Anonymous

ὕπερος: Difference between revisions

From LSJ
1,831 bytes added ,  4 September 2023
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(25 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yperos
|Transliteration C=yperos
|Beta Code=u(/peros
|Beta Code=u(/peros
|Definition=ὁ, or ὕπερον, τό, v. infr.:—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[pestle]], ὕπερον δὲ τρίπηχυν <span class="bibl">Hes. <span class="title">Op.</span>423</span>; λεήναντες ὑπέροισι <span class="bibl">Hdt.1.200</span>; <b class="b3">ὑπέρου μοι περιτροπὴ γενήσεται</b>, prov. of never-ending and ineffectual labour, <span class="bibl">Pl.Com.1</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>209e</span>, <span class="bibl">Philem.30</span>, Plu.2.1072b; so εἰ ἐς ὅλμον ὕδωρ ἐκχέας ὑπέρῳ σιδηρῷ πτίττοι <span class="bibl">Luc.<span class="title">Herm.</span>79</span>; ὕπερα σιδηρᾶ <span class="bibl">Poll.7.107</span>, with which Bgk. compared . . <b class="b3">έροις σιδηροῖς</b>, the mutilated title of a successful comedy in <span class="title">IG</span>14.1097. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">anything shaped like a pestle</b>, </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">1</span> <b class="b2">club, cudgel</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>63</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Demon.</span>48</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">lever for stretching dislocated joints</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>13</span>, al. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> like [[πηνίον]], a pupa of a geometrid moth, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>551b6</span>.—The form ὕπερον, τό, is found in <span class="title">Hesperia</span>5.383 (Athens, v B. C., pl.), <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>5</span>,<span class="bibl">78</span>, <span class="bibl">Plb.1.22.7</span>, <span class="bibl"><span class="title">PRyl.</span>167.14</span> (pl., i A.D.), <span class="bibl">Luc.<span class="title">Philops.</span>35</span>, <span class="bibl">Poll.1.245</span>, <span class="bibl">7.107</span>, <span class="bibl">10.114</span>, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>779.48</span>; whereas none of the other passages in which the word occurs prove anything about the gender, except Hes. l.c.; whence it has been suggested that <b class="b3">τρίπηχυ</b> should be read there, and <b class="b3">ὕπερον, τό,</b> received as the only form.</span>
|Definition=ὁ, or [[ὕπερον]], τό, v. infr.:—<br><span class="bld">A</span> [[pestle]], ὕπερον δὲ [[τρίπηχυς|τρίπηχυν]] Hes. Op.423; λεήναντες ὑπέροισι [[Herodotus|Hdt.]]1.200; [[ὑπέρου μοι περιτροπὴ γενήσεται]], [[proverb|prov.]] of [[never-ending]] and [[ineffectual]] [[labour]], Pl.Com.1, cf. Pl.Tht.209e, Philem.30, Plu.2.1072b; so εἰ ἐς ὅλμον ὕδωρ ἐκχέας ὑπέρῳ σιδηρῷ πτίττοι Luc.Herm.79; ὕπερα σιδηρᾶ Poll.7.107, with which Bgk. compared . . έροις σιδηροῖς, the [[mutilated]] title of a successful comedy in IG14.1097.<br><span class="bld">II</span> anything shaped like a [[pestle]],<br><span class="bld">1</span> [[club]], [[cudgel]], Plu.Alex.63, Luc.Demon.48.<br><span class="bld">2</span> [[lever for stretching dislocated joints]], Hp.Fract.13, al.