Anonymous

ἐπικρύπτω: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
(CSV import)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epikrypto
|Transliteration C=epikrypto
|Beta Code=e)pikru/ptw
|Beta Code=e)pikru/ptw
|Definition=poet. aor. 2 <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ἐπέκρῠφον <span class="bibl">Q.S.7.235</span> (v.l.<b class="b3">ἀπ-</b>):—<b class="b2">throw a</b> <b class="b2">cloak over, conceal</b>, χεῖρας φονίας <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>317</span> (lyr.); τὴν βούλησιν τοῦ ὀνόματος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Cra.</span>421b</span>; f.l.for [[ἔπη κρύπτειν]], <span class="bibl">E.<span class="title">Supp.</span>296</span>:—freq. in Med., [[disguise]], κἀπικρύψασθαι κακά <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>88.12</span> (v.l.); <b class="b3">τὰς αὑτοῦ τύχας . . τοὐπικρύπτεσθαι</b> σοφόν <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>553</span>; ἐ. τὴν αὑτοῦ ἀπορίαν <span class="bibl">Pl.<span class="title">La.</span>196b</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Prt.</span>346b</span>; τἀληθῆ <span class="bibl">D.17.17</span>: abs., <b class="b3">ἐπικρυπτόμενος</b> <b class="b2">with concealment</b> or [[secrecy]], <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>1.1.6</span>; ἐπικρύπτεσθαί τι τῷ μεγέθει τῶν ἄλλων ἔργων <span class="bibl">D. 61.45</span>; πρὸς τοὺς πολλοὺς τὴν δεινότητα <span class="bibl">Plu.<span class="title">Per.</span>4</span>; <b class="b3">ἐ. τινά τι</b> [[conceal]] a thing [[from]] one, <span class="bibl">Plb.3.75.1</span>; also ἐ. τινὰ ὡς . . <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>180d</span>; <b class="b3">ὅτι οὐχ</b> ὑγιαίνει <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>476e</span>; <b class="b2">disguise, conceal one's purpose</b>, <b class="b3">τῶν πεντακισχιλίων</b> τῷ ὀνόματι <span class="bibl">Th.8.92</span>; ἐσθῆτι θεράποντος <span class="bibl">Plu.<span class="title">Caes.</span>38</span>:—Pass., [[to]] <b class="b2">be concealed</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1278a39</span>.</span>
|Definition=poet. aor. 2 ἐπέκρῠφον Q.S.7.235 (v.l.<b class="b3">ἀπ-</b>):—[[throw a]] [[cloak over]], [[conceal]], χεῖρας φονίας A.''Eu.''317 (lyr.); τὴν βούλησιν τοῦ ὀνόματος [[Plato|Pl.]]''[[Cratylus|Cra.]]''421b; [[falsa lectio|f.l.]]for [[ἔπη κρύπτειν]], [[Euripides|E.]]''[[Supplices|Supp.]]''296:—freq. in Med., [[disguise]], κἀπικρύψασθαι κακά [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''88.12 ([[varia lectio|v.l.]]); <b class="b3">τὰς αὑτοῦ τύχας.. τοὐπικρύπτεσθαι</b> σοφόν E.''Fr.''553; ἐ. τὴν αὑτοῦ ἀπορίαν Pl.''La.''196b, cf. ''Prt.''346b; τἀληθῆ D.17.17: abs., [[ἐπικρυπτόμενος]] [[with concealment]] or [[secrecy]], X.''An.''1.1.6; ἐπικρύπτεσθαί τι τῷ μεγέθει τῶν ἄλλων ἔργων D. 61.45; πρὸς τοὺς πολλοὺς τὴν δεινότητα Plu.''Per.''4; <b class="b3">ἐ. τινά τι</b> [[conceal]] a thing [[from]] one, Plb.3.75.1; also ἐ. τινὰ ὡς.. [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''180d; <b class="b3">ὅτι οὐχ</b> ὑγιαίνει Id.''R.''476e; [[disguise]], [[conceal one's purpose]], <b class="b3">τῶν πεντακισχιλίων</b> τῷ ὀνόματι Th.8.92; ἐσθῆτι θεράποντος Plu.''Caes.''38:—Pass., [[to]] [[be concealed]], Arist.''Pol.''1278a39.