3,274,313
edits
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
(39 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=πλᾰ́νος | ||
|Medium diacritics=πλάνος | |Medium diacritics=πλάνος | ||
|Low diacritics=πλάνος | |Low diacritics=πλάνος | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=planos | |Transliteration C=planos | ||
|Beta Code=pla/nos | |Beta Code=pla/nos | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾰ], ον,<br><span class="bld">1</span> Act., [[leading astray]], [[deceiving]], π. κατέσειον ἐδωδάν the [[bait]], Theoc.21.43, cf. ''AP''7.702 (Apollonid.); π. [[δῶρον|δῶρα]], [[ἄγρα]], Mosch.1.29, ''Fr.''1.10; [[πνεύμα]]τα ''1 Ep.Ti.''4.1.<br><span class="bld">2</span> Pass., [[wandering]], [[roaming]], [[fickle]], ποικίλον πρᾶγμ' ἐστὶ καὶ πλάνον τύχη Men.''Kith.Fr.''8; π. [[φέγγος|φέγγη]] = [[planet]]s, Man.4.3.<br><span class="bld">II</span> Subst. [[πλάνος]], ὁ, = [[πλάνη]], [[wandering]], [[roaming]], [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''1114, [[Euripides|E.]]''[[Alcestis|Alc.]]''482, etc.: in plural, Ar.''V.''873 (lyr.), etc.<br><span class="bld">b</span> κερκίδος πλάνοι, of the act of [[weaving]], [[Euripides|E.]]''[[Ion]]''1491 (lyr.).<br><span class="bld">2</span> metaph., φροντίδος πλάνοι = [[wandering]]s of [[thought]], [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''67; π. φρενῶν = [[wandering]] of [[mind]], [[madness]], E.''Hipp.''283; π. τε καρδίᾳ προσίσταται Id.''Fr.''1038; [[πλάνοις]] = [[in uncertain fits]], of a [[disease]], S.''Ph.''758; = [[πλάνη]] II.1, [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]''79d.<br><span class="bld">3</span> [[digression]], Id.''Ep.''344d.<br><span class="bld">4</span> [[error]], Ceb.25, Diog.Oen.26; [[grammatical mistake]], A.D.''Pron.''84.11.<br><span class="bld">III</span> of persons, [[πλάνος]], ὁ, [[vagabond]], [[impostor]], Nicostr.Com.24, Dionys.Com. 4, [[Diodorus Siculus|D.S.]]34/5.2.14, ''Ev.Matt.''27.63. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0625.png Seite 625]] 1) als adj., auch 2 Endgn, umherschweifend, Landstreicher, Taschenspieler, Gaukler u. dergl.; πλάνοι ἀστέρες, die Irr-, Wandelsterne, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0625.png Seite 625]] 1) als adj., auch 2 Endgn, [[umherschweifend]], [[Landstreicher]], [[Taschenspieler]], [[Gaukler]] u. dergl.; πλάνοι ἀστέρες, die Irr-, Wandelsterne, <span class="ggns">Gegensatz</span> ἄπλανοι, [[Fixsterne]]. – 2) als subst., ὁ πλ., das [[Umherirren]], [[Umherschweifen]], Soph. O. C. 1116; auch übertr. von der Krankheit, Phil. 748; u. von Gedanken, πολλὰς δ' ὁδοὺς ἐλθόντα φροντίδος πλάνοις, O. R. 67; Eur. Hel. 540; κερκίδος, Ion 1491; Ar. Vesp. 873; πέπαυται τοῦ πλάνου, Plat. Phaed. 79 d. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br /><b>1</b> [[errant]];<br /><b>2</b> [[qui égare]], [[qui trompe]].<br />'''Étymologie:''' R. Πλαν, errer.