<br><span class="bld">III</span> like [[πηνίον]], a [[pupa]] of a geometrid [[moth]], Arist.HA551b6.—The form [[ὕπερον]], τό, is found in Hesperia5.383 (Athens, v B. C., pl.), Hp.Art.5,78, Plb.1.22.7, PRyl.167.14 (pl., i A.D.), Luc.Philops.35, Poll.1.245, 7.107, 10.114, EM779.48; whereas none of the other passages in which the word occurs prove anything about the gender, except Hes. [[l.c.]]; whence it has been suggested that [[τρίπηχυ]] should be read there, and [[ὕπερον]], τό, received as the only form.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> [[pilon à mortier]] : ὑπέρου [[περιτροπή]] mouvement d'un pilon qu'on tourne, <i>càd</i> mouvement qu'on se donne sans avancer (piétiner sur place);<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> massue.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ὑπέρ]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ,<br><b class="num">1</b> <i>die [[Mörserkeule]]</i>; Hes. <i>O</i>. 425; Her. 1.200. [[sprichwörtlich]] ὑπέρου [[περιστροφή]] oder [[περιτροπή]], von Einem, der sich [[stets]] in demselben [[Kreise]] herumdreht, [[immer]] von derselben [[Sache]] spricht, Plat. <i>Theaet</i>. 209d. S. auch [[ὕπερον]].<br><b class="num">2</b> <i>der [[Türklopfer]], Vetera Lexica</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''ὕπερος:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[пест]] Hes., Her.: ὑπέρου [[περιτροπή]] Plat., Plut. вращение песта (о бесполезном труде);<br /><b class="num">2</b> [[булава]], [[дубинка]] Plut., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὕπερος''': ὁ, ἢ [[ὕπερον]], τό, ἴδε κατωτ.· - κόπανος, [[κυρίως]] [[ξύλινος]], (οὐχὶ δοίδοξ = γουδοχέρι), «[[ὕπερον]], λάκτην, ναγέα, τριβέα, ἢ [[κόπανον]]» (Τζέτζ.), ὅλμον μέν τριπόδην τάμνειν ὕπερόν τε τρίπηχυν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 421· (ὁ [[ὅλμος]] [[σήμερον]] ὀνομάζεται διὰ τῆς Τουρκ. λ. ντουμπέκι, ὁ δὲ [[ὕπερος]] κόπανος, ἴδε Ἰωακ. Βαλαβάνη διατριβὴν ἐν Παρνασσ. τ. ΙΑ΄, σ. 374, καὶ σημ. ἐν τῇ ἐκδ. Ἡσ. ὑπὸ Κ. Σίττλ.)· λεήναντες ὑπέροισι Ἡρόδ. 1. 200· ὑπέρου μοι περιτροπὴ γενήσεται, [[παροιμία]] ἐπὶ ἀτελευτήτου καὶ ἀνωφελοῦς κόπου, ἐπὶ τῶν ταὐτὰ ποιούντων καὶ μηδὲν περαινόντων» (Φώτ.), Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ἀδώνιδι» 2, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 209Ε, Φιλήμων ἐν «Ἥρωσιν» 1, Πλούτ. 2. 1072Β [[οὕτως]], εἰς ὅλμον [[ὕδωρ]] ἐγχέαντα ὑπέρῳ σιδηρῷ πτίττειν Λουκ. Ἑρμότ. 79, κλπ., ἴδε Παροιμιογρ.· [[ὕπερα]] σιδηρᾶ [[Πολυδ]]. Ζ΄, 107, πρὸς ὃ ὁ L. Dind. παραβάλλει τὴν ἠκρωτηριασμένην ἐπιγραφὴν κωμῳδίας τινός... έροις σιδηροῖς ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 229. ΙΙ. πᾶν [[πρᾶγμα]] ἔχον τὸ [[σχῆμα]] ὑπέρου. 1) [[κορύνη]], [[ῥόπαλον]], «κόπανος», Πλουτ. Ἀλέξ. 63, Λουκ. Δημώνακτ. [[βίος]] 48. 2) μοχλὸς δι’ οὗ ἐπανέφερον εἰς τὴν θέσιν των [[μέλη]] ἐξηρθρωμένα, Ἱππ. 760Η. - Ὁ [[τύπος]] [[ὕπερον]], τό, εὕρηται παρ’ Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 782, Πολύβ. 1. 22, 7, Λουκ. Φιλοψ. 35, [[Πολυδ]]. Α΄, 245, Ζ΄, 107, Ι΄, 114, Ἐτυμολ. Μέγ. 779. 48· ἐν ᾧ ἐξ οὐδενὸς τῶν λοιπῶν χωρίων δυνάμεθα νὰ βεβαιωθῶμέν τι περὶ τοῦ γένους πλὴν τοῦ μνημονευθέντος χωρίου τοῦ Ἡσιόδου· διὸ ἔχει προταθῇ ἐν τῷ χωρίῳ ἐκείνῳ νὰ ἀναγνωσθῇ: τρίπηχυ, νὰ γείνῃ δὲ δεκτὸς ὁ [[τύπος]] [[ὕπερον]], τό, ὡς ὁ [[μόνος]] [[τύπος]] τῆς λέξεως.
