Anonymous

εὐμεταχείριστος: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
(CSV import)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evmetacheiristos
|Transliteration C=evmetacheiristos
|Beta Code=eu)metaxei/ristos
|Beta Code=eu)metaxei/ristos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[manageable]], of persons, <span class="bibl">Isoc.<span class="title">Ep.</span>2.20</span>, <span class="bibl">Pl. <span class="title">Phdr.</span>240a</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>2.6.20</span>; of things, <span class="bibl">Onos.6.5</span>; λόγος -ότερος <span class="bibl">Isoc.<span class="title">Ep.</span> 9.2</span>; σώματα εὐ. τῇ τέχνῃ <span class="bibl">Max.Tyr.10.3</span>; χρεία εὐ. πρὸς τὸ ζῆν <span class="bibl">Arist. <span class="title">Pol.</span>1257a37</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">easy to cope with</b>, ἰσχύς <span class="bibl">Th.6.85</span>, cf. <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>5.2.15</span>; of persons, <span class="bibl">D.H.8.6</span> (Comp.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> in Act. signf., Adv.-τως <b class="b2">handily, adroitly</b>, τῇ ἀσπίδι χρῆσθαι <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Gym.</span>19</span>, cf. <span class="bibl">Eustr.<span class="title">in EN</span>343.32</span>.</span>
|Definition=εὐμεταχείριστον,<br><span class="bld">A</span> [[manageable]], of persons, Isoc.Ep.2.20, Pl. Phdr.240a, X.An.2.6.20; of things, Onos.6.5; λόγος εὐμεταχειριστότερος Isoc.Ep. 9.2; σώματα εὐ. τῇ τέχνῃ Max.Tyr.10.3; χρεία εὐ. πρὸς τὸ ζῆν Arist. Pol.1257a37.<br><span class="bld">2</span> [[easy to cope with]], ἰσχύς Th.6.85, cf. X.HG5.2.15; of persons, D.H.8.6 (Comp.).<br><span class="bld">II</span> in Act. signf., Adv. [[εὐμεταχειρίστως]] = [[handily]], [[adroitly]], τῇ ἀσπίδι χρῆσθαι Philostr.Gym.19, cf. Eustr.in EN343.32.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1080.png Seite 1080]] leicht zu handhaben, zu behandeln; οὔτ' εὐάλωτον [[οὔτε]] ἁλόντα εὐμ. ἡγήσεται Plat. Phaedr. 240 a; οἱ ἄδικοι ἐπεβούλευον ὡς εὐμεταχειρίστῳ ὄντι, als einem gutmüthigen Manne, mit dem man leicht fertig werden kann, Xen. An. 2, 6, 20; von Dingen, leicht zu betreiben, [[leicht]], [[χρεία]] Arist. polit. 1, 9, [[λόγος]] Isocr. ep. 9 A.; Sp., wie Luc. salt. 35; – leicht zu überwältigen, zu bezwingen, [[δύναμις]] Thuc. 6, 85, eine Heeresmacht; vgl. Xen. Hell. 5, 2, 15; Sp., ἀπ' ἐμοῦ τοῦ νεωτέρου καὶ εὐμεταχειριστοτάτου ἀρξάμενος D. Hal. 8, 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1080.png Seite 1080]] leicht zu handhaben, zu behandeln; οὔτ' εὐάλωτον [[οὔτε]] ἁλόντα εὐμ. ἡγήσεται Plat. Phaedr. 240 a; οἱ ἄδικοι ἐπεβούλευον ὡς εὐμεταχειρίστῳ ὄντι, als einem gutmütigen Manne, mit dem man leicht fertig werden kann, Xen. An. 2, 6, 20; von Dingen, leicht zu betreiben, [[leicht]], [[χρεία]] Arist. polit. 1, 9, [[λόγος]] Isocr. ep. 9 A.; Sp., wie Luc. salt. 35; – leicht zu überwältigen, zu bezwingen, [[δύναμις]] Thuc. 6, 85, eine Heeresmacht; vgl. Xen. Hell. 5, 2, 15; Sp., ἀπ' ἐμοῦ τοῦ νεωτέρου καὶ εὐμεταχειριστοτάτου ἀρξάμενος D. Hal. 8, 6.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[facile à manier]], [[maniable]], [[traitable]], [[facile]];<br /><b>2</b> [[facile à maîtriser]], [[à vaincre]];<br /><i>Cp.</i> εὐμεταχειριστότερος, <i>Sp.</i> [[εὐμεταχειριστότατος]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μεταχειρίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐμεταχείριστος:''' [[легко одолимый]], [[тот]], [[с которым легко справиться или совладать]] (''[[sc.]]'' [[ἀγωνιστής]] Xen., Plat., Plut.; [[ἰσχύς]] Thuc.; [[λόγος]] Isocr., Plut.; [[χρεία]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐμεταχείριστος''': -ον, ὃν εὐκόλως μεταχειρίζεταί τις, εὐκολοκυβέρνητος, ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἰσοκρ. 410D, Πλάτ. Φαῖδρ. 420Α, Ξεν. Ἀν. 2. 6, 20: - οὕτω καὶ ἐπὶ πραγμάτων, Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 9· [[χρεία]] εὐμ. πρὸς τὸ ζῆν Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 9, 8. 2) [[εὐδιοίκητος]], Θουκ. 6. 85, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 15.