<br /><span class="bld">2</span>ου (ὁ) :<br />course errante ; <i>en parl. de choses</i> mouvements (d'une maladie, de la pensée, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' R. Πλαν, errer. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πλάνος -ον [πλανάω] (~ πλανάω) [[misleidend]]:; π. ἐδωδάν bedriegelijk voedsel (d.w.z. aas) Theocr. Id. 21.43; προσέχοντες πνεύμασιν πλάνοις doordat ze luisteren naar dwaalgeesten NT 1 Tim. 4.1; subst. ὁ πλάνος bedrieger. NT. (~ πλανάομαι) subst. ὁ πλάνος het zwerven, zwerftocht; overdr..; φροντίδος πλάνοις in de omzwervingen van mijn geest Soph. OT 67; π. φρενῶν geestelijke onrust Eur. Hipp. 283; onzekerheid; Plat. Phaed. 79d; uitweiding. Plat. Epist. 344d. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''πλάνος:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1</b> [[блуждающий]], [[переменчивый]], [[непостоянный]] (ποικίλον καὶ πλάνον [[πρᾶγμα]] Men.);<br /><b class="num">2</b> [[вводящий в заблуждение]], [[завлекающий]], [[обманчивый]] ([[ἐδωδή]] Theocr.; [[εἶδαρ]] ἀγκίστρου Anth.).<br /><b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1</b> [[блуждание]], [[скитание]], [[странствие]], Soph., Eur.;<br /><b class="num">2</b> [[колебание]], [[шатание]] (φροντίδος πλάνοι Soph.): (ἡ [[νόσος]]) ἥκει πλάνοις Soph. болезнь находит приступами; κερκίδος πλάνοι Eur. качание ткацкого челнока;<br /><b class="num">3</b> [[отклонение]], [[отступление]] Plat.;<br /><b class="num">4</b> [[обманщик]] NT. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 26: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-α, -ο / [[πλάνος]], -α, -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για πράγματα) αυτός που παραπλανά, που παραπείθει (α. «πλάνες υποσχέσεις» β. «μὴ τὸ θίγῃς πλάνα δῶρα», Μοσχ.)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που εξαπατά, [[απατεώνας]]<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> αυτός που πιστεύει ή διδάσκει εσφαλμένες θρησκευτικές δοξασίες, που αντιστρατεύεται τις χριστιανικές διδασκαλίες και αλήθειες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γοητεύει με την [[ομορφιά]] του, [[γοητευτικός]] (α. «πλάνα μάτια»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[γόης]]<br /><b>3.</b> αυτός που πλανάται ως [[προς]] την [[πεποίθηση]] ή την [[προσδοκία]] του («γλυκοί εστάθηκαν και πλάνοι / τών γονιών σου οι στοχασμοί», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[πλάνος]]<br />α) [[δόλωμα]] αλιευτικό<br />β) το [[πουλί]] [[γιδοβυζάστρα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασταθής]] («ποικίλον | |mltxt=<b>(I)</b><br />-α, -ο / [[πλάνος]], -α, -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για πράγματα) αυτός που παραπλανά, που παραπείθει (α. «πλάνες υποσχέσεις» β. «μὴ τὸ θίγῃς πλάνα δῶρα», Μοσχ.)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που εξαπατά, [[απατεώνας]]<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> αυτός που πιστεύει ή διδάσκει εσφαλμένες θρησκευτικές δοξασίες, που αντιστρατεύεται τις χριστιανικές διδασκαλίες και αλήθειες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γοητεύει με την [[ομορφιά]] του, [[γοητευτικός]] (α. «πλάνα μάτια»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[γόης]]<br /><b>3.