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0954.png Seite 954]] verbergen; χεῖρας φονίας Aesch. Eum. 307; τὸ ψῖ προσγενόμενον ἐπικρύπτει τὴν βούλησιν τοῦ ὀνόματος Plat. Crat. 421 b; Sp., aor. II. ἐπέκρυφε, Qu. Sm. 7, 235. – Gew. med. verheimlichen, verhehlen; τὴν [[αὑτοῦ]] ἀπορίαν Plat. Lach. 196 b; ὅτι οὐχ ὑγιαίνει Rep. V, 476 e; im Ggstz von ἀναφανδὸν ἀποδείκνυσθαι τοὺς πολλούς, vor der Menge, Theaet. 180 c; Parm. 128 c; Pol. 3, 75, 1; ἐπεκρύπτοντο ἔτι τῷ τῶν [[πεντάκις]] χιλίων ὀνόματι, μὴ [[ἄντικρυς]] ὀνομάζειν, sie versteckten sich hinter den Namen, und hüteten sich geradezu zu sagen, Thuc. 8, 92; δύναμιν ἤθροισεν ὡς [[μάλιστα]] ἐδύνατο ἐπικρυπτόμενος, so heimlich wie möglich, Xen. An. 1, 1, 6; τἀληθῆ Dem. 17, 17; πρὸς τοὺς πολλοὺς εἰς τὸ τῆς μουσικῆς [[ὄνομα]] σοφιστικὴν δεινότητα Plut. Pericl. 4, vor der Menge unter dem Namen der Musik verbergen; sich verbergen, ἐσθῆτι Caes. 38.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0954.png Seite 954]] verbergen; χεῖρας φονίας Aesch. Eum. 307; τὸ ψῖ προσγενόμενον ἐπικρύπτει τὴν βούλησιν τοῦ ὀνόματος Plat. Crat. 421 b; Sp., aor. II. ἐπέκρυφε, Qu. Sm. 7, 235. – Gew. med. verheimlichen, verhehlen; τὴν [[αὑτοῦ]] ἀπορίαν Plat. Lach. 196 b; ὅτι οὐχ ὑγιαίνει Rep. V, 476 e; im <span class="ggns">Gegensatz</span> von ἀναφανδὸν ἀποδείκνυσθαι τοὺς πολλούς, vor der Menge, Theaet. 180 c; Parm. 128 c; Pol. 3, 75, 1; ἐπεκρύπτοντο ἔτι τῷ τῶν [[πεντάκις]] χιλίων ὀνόματι, μὴ [[ἄντικρυς]] ὀνομάζειν, sie versteckten sich hinter den Namen, und hüteten sich geradezu zu sagen, Thuc. 8, 92; δύναμιν ἤθροισεν ὡς [[μάλιστα]] ἐδύνατο ἐπικρυπτόμενος, so heimlich wie möglich, Xen. An. 1, 1, 6; τἀληθῆ Dem. 17, 17; πρὸς τοὺς πολλοὺς εἰς τὸ τῆς μουσικῆς [[ὄνομα]] σοφιστικὴν δεινότητα Plut. Pericl. 4, vor der Menge unter dem Namen der Musik verbergen; sich verbergen, ἐσθῆτι Caes. 38.
}}
{{bailly
|btext=cacher, dissimuler, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἐπικρύπτομαι]];<br /><b>1</b> <i>tr.</i> cacher, dissimuler : τι qch;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se déguiser, se dissimuler : ὀνόματι THC, ἐσθῆτι PLUT sous un faux nom, sous un vêtement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κρύπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικρύπτω:''' (aor. 2 ἐπέκρῠφον) (чаще med.)<br /><b class="num">1</b> [[скрывать]], [[прикрывать]], [[прятать]] (χεῖρας Aesch.; τὴν βούλησιν τοῦ ὀνόματος Plat.; med., τὴν [[αὑτοῦ]] ἀπορίαν Plat.; τἀληθῆ Dem.; τὴν παρασκευήν Plut.): ἐπικρύπτεσθαί τί τινι Dem. или τι εἴς τι Plut. скрывать что-л. посредством чего-л.; ἐπικρύπτεσθαί τινά τι Plat., Polyb. скрывать что-л. от кого-л.; ἐπικρυπτόμενος Xen. держа в тайне, секретно; ἐπικεκρυμμένος Arst. хранимый в тайне;<br /><b class="num">2</b> med. [[закрываться]], [[прикрываться]] (ἐσθῆτι Plut.);<br /><b class="num">3</b> med. [[скрываться]], [[прятаться]]: ἐ. τῷ ὀνόματί τινος Thuc. скрываться под чьим-л. именем.