3,241,406
edits
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trofikos | |Transliteration C=trofikos | ||
|Beta Code=trofiko/s | |Beta Code=trofiko/s | ||
|Definition= | |Definition=τροφική, τροφικόν, [[nursing]], [[tending]], ἡ [[τροφική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) Poll.7.209; <b class="b3">τὰ τ. ὄργανα</b> the [[alimentary]] organs, Gal.9.392. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τροφικός''': -ή, -όν, ὁ τρέφων, εἰς τὸ τρέφειν ἀνήκων· - ἡ τροφικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]) | |lstext='''τροφικός''': -ή, -όν, ὁ τρέφων, εἰς τὸ τρέφειν ἀνήκων· - ἡ τροφικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]) Πολυδ. Ζ΄, 209. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[τροφικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τροφή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[θρέψη]] (α. «τροφικές διαταραχές» — διαταραχές που οφείλονται σε τοπικές ή γενικές βλάβες της θρέψεως ιστών ή οργάνων<br />β. «τροφική [[δηλητηρίαση]]» — [[δηλητηρίαση]] οφειλόμενη στη [[βρώση]] μολυσμένων τροφίμων)<br /><b>2.</b> αυτός που συντελεί στη [[θρέψη]] («τροφικά [[νεύρα]] και κέντρα» — νευρικά στοιχεία που ρυθμίζουν τη [[θρέψη]] τών οργάνων)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τροφικές αλυσίδες» ή «αλυσίδες διατροφής»<br /><b>βιολ.</b> νοητές αλυσίδες που ενώνουν σε [[κάθε]] τους κρίκο ένα [[θήραμα]] και έναν θηρευτή του, όπως [[είναι]] λ.χ. η [[αλυσίδα]] [[φυτό]]-τρωκτικό-[[φίδι]]-[[γεράκι]]<br />β) «[[τροφικός]] [[τύπος]]»<br /><b>βιολ.</b> [[γενικός]] όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει οργανισμούς, οι οποίοι έχουν ταξινομηθεί σύμφωνα με τη χημική [[φύση]] τών θρεπτικών συστατικών από τα οποία έχουν [[ανάγκη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[τροφή]] ή στη [[διατροφή]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ τροφικά</i><br />τα όργανα που συντελούν στη [[θρέψη]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ τροφική</i><br />η [[εκτροφή]] και [[συντήρηση]] κοπαδιού, [[αγελαιοτροφία]]. | |mltxt=-ή, -ό / [[τροφικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τροφή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[θρέψη]] (α. «τροφικές διαταραχές» — διαταραχές που οφείλονται σε τοπικές ή γενικές βλάβες της θρέψεως ιστών ή οργάνων<br />β. «τροφική [[δηλητηρίαση]]» — [[δηλητηρίαση]] οφειλόμενη στη [[βρώση]] μολυσμένων τροφίμων)<br /><b>2.</b> αυτός που συντελεί στη [[θρέψη]] («τροφικά [[νεύρα]] και κέντρα» — νευρικά στοιχεία που ρυθμίζουν τη [[θρέψη]] τών οργάνων)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τροφικές αλυσίδες» ή «αλυσίδες διατροφής»<br /><b>βιολ.</b> νοητές αλυσίδες που ενώνουν σε [[κάθε]] τους κρίκο ένα [[θήραμα]] και έναν θηρευτή του, όπως [[είναι]] λ.χ. η [[αλυσίδα]] [[φυτό]]-τρωκτικό-[[φίδι]]-[[γεράκι]]<br />β) «[[τροφικός]] [[τύπος]]»<br /><b>βιολ.</b> [[γενικός]] όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει οργανισμούς, οι οποίοι έχουν ταξινομηθεί σύμφωνα με τη χημική [[φύση]] τών θρεπτικών συστατικών από τα οποία έχουν [[ανάγκη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[τροφή]] ή στη [[διατροφή]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ τροφικά</i><br />τα όργανα που συντελούν στη [[θρέψη]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ τροφική</i><br />η [[εκτροφή]] και [[συντήρηση]] κοπαδιού, [[αγελαιοτροφία]]. | ||
}} | }} |