derivative''': Ableitungen. Subst.: 1. [[λεῖμμα]] ([[ὑπό]]-, [[κατά]]-, ἔλ- ~ usw.) [[Rest]] (ion. att., Arist. usw.). 2. [[λεῖψις]] (ἔκ-, [[ἀπό]]- ~ usw.) [[das Verlassen]], [[Ausbleiben]] (ion. att.). 3. [[λείψανον]], meist pl. -α [[Überbleibsel]], [[Überreste]] (E., Ar., Pl. u. a.; Suffixkombination, s. Schwyzer 517). 4. [[ἐκλειπία]] [[Mangel]] (J.; vgl. [[ἐκλιπής]] unten). — Adj.: 5. [[λοιπός]] (auch [[ὑπό]]-, [[κατά]]- ~ u. a. von [[ὑπολείπω]] usw.) [[zurückbleibend]], [[übrig]] (nachhom.) mit (ὑπο)[[λοιπάς]] f. [[Rest]] (Pap.), [[ἀπολοιπασία]] ib. (Hero, Pap.; *ἀπολοιπάζω : [[ἀπόλοιπος]]; Chantraine Form. 85, Schwyzer 469). 6. ἐκ-, ἐν-, [[ὑπολιπής]] usw. (v. l. -λειπής) [[ausbleibend]], [[fehlend]], [[übrigbleibend]] (att. usw.). 7. ἐκ-, ἐν-, παρα-, [[ὑπολειπτικός]] ‘auf die [[ἔκλειψις]] usw. bezüglich’ (hell. u. sp.). — Für sich steht [[λίσσωμεν]]· ἐάσωμεν H.; die Erklärung ist strittig, vgl. Schwyzer 692.<br />'''Etymology''' : Der thematische Wurzelaorist ἔλιπε hat genaue Seitenstücke in arm. ''e''-''lik‘'', aind. ''á''-''ric''-''a''-''t'', idg. *''é''-''liqʷ''-''e''-''t'' [[er verließ]]. Zu [[λέλοιπα]] stimmt bis auf Akzent und Reduplikationsvokal aind. ''ri''-''réc''-''a''; dazu ohne Reduplikation germ., z.B. got. ''laiƕ'', lat. ''līqu''-''ī'', idg. *-''loiqʷ''-(''a''). Dem Nasalpräsens λιμ-πάνω kommt am nächsten arm. ''lk’''-''an''-''em'' (idg. *''liqʷ''-); Nasalpräsentia verschiedener Ausformung begegnen mehrfach auch sonst, z. B. aind. (3. sg.) ''ri''-''ṇá''-''k''-''ti'', lat. ''li''-''n''-''qu''-''ó''. Dem thematischen Wurzelpräsens [[λείπω]] entsprechen germ., z. B. got. ''leiƕan'', ahd. ''līhan'' [[leihen]] (urg. *''līhu̯''-) und lit. ''liekù'' [[lassen]]; letzteres steht aber für älteres athemat. ''liek''-''mì'', das seinerseits vielleicht ein ehemaliges Nasalpräsens *''link''-''mi'' ersetzt hat. Auch das germ. Präsens ist auf eine nasalierte Grundform *''liŋhu̯''- zurückführbar und würde dann mit lat. ''linquō'' zusammenfallen. Zu bemerken noch [[λοιπός]] gegenüber den Subst. aind. ''ati''-''reka''- m., lit. ''ãt''-''laikas'', aksl. ''otъ''-''lěkъ'' [[Überbleibsel]] (idg. *-''loiqʷ''-''o''-); vgl. Porzig Satz- inhalte 304, Gliederung 167. Toch. AB ''lip''- [[übrig bleiben]] (für *''lik''-) muß aus lautlichen Gründen wegbleiben. — Weitere Einzelheiten m. reicher Lit. WP. 2, 396f., Pok. 669f., W.-Hofmann s. ''linquō'', Fraenkel s. ''lìkti''.<br />'''Page''' 2,99-100
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':le⋯pw 累坡<br />'''詞類次數''':動詞(6)<br />'''原文字根''':缺乏 相當於: ([[בְּלִי]]&#x200E; / [[מַבֵּל]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':缺少*,留下,缺乏,缺欠,沒有辦完,未辦完的事<br />'''同源字''':1) ([[ἀδιάλειπτος]])不間斷的 2) ([[ἀδιαλείπτως]])不住地 3) ([[ἀνέκλειπτος]])用不盡的 4) ([[ἀπολείπω]])棄置 5) ([[διαλείπω]])中止 6) ([[ἐγκαταλείπω]])撇棄於⋯中 7) ([[ἐκλείπω]])略去,消失 8) ([[ἐπιλείπω]])不足 9) ([[ἐπίλοιπος]])餘下的 10) ([[κατάλειμμα]] / [[ὑπόλειμμα]])殘餘 11) ([[καταλείπω]])留下 12) ([[κατάλοιπος]])餘剩的 13) ([[λεῖμμα]])餘數 14) ([[λείπω]])缺少 15) ([[λοιπός]])其餘的 16) ([[περιλείπομαι]])存留 17) ([[ὑπόλειμμα]])剩下的餘數 18) ([[ὑπολείπω]])剩下<br />'''出現次數''':總共(6);路(1);多(2);雅(3)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 缺少(3) 路18:22; 雅1:5; 雅2:15;<br />2) 缺欠(1) 雅1:4;<br />3) 未辦完的事(1) 多1:5;<br />4) 缺乏(1) 多3:13
|sngr='''原文音譯''':le⋯pw 累坡<br />'''詞類次數''':動詞(6)<br />'''原文字根''':缺乏 相當於: ([[בְּלִי]]&#x200E; / [[מַבֵּל]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':缺少*,留下,缺乏,缺欠,沒有辦完,未辦完的事<br />'''同源字''':1) ([[ἀδιάλειπτος]])不間斷的 2) ([[ἀδιαλείπτως]])不住地 3) ([[ἀνέκλειπτος]])用不盡的 4) ([[ἀπολείπω]])棄置 5) ([[διαλείπω]])中止 6) ([[ἐγκαταλείπω]])撇棄於⋯中 7) ([[ἐκλείπω]])略去,消失 8) ([[ἐπιλείπω]])不足 9) ([[ἐπίλοιπος]])餘下的 10) ([[κατάλειμμα]] / [[ὑπόλειμμα]])殘餘 11) ([[καταλείπω]])留下 12) ([[κατάλοιπος]])餘剩的 13) ([[λεῖμμα]])餘數 14) ([[λείπω]])缺少 15) ([[λοιπός]])其餘的 16) ([[περιλείπομαι]])存留 17) ([[ὑπόλειμμα]])剩下的餘數 18) ([[ὑπολείπω]])剩下<br />'''出現次數''':總共(6);路(1);多(2);雅(3)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 缺少(3) 路18:22; 雅1:5; 雅2:15;<br />2) 缺欠(1) 雅1:4;<br />3) 未辦完的事(1) 多1:5;<br />4) 缺乏(1) 多3:13
}}
}}