Anonymous

προσοφείλω: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
(CSV import)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosofeilo
|Transliteration C=prosofeilo
|Beta Code=prosofei/lw
|Beta Code=prosofei/lw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">owe besides</b> or [[still]], ἔτι πολλά <span class="bibl">Th.7.48</span>; διακόσια τάλαντα <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>15</span>; π. σοι ἄλλας χάριτας <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>3.2.16</span>, cf. <span class="bibl">D.3.31</span>, <span class="bibl">23.89</span>, <span class="title">IG</span>22.1623.54; τὸ λοιπὸν ὃ προσοφείλεις μοι <span class="bibl"><span class="title">PHib.</span>1.63.14</span> (iii B.C.), cf. <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>150.17</span> (iii B.C.), <span class="title">OGI</span>90.13 (Rosetta, ii B.C.), etc.: abs., προσοφείλοντας ἡμᾶς ἐνέγραψεν <span class="bibl">D.27.38</span> (divisim):— Pass., <b class="b2">to be still owing</b>, ὁ προσοφειλόμενος μισθός <span class="bibl">Th.8.45</span>, cf. <span class="title">SIG</span>410.18 (Erythrae, iii B.C.); <b class="b3">ἡ ἔχθρη ἡ προσοφειλομένη ἐς Ἀθηναίους ἐκ τῶν Αἰγινητέων</b> the hatred <b class="b2">which was still due</b> from the Aeginetans to the Athenians, i.e. their ancient feud, <span class="bibl">Hdt.5.82</span> (v.l. for [[προοφ-]]). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">to be behindhand</b>, <span class="bibl">Plb.38.8.6</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[owe besides]] or [[still]], ἔτι πολλά Th.7.48; διακόσια τάλαντα Plu.''Alex.''15; π. σοι ἄλλας χάριτας [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''3.2.16, cf. D.3.31, 23.89, ''IG''22.1623.54; τὸ λοιπὸν ὃ προσοφείλεις μοι ''PHib.''1.63.14 (iii B.C.), cf. ''PCair.Zen.''150.17 (iii B.C.), ''OGI''90.13 (Rosetta, ii B.C.), etc.: abs., προσοφείλοντας ἡμᾶς ἐνέγραψεν D.27.38 (divisim):—Pass., to [[be still owing]], ὁ προσοφειλόμενος μισθός Th.8.45, cf. ''SIG''410.18 (Erythrae, iii B.C.); <b class="b3">ἡ ἔχθρη ἡ προσοφειλομένη ἐς Ἀθηναίους ἐκ τῶν Αἰγινητέων</b> the hatred [[which was still due]] from the Aeginetans to the Athenians, i.e. their ancient feud, [[Herodotus|Hdt.]]5.82 ([[varia lectio|v.l.]] for [[προοφ-]]).<br><span class="bld">II</span> to [[be behindhand]], Plb.38.8.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0775.png Seite 775]] (s. [[ὀφείλω]]), noch dazu schuldig sein, zu entrichten haben; πρὸς τρισὶν ἰαμβείοισι προσοφείλων φανεῖ, Ar. Ran. 1133; τὸν προσοφειλόμενον [[φόρον]] [[μετίει]], Her. 6, 59, den noch fälligen Tribut; δισχίλια γὰρ τάλαντα [[ἤδη]] ἀναλωκέναι καὶ ἔτι πολλὰ προσοφείλειν, Thuc. 7, 48; τὸν προσοφειλόμενον μισθόν, 8, 45; öfter bei Sp., wie Pol. 1, 66, 3. 8, 25, 4; noch dazu Schulden machen, Xen. Oec. 20, 1; übtr. noch dazu verpflichtet, verbunden sein, ἡ ἔχθρη ἡ προσοφειλομένη ἐς Ἀθηναίους ἐκ τῶν Αἰγινητέων, Her. 5, 82, die er 81 ἡ παλαιὴ ἔχθρη nennt, die Feindschaft, zu der die Aegineten gegen die Athener verpflichtet waren, v. l. προοφειλομένη, s. oben; – προσοφείλειν γέλωτα, noch dazu Gelächter verschulden, verdienen, daß man ausgelacht werde, Dem. 27, 38; [[χάριν]], Pol. 5, 88, 4, der auch 39, 2, 6 sagt ἐξεπορεύετο μετὰ μεγάλης ἀξίας, ὥςτε τοὺς ἐν ταῖς τραγῳδίαις τυράννους πολύ τι προσοφείλειν, sie verschuldeten noch Viel, d. i. blieben hinter ihm zurück.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0775.png Seite 775]] (s. [[ὀφείλω]]), noch dazu schuldig sein, zu entrichten haben; πρὸς τρισὶν ἰαμβείοισι προσοφείλων φανεῖ, Ar. Ran. 1133; τὸν προσοφειλόμενον [[φόρον]] [[μετίει]], Her. 6, 59, den noch fälligen Tribut; δισχίλια γὰρ τάλαντα [[ἤδη]] ἀναλωκέναι καὶ ἔτι πολλὰ προσοφείλειν, Thuc. 7, 48; τὸν προσοφειλόμενον μισθόν, 8, 45; öfter bei Sp., wie Pol. 1, 66, 3. 8, 25, 4; noch dazu Schulden machen, Xen. Oec. 20, 1; übtr. noch dazu verpflichtet, verbunden sein, ἡ ἔχθρη ἡ προσοφειλομένη ἐς Ἀθηναίους ἐκ τῶν Αἰγινητέων, Her. 5, 82, die er 81 ἡ παλαιὴ ἔχθρη nennt, die Feindschaft, zu der die Aegineten gegen die Athener verpflichtet waren, [[varia lectio|v.l.]] προοφειλομένη, s. oben; – προσοφείλειν γέλωτα, noch dazu Gelächter verschulden, verdienen, daß man ausgelacht werde, Dem. 27, 38; [[χάριν]], Pol. 5, 88, 4, der auch 39, 2, 6 sagt ἐξεπορεύετο μετὰ μεγάλης ἀξίας, ὥςτε τοὺς ἐν ταῖς τραγῳδίαις τυράννους πολύ τι προσοφείλειν, sie verschuldeten noch Viel, d. i. blieben hinter ihm zurück.
