Anonymous

πέρκη: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perki
|Transliteration C=perki
|Beta Code=pe/rkh
|Beta Code=pe/rkh
|Definition=ἡ, a river-fish, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[perch]], <span class="bibl">Epich.47</span>,<span class="bibl">48</span>, <span class="bibl">Philyll.13.3</span>, <span class="bibl">Antiph. 194.2</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>505a17</span>, <span class="bibl">599b8</span>, Numen. ap. <span class="bibl">Ath.7.313c</span>. (Perh. cogn. with <b class="b3">περκνός</b>.)</span>
|Definition=ἡ, a river-fish, [[perch]], Epich.47,48, Philyll.13.3, Antiph. 194.2, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''505a17, 599b8, Numen. ap. Ath.7.313c. (Perh. cogn. with [[περκνός]].)
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0602.png Seite 602]] ἡ, ein nach seiner schwärzlichen Farbe benannter eßbarer Flußfisch, der [[Barsch]], lat. perca; Arist. H. A. 8, 15; [[ἀνθεσίχρως]], Matro bei Ath. IV, 135 d, [[δελεάρπαξ]], Leon. Tar. 93 (VII, 504).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0602.png Seite 602]] ἡ, ein nach seiner schwärzlichen Farbe benannter eßbarer Flußfisch, der [[Barsch]], lat. perca; Arist. H. A. 8, 15; [[ἀνθεσίχρως]], Matro bei Ath. IV, 135 d, [[δελεάρπαξ]], Leon. Tar. 93 (VII, 504).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />perche <i>(poisson d'eau douce à dos bleu foncé)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πέρκος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πέρκη -ης, ἡ [~ περκνός] [[baars]].
}}
{{elru
|elrutext='''πέρκη:''' ἡ [[окунь]] Arst., Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πέρκη''': ἡ, ὁ γνωστὸς [[ποτάμιος]] ἰχθύς, οὕτω καλούμενος ἐκ τοῦ σκοτεινοῦ [[αὐτοῦ]] χρώματος, λέγεται νῦν καὶ περκίδα, Λατ. perca, Ἐπίχαρμ. καὶ ἄλλοι Κωμικ. ποιηταὶ μνημονευόμενοι παρ’ Ἀθην. 135Ε, 284C, 319Β κἑξ., 450C, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 8., 8. 15, 3· ― [[ὡσαύτως]] περκίς, ίδος, ἡ, Διοσκ. 2. 35. ― Ἐντεῦθεν ὑποκορ. περκίδιον, τό, Ἀναξανδρίδης ἐν «Λυκούργῳ» 1.
|lstext='''πέρκη''': ἡ, ὁ γνωστὸς [[ποτάμιος]] ἰχθύς, οὕτω καλούμενος ἐκ τοῦ σκοτεινοῦ [[αὐτοῦ]] χρώματος, λέγεται νῦν καὶ περκίδα, Λατ. perca, Ἐπίχαρμ. καὶ ἄλλοι Κωμικ. ποιηταὶ μνημονευόμενοι παρ’ Ἀθην. 135Ε, 284C, 319Β κἑξ., 450C, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 8., 8. 15, 3· ― [[ὡσαύτως]] περκίς, ίδος, ἡ, Διοσκ. 2. 35. ― Ἐντεῦθεν ὑποκορ. περκίδιον, τό, Ἀναξανδρίδης ἐν «Λυκούργῳ» 1.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />perche <i>(poisson d’eau douce à dos bleu foncé)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πέρκος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[πέρκα]] Ν<br />[[γένος]] περκόμορφων ψαριών του γλυκού νερού, με πράσινο [[χρώμα]], σκούρες κάθετες ραβδώσεις και κοκκινόχρωμα ή πορτοκαλλιά κοιλιακά πτερύγια («[[κίχλη]] καὶ [[πέρκη]] καὶ γλανὶς καὶ κυπρῑνος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ψάρι]] του γένους serranus, τών θαλασσών τών εύκρατων περιοχών, με σκουροκάστανες, εγκάρσιες ταινίες, γνωστό και με τις κοινές ονομασίες [[περκί]] και [[περκάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[περκνός]].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[πέρκα]] Ν<br />[[γένος]] περκόμορφων ψαριών του γλυκού νερού, με πράσινο [[χρώμα]], σκούρες κάθετες ραβδώσεις και κοκκινόχρωμα ή πορτοκαλλιά κοιλιακά πτερύγια («[[κίχλη]] καὶ [[πέρκη]] καὶ γλανὶς καὶ κυπρῖνος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ψάρι]] του γένους serranus, τών θαλασσών τών εύκρατων περιοχών, με σκουροκάστανες, εγκάρσιες ταινίες, γνωστό και με τις κοινές ονομασίες [[περκί]] και [[περκάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[περκνός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πέρκη:''' ἡ, ψάρι της θάλασσας που αποκαλείται έτσι από το σκοτεινό [[χρώμα]] του (βλ. το επόμ.), η [[πέρκα]], σε Κωμ.
|lsmtext='''πέρκη:''' ἡ, ψάρι της θάλασσας που αποκαλείται έτσι από το σκοτεινό [[χρώμα]] του (βλ. το επόμ.), η [[πέρκα]], σε Κωμ.
}}
{{elnl
|elnltext=πέρκη -ης, ἡ [~ περκνός] baars.
}}
{{elru
|elrutext='''πέρκη:''' ἡ окунь Arst., Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πέρκη]], ἡ,<br />a [[river]]-[[fish]] so called from its [[dusky]] [[colour]] (v. [[περκνός]]), the [[perch]], Com.
|mdlsjtxt=[[πέρκη]], ἡ,<br />a [[river]]-[[fish]] so called from its [[dusky]] [[colour]] (v. [[περκνός]]), the [[perch]], Com.
}}
}}