</b> αυτός που πλανάται ως [[προς]] την [[πεποίθηση]] ή την [[προσδοκία]] του («γλυκοί εστάθηκαν και πλάνοι / τών γονιών σου οι στοχασμοί», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[πλάνος]]<br />α) [[δόλωμα]] αλιευτικό<br />β) το [[πουλί]] [[γιδοβυζάστρα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασταθής]] («ποικίλον πρᾶγμ' ἐστὶ καὶ πλάνον [[τύχη]]», Μέν.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιπλανάται («πλάνα φέγγη» — οι πλανήτες, Μαν.)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[περιπλάνηση]]<br />β) [[κίνηση]] («κερκίδος ἐμᾱς πλάνους», <b>Ευρ.</b>)<br />γ) [[παρέκκλιση]], [[παρέκβαση]]<br />δ) (για [[ασθένεια]]) ανώμαλη [[πορεία]]<br />ε) [[πλάνη]], [[λάθος]]<br />στ) γραμματικό [[σφάλμα]]<br />ζ) απατηλή [[κατάσταση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πνεῦμα πλάνον»<br />(στην Καινή Διαθήκη) [[δαίμονας]] που παραπλανά, που εκτρέπει από την [[ευθεία]] οδό, από την [[αλήθεια]]<br />β) «φροντίδος πλάνοι» — οι περιπλανήσεις της σκέψης<br />γ) «[[πλάνος]] φρενῶν»<br />i) [[μανία]], [[παραφροσύνη]]<br />ii) ψυχική [[διαταραχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. <i>πλανῶ</i> / <i>πλανῶμαι</i>].<br /> <b>(II)</b><br />το, Ν<br />(στον <b>Ερωτόκρ.</b>) δελεαστικό [[μέσο]], [[δέλεαρ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[πλάνη]] με [[αλλαγή]] γένους (<b>πρβλ.</b> [[μισθό]], <i>το</i>: [[μισθός]], <i>ο</i>, [[πεύκο]], <i>το</i>: [[πεύκη]], <i>η</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πλάνος:''' [ᾰ], -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> Ενεργ., αυτός που παραστρατεί, οδηγεί σε [[σφάλμα]], [[απατεώνας]], [[απατηλός]], σε Θεόκρ., Μόσχ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[πλάνος]], ὁ = [[πλάνη]].<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>φροντίδος πλάνοι</i>, περιπλανήσεις του μυαλού, [[τρέλα]], σε Ευρ.· <i>πλάνοις</i>, με ασταθή ξεσπάσματα, εξάρσεις, λέγεται για [[ασθένεια]], σε Σοφ.· <i>κερκίδος πλάνοι</i>, λέγεται για τις ενέργειες της ύφανσης, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[πλάνος]], <i>ὁ</i>, [[απατεώνας]], [[αγύρτης]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''πλάνος:''' [ᾰ], -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> Ενεργ., αυτός που παραστρατεί, οδηγεί σε [[σφάλμα]], [[απατεώνας]], [[απατηλός]], σε Θεόκρ., Μόσχ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[πλάνος]], ὁ = [[πλάνη]].<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>φροντίδος πλάνοι</i>, περιπλανήσεις του μυαλού, [[τρέλα]], σε Ευρ.· <i>πλάνοις</i>, με ασταθή ξεσπάσματα, εξάρσεις, λέγεται για [[ασθένεια]], σε Σοφ.· <i>κερκίδος πλάνοι</i>, λέγεται για τις ενέργειες της ύφανσης, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[πλάνος]], <i>ὁ</i>, [[απατεώνας]], [[αγύρτης]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πλάνος''': [ᾰ], -ον, 1) ἐνεργ., παραπλανῶν, παροδηγῶν, ἀπατῶν, ἐξαπατῶν, πλάνον κατέσειον ἐδωδήν, τὸ [[δέλεαρ]], Θεόκρ. 