|lstext='''ὕπερος''': ὁ, ἢ [[ὕπερον]], τό, ἴδε κατωτ.· - κόπανος, [[κυρίως]] [[ξύλινος]], (οὐχὶ δοίδοξ = γουδοχέρι), «[[ὕπερον]], λάκτην, ναγέα, τριβέα, ἢ [[κόπανον]]» (Τζέτζ.), ὅλμον μέν τριπόδην τάμνειν ὕπερόν τε τρίπηχυν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 421· (ὁ [[ὅλμος]] [[σήμερον]] ὀνομάζεται διὰ τῆς Τουρκ. λ. ντουμπέκι, ὁ δὲ [[ὕπερος]] κόπανος, ἴδε Ἰωακ. Βαλαβάνη διατριβὴν ἐν Παρνασσ. τ. ΙΑ΄, σ. 374, καὶ σημ. ἐν τῇ ἐκδ. Ἡσ. ὑπὸ Κ. Σίττλ.)· λεήναντες ὑπέροισι Ἡρόδ. 1. 200· ὑπέρου μοι περιτροπὴ γενήσεται, [[παροιμία]] ἐπὶ ἀτελευτήτου καὶ ἀνωφελοῦς κόπου, ἐπὶ τῶν ταὐτὰ ποιούντων καὶ μηδὲν περαινόντων» (Φώτ.), Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ἀδώνιδι» 2, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 209Ε, Φιλήμων ἐν «Ἥρωσιν» 1, Πλούτ. 2. 1072Β [[οὕτως]], εἰς ὅλμον [[ὕδωρ]] ἐγχέαντα ὑπέρῳ σιδηρῷ πτίττειν Λουκ. Ἑρμότ. 79, κλπ., ἴδε Παροιμιογρ.· [[ὕπερα]] σιδηρᾶ Πολυδ. Ζ΄, 107, πρὸς ὃ ὁ L. Dind. παραβάλλει τὴν ἠκρωτηριασμένην ἐπιγραφὴν κωμῳδίας τινός... έροις σιδηροῖς ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 229. ΙΙ. πᾶν [[πρᾶγμα]] ἔχον τὸ [[σχῆμα]] ὑπέρου. 1) [[κορύνη]], [[ῥόπαλον]], «κόπανος», Πλουτ. Ἀλέξ. 63, Λουκ. Δημώνακτ. [[βίος]] 48. 2) μοχλὸς δι’ οὗ ἐπανέφερον εἰς τὴν θέσιν των [[μέλη]] ἐξηρθρωμένα, Ἱππ. 760Η. - Ὁ [[τύπος]] [[ὕπερον]], τό, εὕρηται παρ’ Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 782, Πολύβ. 1. 22, 7, Λουκ. Φιλοψ. 35, Πολυδ. Α΄, 245, Ζ΄, 107, Ι΄, 114, Ἐτυμολ. Μέγ. 779. 48· ἐν ᾧ ἐξ οὐδενὸς τῶν λοιπῶν χωρίων δυνάμεθα νὰ βεβαιωθῶμέν τι περὶ τοῦ γένους πλὴν τοῦ μνημονευθέντος χωρίου τοῦ Ἡσιόδου· διὸ ἔχει προταθῇ ἐν τῷ χωρίῳ ἐκείνῳ νὰ ἀναγνωσθῇ: τρίπηχυ, νὰ γείνῃ δὲ δεκτὸς ὁ [[τύπος]] [[ὕπερον]], τό, ὡς ὁ [[μόνος]] [[τύπος]] τῆς λέξεως.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> pilon à mortier : ὑπέρου [[περιτροπή]] mouvement d’un pilon qu’on tourne, <i>càd</i> mouvement qu’on se donne sans avancer (piétiner sur place);<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> massue.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ὑπέρ]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὕπερος:''' ὁ ή [[ὕπερον]], τό,<br /><b class="num">I.</b> [[κόπανος]], [[γουδοχέρι]] για [[κοπάνισμα]] και [[τρίψιμο]], σε Ησίοδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> οτιδήποτε έχει [[σχήμα]] κόπανου, γουδοχεριού, [[ρόπαλο]], [[ραβδί]], [[στειλιάρι]], σε Πλούτ., Λουκ.