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπικρύπτω''': μέλ. -κρύψω: ἀόρ. β΄ ἐπέκρῠφον. Ἐπικαλύπτω, [[κρύπτω]], [[ὅστις]] δ’ ἀλιτών... χεῖρας φονίας ἐπικρύπτει Αἰσχύλ. Εὐμ. 317˙ τὴν βούλησιν Πλάτ. Κρατ. 421Β (ἐν Εὐρ. Ἱκέτ. 296, ὁ Ἕρμανν. διορθοῖ: ἔπη κρύπτειν)˙ ― συχνὸν παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, [[σκεπάζω]] τι, δὲν καθιστῶ αὐτὸ φανερὸν εἰς ἄλλους, πάρεστιν αὐτῷ κἀπικρύψασθαι κακὰ Σοφ. Ἀποσπ. 109, ἐν τέλει˙ τὰς [[αὐτοῦ]] τύχας... τοὐπικρύπτεσθαι σοφὸν Εὐρ. Ἀποσπ. 557˙ ἐπ. τὴν αὑτοῦ ἀπορίαν Πλάτ. Λάχ. 196Β, πρβλ. Πρωτ. 346Β ὅ τι οὐχ ὑγιαίνει ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 476Ε˙ τἀληθῆ Δημ. 216. 16˙ ἀπολ., ἐπικρυπτόμενος, μὴ φανερῶν ἑαυτόν, [[μετὰ]] μυστικότητος, Ξεν. Ἀν. 1. 1, 6˙ τὰ δὲ λοιπὰ τῷ μεγέθει τῶν ἄλλων ἔργων ἐπικρυψάμενον Δημ 1415. 3˙ [[ὡσαύτως]], τι εἴς τι Πλουτ. Περικλ. 4: ― ἐπικρύπτεσθαί τινά τι, ἀποκρύπτειν τι ἀπό τινος, φυλάττειν αὐτὸ μυστικόν, Πολύβ. 3. 75, 1˙ [[ὡσαύτως]], ἐπ. τινα ὡς... Πλάτ. Θεαίτ. 180D: ― [[ἀποκρύπτω]] τὸν σκοπόν μου, ἐπεκρύπτοντο γὰρ [[ὅμως]] ἔτι τῶν πεντακισχιλίων τῷ ὀνόματι, «ὅσοις ἦν βουλομένοις δημοκρατεῖσθαι τὴν πόλιν, οὗτοι δὴ [[μόνως]] προσηγόρευον τὴν κατάστασιν ἣν ἐβούλοντο γενέσθαι, φοβούμενοι τὸ [[ὄνομα]], ἀλλ’ ὑπαλλάττοντες πεντακισχιλίους ἐκάλουν» (Σχολ.), Θουκ. 8. 92˙ [[μεταμφιάζω]] ἐμαυτόν, ἐσθῆτι θεράποντος ἐπικρυψάμενος Πλουτ, Καῖσ. 38˙ ἐπικρυπτομένων τοὺς πολλούς, παραπλανώντων, ἐξαπατώντων, Πλάτ. Θεαίτ. 180C. ― Παθ., κρύπτομαι, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 5, 9.
|lstext='''ἐπικρύπτω''': μέλ. -κρύψω: ἀόρ. β΄ ἐπέκρῠφον. Ἐπικαλύπτω, [[κρύπτω]], [[ὅστις]] δ’ ἀλιτών... χεῖρας φονίας ἐπικρύπτει Αἰσχύλ. Εὐμ. 317˙ τὴν βούλησιν Πλάτ. Κρατ. 421Β (ἐν Εὐρ. Ἱκέτ. 296, ὁ Ἕρμανν. διορθοῖ: ἔπη κρύπτειν)˙ ― συχνὸν παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, [[σκεπάζω]] τι, δὲν καθιστῶ αὐτὸ φανερὸν εἰς ἄλλους, πάρεστιν αὐτῷ κἀπικρύψασθαι κακὰ Σοφ. Ἀποσπ. 109, ἐν τέλει˙ τὰς [[αὐτοῦ]] τύχας... τοὐπικρύπτεσθαι σοφὸν Εὐρ. Ἀποσπ. 557˙ ἐπ. τὴν αὑτοῦ ἀπορίαν Πλάτ. Λάχ. 196Β, πρβλ. Πρωτ. 346Β ὅ τι οὐχ ὑγιαίνει ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 476Ε˙ τἀληθῆ Δημ. 216. 16˙ ἀπολ., ἐπικρυπτόμενος, μὴ φανερῶν ἑαυτόν, μετὰ μυστικότητος, Ξεν. Ἀν. 1. 1, 6˙ τὰ δὲ λοιπὰ τῷ μεγέθει τῶν ἄλλων ἔργων ἐπικρυψάμενον Δημ 1415. 3˙ [[ὡσαύτως]], τι εἴς τι Πλουτ. Περικλ. 4: ― ἐπικρύπτεσθαί τινά τι, ἀποκρύπτειν τι ἀπό τινος, φυλάττειν αὐτὸ μυστικόν, Πολύβ. 3. 75, 1˙ [[ὡσαύτως]], ἐπ. τινα ὡς... Πλάτ. Θεαίτ. 180D: ― [[ἀποκρύπτω]] τὸν σκοπόν μου, ἐπεκρύπτοντο γὰρ [[ὅμως]] ἔτι τῶν πεντακισχιλίων τῷ ὀνόματι, «ὅσοις ἦν βουλομένοις δημοκρατεῖσθαι τὴν πόλιν, οὗτοι δὴ [[μόνως]] προσηγόρευον τὴν κατάστασιν ἣν ἐβούλοντο γενέσθαι, φοβούμενοι τὸ [[ὄνομα]], ἀλλ’ ὑπαλλάττοντες πεντακισχιλίους ἐκάλουν» (Σχολ.), Θουκ. 8. 92˙ [[μεταμφιάζω]] ἐμαυτόν, ἐσθῆτι θεράποντος ἐπικρυψάμενος Πλουτ, Καῖσ. 38˙ ἐπικρυπτομένων τοὺς πολλούς, παραπλανώντων, ἐξαπατώντων, Πλάτ. Θεαίτ. 180C. ― Παθ., κρύπτομαι, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 5, 9.