|lstext='''εὐμεταχείριστος''': -ον, ὃν εὐκόλως μεταχειρίζεταί τις, εὐκολοκυβέρνητος, ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἰσοκρ. 410D, Πλάτ. Φαῖδρ. 420Α, Ξεν. Ἀν. 2. 6, 20: - οὕτω καὶ ἐπὶ πραγμάτων, Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 9· [[χρεία]] εὐμ. πρὸς τὸ ζῆν Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 9, 8. 2) [[εὐδιοίκητος]], Θουκ. 6. 85, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 15.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> facile à manier, maniable, traitable, facile;<br /><b>2</b> facile à maîtriser, à vaincre;<br /><i>Cp.</i> εὐμεταχειριστότερος, <i>Sp.</i> εὐμεταχειριστότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μεταχειρίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐμεταχείριστος]], -ον)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μεταχειρίζεται [[κάποιος]] εύκολα, ο ευκολομεταχείριστος, αυτός που κυβερνιέται εύκολα, ο [[βολικός]] («οἱ δἐ ἄδικοι ἐπεβούλευον ὡς εὐμεταχειρίστῳ ὄντι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) αυτός τον οποίο μεταχειρίζεται [[κάποιος]] εύκολα, ο [[εύχρηστος]] («[[λόγος]] εὐμεταχειριστότερος», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> αυτός τον οποίο αντιμετωπίζει [[κάποιος]] εύκολα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐμεταχειρίστως</i> (Α)<br />με τρόπο ευκολομεταχείριστο, βολικά, με [[επιδεξιότητα]] («εὐμεταχειρίστως τῇ ἀσπίδι χρῆσθαι», Φιλόστρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>μετα</i>-[[χειρίζομαι]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>μετα</i>-[[χείριστος]], <i>δυσ</i>-<i>μετα</i>-[[χείριστος]])].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐμεταχείριστος]], -ον)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μεταχειρίζεται [[κάποιος]] εύκολα, ο ευκολομεταχείριστος, αυτός που κυβερνιέται εύκολα, ο [[βολικός]] («οἱ δἐ ἄδικοι ἐπεβούλευον ὡς εὐμεταχειρίστῳ ὄντι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) αυτός τον οποίο μεταχειρίζεται [[κάποιος]] εύκολα, ο [[εύχρηστος]] («[[λόγος]] εὐμεταχειριστότερος», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> αυτός τον οποίο αντιμετωπίζει [[κάποιος]] εύκολα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐμεταχειρίστως</i> (Α)<br />με τρόπο ευκολομεταχείριστο, βολικά, με [[επιδεξιότητα]] («εὐμεταχειρίστως τῇ ἀσπίδι χρῆσθαι», Φιλόστρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>μετα</i>-[[χειρίζομαι]] ([[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>μετα</i>-[[χείριστος]], <i>δυσ</i>-<i>μετα</i>-[[χείριστος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐμεταχείριστος:''' -ον ([[μεταχειρίζω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που εύκολα χειρίζεται ή «κουμαντάρεται», [[εύπλαστος]], ευκολομεταχείριστος, σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που εύκολα αντιμετωπίζεται ή διοικείται, σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''εὐμεταχείριστος:''' -ον ([[μεταχειρίζω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που εύκολα χειρίζεται ή «κουμαντάρεται», [[εύπλαστος]], ευκολομεταχείριστος, σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που εύκολα αντιμετωπίζεται ή διοικείται, σε Θουκ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐμεταχείριστος:''' легко одолимый, тот, с которым легко справиться или совладать (sc. [[ἀγωνιστής]] Xen., Plat., Plut.; [[ἰσχύς]] Thuc.; [[λόγος]] Isocr., Plut.; [[χρεία]] Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-μεταχείριστος, ον [[μεταχειρίζω]]<br /><b class="num">1.</b> [[easy]] to [[handle]] or [[manage]], [[manageable]], Plat., Xen.<br /><b class="num">2.</b> [[easy]] to [[deal]] with or [[master]], Thuc., Xen.
|mdlsjtxt=εὐ-μεταχείριστος, ον [[μεταχειρίζω]]<br /><b class="num">1.</b> [[easy]] to [[handle]] or [[manage]], [[manageable]], Plat., Xen.<br /><b class="num">2.</b> [[easy]] to [[deal]] with or [[master]], Thuc., Xen.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[easy to deal with]], [[easy to manage]]
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[qui facile debellari potest]]'', [[who can easily be subdued]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.85.3/ 6.85.3].
}}
}}