|lsmtext='''ὕπερος:''' ὁ ή [[ὕπερον]], τό,<br /><b class="num">I.</b> [[κόπανος]], [[γουδοχέρι]] για [[κοπάνισμα]] και [[τρίψιμο]], σε Ησίοδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> οτιδήποτε έχει [[σχήμα]] κόπανου, γουδοχεριού, [[ρόπαλο]], [[ραβδί]], [[στειλιάρι]], σε Πλούτ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὕπερος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> пест Hes., Her.: ὑπέρου [[περιτροπή]] Plat., Plut. вращение песта (о бесполезном труде);<br /><b class="num">2)</b> булава, дубинка Plut., Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὕπερος]], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> a [[pestle]] to [[bray]] and [[pound]] with, Hes., Hdt.<br /><b class="num">II.</b> [[anything]] shaped like a [[pestle]], a [[club]], [[cudgel]], Plut., Luc.
|mdlsjtxt=[[ὕπερος]], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> a [[pestle]] to [[bray]] and [[pound]] with, Hes., Hdt.<br /><b class="num">II.</b> [[anything]] shaped like a [[pestle]], a [[club]], [[cudgel]], Plut., Luc.
}}
{{trml
|trtx====[[pestle]]===
Akkadian: 𒄑𒃶𒈾, 𒈠𒁖𒆪; Aklanon: hae-o; Arabic: مِدَقَّة‎, يَد‎, دَسْتَج‎; Aramaic Babylonian: אוּרְדּ֧כָא‎, absolute state אוּרְדָּךְ‎; Palestinian: בוכנה‎; Classical Syriac: ܡܪܫܐ‎, ܕܳܩܘܿܩܳܐ‎, ܒܘܽܟܳܢܳܐ‎; Armenian: սանդաթակ, սանդաթակի, սանդիտոռ, սանդակոթ; Old Armenian: տոռն; Azerbaijani: həvəng dəstəsi; Belarusian: песцік; Bikol Central: halo; Bulgarian: токмак, пестик, чукало, тлъчок, тлъ́чник, бияло; Burmese: ကျည်ပွေ့; Catalan: mà de morter, maça; Cebuano: alho; Chinese Mandarin: 碓; Classical Nahuatl: texōlōtl; Dutch: [[stamper]]; Estonian: uhmrinui; Finnish: petkel, survin; French: [[pilon]]; Galician: mazarelo; German: [[Stößel]], [[Mörserkeule]], [[Stampfer]]; Greek: [[γουδοχέρι]]; Ancient Greek: [[ἀλατρίβανος]], [[ἀλετρίβανος]], [[ἁλοτρίβανος]], [[ἁλότριψ]], [[δοίδυξ]], [[δοῖδυξ]], [[ναγεύς]], [[τριπτήρ]], [[ὕπερος]]; Hebrew: מָדוֹךְ‎, עֱלִי‎; Higaonon: hal-u; Hiligaynon: hal-u; Hungarian: mozsártörő; Ibanag: alu; Ilocano: alo; Indonesian: alu, antan; Irish: tuairgnín; Isnag: allo; Italian: [[pestello]]; Japanese: 擂粉木; Javanese: alu; Kazakh: келсап; Korean: 방앗공이, 절굿공이, 막자; Koyraboro Kurdish Central Kurdish: دەسکەوان‎, دەسکاوِنگ‎, دەساوان‎; Latin: [[pistillum]]; Macedonian: толчник; Maguindanao: endu; Makasar: alu; Malay: perosak, alu, pengentak; Mansaka: aro; Maori: paoi, ngahiri, morenga, pōtuki, kuru; Maranao: ndo; Mongolian: нүдүүр; Northern Old Javanese: antan; Polish: tłuczek; Portuguese: [[pilão]]; Romanian: pistil; Russian: [[пест]], [[пестик]], [[толкач]]; Scots: champer; Scottish Gaelic: plocan; Serbo-Croatian Cyrillic: тучак; Roman: túčak; Sorbian Lower Sorbian: pěsta, tłucnik; Spanish: [[mano]], [[maneta]], [[maja]], [[macilla]], [[palo]]; Sundanese: halu; Swahili: mpini; Swedish: mortelstöt; Tagalog: pambayo, halo, pandikdik, panligis; Tausug: halu; Tetum: alu; Thai: สาก; Turkish Ottoman: طوقماق‎; Modern: tokmak; Ukrainian: пестик; Vietnamese: chày; Welsh: pestl; Western Bukidnon Manobo: andu; Yakan: hellu; Yiddish: אייבערשטע‎ פֿון שטייסל‎; Yoruba: ọmọdó
}}
}}