}}
{{ls
|lstext='''προσοφείλω''': μέλλ. -ήσω, [[ὀφείλω]] ἔτι ἢ [[προσέτι]], πολλὰ Θουκ. 7. 48· διηκόσια τάλαντα Πλουτ. Ἀλέξ. 15· πρ. τινι [[χάριν]] Ξεν. Κυρ. 3. 2, 16, πρβλ. Δημ. 37. 7., 650. 23· - ἀπολ. προσοφείλοντας ἡμᾶς ἐνέγραψεν Δημ. 825. 19· - Παθ., ὁ προσφειλόμενος [[μισθός]], ὁ ἔτι ὀφειλόμενος, Θουκ. 8. 45· [[οὕτως]], ἡ ἔχθρη ἡ προσοφειλομένη ἐς Ἀθηναίους ἐκ τῶν Αἰγινητέων, ἡ [[ἔχθρα]] ἥτις ὠφείλετο ἔτι παρὰ τῶν Αἰγινητῶν πρὸς τοὺς Ἀθηναίους, δηλ. ἡ μεταξὺ αὐτῶν ἀρχαία [[ἔχθρα]], Ἡρόδ. 5. 82 (διάφ. γραφ. προύφ-, πρβλ. [[προοφείλω]]). ΙΙ. [[μένω]] [[ὀπίσω]], ὑστερῶ, ὑπολείπομαι, ὁ δὲ... ἐξεπορεύετο [[μετὰ]] [[μεγάλης]] ἀξίας ἐν τῇ πορφυρίδι καὶ τῇ πανοπλίᾳ [[βάδην]], [[ὥστε]] τοὺς ἐν ταῖς τραγῳδίαις τυράννους πολύ τι προσοφείλειν, ὑπολείπεσθαι, Πολύβ. 39. 2, 6.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=devoir en outre, être encore redevable de, acc. ; <i>Pass.</i> rester dû.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὀφείλω]].
|btext=devoir en outre, être encore redevable de, acc. ; <i>Pass.</i> rester dû.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὀφείλω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-οφείλω, ook praes. προσοφλισκάνω, bovendien nog schuldig zijn:; πολλὰ προσοφείλειν nog veel schuldig zijn Thuc. 7.48.5; pass.. προσοφειλόμενος μισθός achterstallige soldij Thuc. 8.45.2; χάριν π. nog dank verschuldigd zijn ook Dem. 3.31.