21. 43, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 702· πλάνα δῶρα, [[πλάνος]] [[ἄγρα]] Μόσχ. 1. 29., 5. 10· πνεύματα Αϳ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. δϳ, 1. 2) Παθ., πλανώμενος, περιπλανώμενος, [[ἀσταθής]], ποικίλον πρᾶγμ’ ἐστὶ καὶ πλάνον [[τύχη]] Μένανδρ. ἐν «Κιθαριστῇ» 8· [[ἀλλά]], πλάνα φέγγη, πλανῆται, Μανέθων 4. 3. ΙΙ. [[πλάνος]], ὁ, = [[πλάνη]], [[περιπλάνησις]], Σοφ. Ο. Κ. 1114, Εὐρ. Ἄλκ. 482, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Σφ. 873, κτλ. 2) μεταφορ., φροντίδος πλάνοι, αἱ περιπλανήσεις τῶν σκέψεων, Σοφ. Ο. Τ. 67· [[ἀλλά]], πλ. φρενῶν, παραπλάνησις τῶν φρενῶν, [[παραφροσύνη]], [[μανία]], Εὐρ. Ἱππ. 283, οὕτω, πλ. τε καρδίᾳ προσίσταται ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 1025· πλάνοις, με ἀκανονίστους παροξυσμούς, ἐπὶ νόσου, Σοφ. Φιλ. 758, ἴδε Ellendt Lex. ἐν λ. [[ἴσως]]· ― κερκίδος πλάνοι ἐπὶ τῆς ἐν τῷ ὑφαίνειν κινήσεως, Εὐρ. Ἴων 1491. 3) [[παρεκβολή]], [[παρέκβασις]], Πλάτ. Ἐπιστ. 344D. 4) [[πλάνη]], λάθος, Κέβητ. Πίναξ 25. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[πλάνος]], ὁ, [[ἀλήτης]] ἢ [[ἀπατεών]], Νικόστρατος ἐν «Σύρῳ» 1, Διονύσ. Κωμ. ἐν «Ὁμωνύμοις» 2, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζϳ, 63 Λατ. planus, Cic. pro Cluent. 26. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=πλᾰ́νος, ον,<br /><b class="num">1.</b> act. [[leading]] [[astray]], [[cheating]], deceiving, Theocr., Mosch.<br /><b class="num">II.</b> [[πλάνος]], = [[πλάνη]], a [[wandering]], [[roaming]], straying, Soph., Eur., etc.<br /><b class="num">2.</b> metaph., φροντίδος πλάνοι the wanderings of [[thought]], Soph.; but, πλ. φρενῶν [[wandering]] of [[mind]], [[madness]], Eur.; πλάνοις in [[uncertain]] fits, of a [[disease]], Soph.; κερκίδος πλάνοι, of the act of [[weaving]], Eur.<br /><b class="num">III.</b> of persons, [[πλάνος]], a [[deceiver]], [[impostor]], NTest. | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':pl£noj 普拉挪士<br />'''詞類次數''':形容詞(5)<br />'''原文字根''':離正道(者) 相當於: ([[תָּעָה]]‎)<br />'''字義溯源''':漂泊*,迷惑人的,誘惑人的,引誘人的,誤人者,欺騙人的。比較: ([[φρεναπάτης]])=迷亂人心者<br />'''同源字''':1) ([[ἀποπλανάω]])使人迷途 2) ([[πλανάω]])流浪,迷惑 3) ([[πλάνη]])詐欺,錯謬 4) ([[πλάνης]] / [[πλανήτης]])流蕩者 5) ([[πλάνος]])漂泊<br />'''出現次數''':總共(5);太(1);林後(1);提前(1);約貳(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 誘惑人的(2) 太27:63; 林後6:8;<br />2) 迷惑人的(2) 約貳1:7; 約貳1:7;<br />3) 引誘人的(1) 提前4:1 | |sngr='''原文音譯''':pl£noj 普拉挪士<br />'''詞類次數''':形容詞(5)<br />'''原文字根''':離正道(者) 相當於: ([[תָּעָה]]‎)<br />'''字義溯源''':漂泊*,迷惑人的,誘惑人的,引誘人的,誤人者,欺騙人的。比較: ([[φρεναπάτης]])=迷亂人心者<br />'''同源字''':1) ([[ἀποπλανάω]])使人迷途 2) ([[πλανάω]])流浪,迷惑 3) ([[πλάνη]])詐欺,錯謬 4) ([[πλάνης]] / [[πλανήτης]])流蕩者 5) ([[πλάνος]])漂泊<br />'''出現次數''':總共(5);太(1);林後(1);提前(1);約貳(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 誘惑人的(2) 太27:63; 林後6:8;<br />2) 迷惑人的(2) 約貳1:7; 約貳1:7;<br />3) 引誘人的(1) 提前4:1 | ||
}} | }} |