}}
{{bailly
|btext=cacher, dissimuler, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπικρύπτομαι;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> cacher, dissimuler : [[τι]] qch;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se déguiser, se dissimuler : ὀνόματι THC, ἐσθῆτι PLUT sous un faux nom, sous un vêtement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κρύπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικρύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, αόρ. βʹ <i>ἐπέκρῠφον</i>· [[συγκαλύπτω]], [[κρύβω]], σε Αισχύλ., Πλάτ. — Μέσ., [[κρύβω]], [[αποκρύπτω]], στον ίδ., Δημ.· μεταμφιέζομαι, αποκρύπτομαι, [[κρύβω]] το σκοπό μου, σε Θουκ., Πλούτ.· <i>ἐπικρυπτόμενος</i>, με [[μυστικότητα]] ή [[εχεμύθεια]], [[κρυφά]], [[μυστικά]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐπικρύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, αόρ. βʹ <i>ἐπέκρῠφον</i>· [[συγκαλύπτω]], [[κρύβω]], σε Αισχύλ., Πλάτ. — Μέσ., [[κρύβω]], [[αποκρύπτω]], στον ίδ., Δημ.· μεταμφιέζομαι, αποκρύπτομαι, [[κρύβω]] το σκοπό μου, σε Θουκ., Πλούτ.· <i>ἐπικρυπτόμενος</i>, με [[μυστικότητα]] ή [[εχεμύθεια]], [[κρυφά]], [[μυστικά]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικρύπτω:''' (aor. 2 ἐπέκρῠφον) (чаще med.)<br /><b class="num">1)</b> скрывать, прикрывать, прятать (χεῖρας Aesch.; τὴν βούλησιν τοῦ ὀνόματος Plat.; med., τὴν [[αὑτοῦ]] ἀπορίαν Plat.; τἀληθῆ Dem.; τὴν παρασκευήν Plut.): ἐπικρύπτεσθαί τί τινι Dem. или τι εἴς τι Plut. скрывать что-л. посредством чего-л.; ἐπικρύπτεσθαί τινά τι Plat., Polyb. скрывать что-л. от кого-л.; ἐπικρυπτόμενος Xen. держа в тайне, секретно; ἐπικεκρυμμένος Arst. хранимый в тайне;<br /><b class="num">2)</b> med. закрываться, прикрываться (ἐσθῆτι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> med. скрываться, прятаться: ἐ. τῷ ὀνόματί τινος Thuc. скрываться под чьим-л. именем.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω aor2 ἐπέκρῠφον<br />to [[throw]] a [[cloak]] [[over]], [[conceal]], Aesch., Plat.:—Mid. to [[disguise]], Plat., Dem.:— to [[disguise]] [[oneself]], [[conceal]] one's [[purpose]], Thuc., Plut.; ἐπικρυπτόμενος with [[concealment]] or [[secrecy]], Xen.
|mdlsjtxt=fut. ψω aor2 ἐπέκρῠφον<br />to [[throw]] a [[cloak]] [[over]], [[conceal]], Aesch., Plat.:—Mid. to [[disguise]], Plat., Dem.:— to [[disguise]] [[oneself]], [[conceal]] one's [[purpose]], Thuc., Plut.; ἐπικρυπτόμενος with [[concealment]] or [[secrecy]], Xen.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[occultare se]]'', to [[conceal oneself]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.92.11/ 8.92.11].
}}
}}