}}
{{elru
|elrutext='''προσοφείλω:'''<br /><b class="num">1</b> [[сверх того быть должным]], [[оставаться в долгу]], [[задолжать]] ([[ἔτι]] [[πολλά]] Thuc.; διηκόσια τάλαντα Plut.; τινί τι NT; ὁ προσοφειλόμενος [[μισθός]] Thuc.): ἡ [[ἔχθρη]] ἡ προσοφειλομένη ἔς τινα Her. застарелая вражда к кому-л.; χάριτάς τινι π. Xen. питать благодарность к кому-л.;<br /><b class="num">2</b> [[отставать]] ([[πολύ]] τι Polyb.).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 29: Line 32:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσοφείλω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. βʹ <i>-ῶφλον</i>· [[οφείλω]] [[επιπλέον]] ή [[ακόμη]] περισσότερο, σε Θουκ., Ξεν.· απόλ., προσοφείλοντας [[ἡμᾶς]] ἐνέγραψεν, σε Δημ. — Παθ., οφειλόμενος [[ακόμα]], αυτός που χρωστιέται [[ακόμα]], σε Θουκ.· ομοίως, ἡ [[ἔχθρη]] ἡ προσοφειλομένη ἐς Ἀθηναίους ἐκ [[τῶν]] Αἰγινητέων, η [[έχθρα]] που οφείλεται [[ακόμα]] από τους Αιγινήτες στους Αθηναίους, δηλ. η [[μεταξύ]] τους αρχαία [[έχθρα]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''προσοφείλω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. βʹ <i>-ῶφλον</i>· [[οφείλω]] [[επιπλέον]] ή [[ακόμη]] περισσότερο, σε Θουκ., Ξεν.· απόλ., προσοφείλοντας [[ἡμᾶς]] ἐνέγραψεν, σε Δημ. — Παθ., οφειλόμενος [[ακόμα]], αυτός που χρωστιέται [[ακόμα]], σε Θουκ.· ομοίως, ἡ [[ἔχθρη]] ἡ προσοφειλομένη ἐς Ἀθηναίους ἐκ τῶν Αἰγινητέων, η [[έχθρα]] που οφείλεται [[ακόμα]] από τους Αιγινήτες στους Αθηναίους, δηλ. η [[μεταξύ]] τους αρχαία [[έχθρα]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσοφείλω:'''<br /><b class="num">1)</b> сверх того быть должным, оставаться в долгу, задолжать ([[ἔτι]] [[πολλά]] Thuc.; διηκόσια τάλαντα Plut.; τινί τι NT; προσοφειλόμενος [[μισθός]] Thuc.): ἡ [[ἔχθρη]] ἡ προσοφειλομένη ἔς τινα Her. застарелая вражда к кому-л.; χάριτάς τινι π. Xen. питать благодарность к кому-л.;<br /><b class="num">2)</b> отставать ([[πολύ]] τι Polyb.).
|lstext='''προσοφείλω''': μέλλ. -ήσω, [[ὀφείλω]] ἔτι ἢ [[προσέτι]], πολλὰ Θουκ. 7. 48· διηκόσια τάλαντα Πλουτ. Ἀλέξ. 15· πρ. τινι [[χάριν]] Ξεν. Κυρ. 3. 2, 16, πρβλ. Δημ. 37. 7., 650. 23· - ἀπολ. προσοφείλοντας ἡμᾶς ἐνέγραψεν Δημ. 825. 19· - Παθ., προσφειλόμενος [[μισθός]], ὁ ἔτι ὀφειλόμενος, Θουκ. 8. 45· [[οὕτως]], ἡ ἔχθρη ἡ προσοφειλομένη ἐς Ἀθηναίους ἐκ τῶν Αἰγινητέων, ἡ [[ἔχθρα]] ἥτις ὠφείλετο ἔτι παρὰ τῶν Αἰγινητῶν πρὸς τοὺς Ἀθηναίους, δηλ. μεταξὺ αὐτῶν ἀρχαία [[ἔχθρα]], Ἡρόδ. 5. 82 (διάφ. γραφ. προύφ-, πρβλ. [[προοφείλω]]). ΙΙ. [[μένω]] [[ὀπίσω]], ὑστερῶ, ὑπολείπομαι, ὁ δὲ... ἐξεπορεύετο μετὰ [[μεγάλης]] ἀξίας ἐν τῇ πορφυρίδι καὶ τῇ πανοπλίᾳ [[βάδην]], [[ὥστε]] τοὺς ἐν ταῖς τραγῳδίαις τυράννους πολύ τι προσοφείλειν, ὑπολείπεσθαι, Πολύβ. 39. 2, 6.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-οφείλω, ook praes. προσοφλισκάνω, bovendien nog schuldig zijn:; πολλὰ προσοφείλειν nog veel schuldig zijn Thuc. 7.48.5; pass.. προσοφειλόμενος μισθός achterstallige soldij Thuc. 8.45.2; χάριν π. nog dank verschuldigd zijn ook Dem. 3.31.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 42: Line 42:
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':prosofe⋯lw 普羅士-哦費羅<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':向著-欠<br />'''字義溯源''':仍是負債,欠債,也虧欠;由([[πρός]])=向著)與([[ὀφείλω]])*=欠債)組成;而 ([[πρός]])出自([[πρό]])*=前)<br />'''出現次數''':總共(1);門(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 也虧欠(1) 門1:19
|sngr='''原文音譯''':prosofe⋯lw 普羅士-哦費羅<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':向著-欠<br />'''字義溯源''':仍是負債,欠債,也虧欠;由([[πρός]])=向著)與([[ὀφείλω]])*=欠債)組成;而 ([[πρός]])出自([[πρό]])*=前)<br />'''出現次數''':總共(1);門(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 也虧欠(1) 門1:19
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[adhuc debere]]'', to [[still owe]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.48.5/ 7.48.5],<br>PASS. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.45.2/ 8.45.2].
}}
}}