Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δασπλῆτις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dasplitis
|Transliteration C=dasplitis
|Beta Code=dasplh=tis
|Beta Code=dasplh=tis
|Definition=ἡ (voc. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> -πλῆτα <span class="title">AP</span>5.240 (Paul. Sil.)), [[horrid]], [[frightful]], θεὰ δ. Ἐρινύς <span class="bibl">Od.15.234</span>; of Hecate, <span class="bibl">Theoc.2.14</span>:—also δασπλής, ῆτος, ὁ, ἡ, sc. δασπλῆτα Χάρυβδιν <span class="bibl">Simon.38</span>; δασπλῆτες Εὐμενίδες <span class="bibl">Euph.94</span>; δασπλῆτε δράκοντε <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>609</span>; freq. in Nonn., γυναῖκες 46.210; μάχαιρα 22.219, al. :—nom. δασπλῆτα, <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span>534</span>: δασπλήτης <span class="title">An. Ox.</span>1.149: δάσπλη (sic), Hsch.</span>
|Definition=ἡ (voc. -πλῆτα ''AP''5.240 (Paul. Sil.)), [[horrid]], [[frightful]], θεὰ δ. Ἐρινύς Od.15.234; of [[Hecate]], Theoc.2.14:—also [[δασπλής]], ῆτος, ὁ, ἡ, ''[[sc.]]'' δασπλῆτα Χάρυβδιν Simon.38; δασπλῆτες Εὐμενίδες Euph.94; δασπλῆτε δράκοντε Nic.''Th.''609; freq. in Nonn., γυναῖκες 46.210; μάχαιρα 22.219, al.:—nom. δασπλῆτα, Call.''Fr.''534: δασπλήτης ''An. Ox.''1.149: δάσπλη (sic), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{DGE
|dgtxt=-ιδος<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. -της <i>An.Ox</i>.1.149.22<br />[[terrible]], [[espantoso]] de seres míticos θεὰ δ. Ἐρινύς <i>Od</i>.15.234, Hes.<i>Fr</i>.280.9 (= <i>Minyas</i> 7.9), cf. Orph.<i>A</i>.869, Ἑκάτα Theoc.2.14, cf. Hsch.<br /><b class="num"></b>de lugares εἰς νάπας δασπλήτιδας Lyc.1452.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Como [[δασπλής]], comp. del pref. δα- (cf. [[δάσκιος]]); el 2º término es dud.; quizá rel. ai. <i>saparyáti</i> ‘[[honrar]]’, lat. <i>[[sepelire]]</i> ‘enterrar (rendir honores) a un muerto’, c. el sent. ‘[[que inspira gran respeto]]’.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0523.png Seite 523]] bei Homer einmal, Odyss. 15, 284 θεὰ [[δασπλῆτις]] ἐρινύς; Ableitung und Bedeutung zweifelhaft; verschiedene Deutungen, z. B. »<b class="b2">die schrecklich nahende</b>«, »<b class="b2">die furchtbar schlagende</b>«, s. Scholl. Odyss. 15, 234 Apollon. Lexic. Homer. p. 56, 20. Besser als diese ohne Zweifel unhaltbaren Deutungen ist vielleicht eine Ableitung von δᾶ = γῆ und [[πελάτις]] »die [[Dienerin]]«, vgl. [[πελάζω]] πλῆτο, entstanden aus πε'λατο; denn die Erinys ist nach Homer Dienerin der höheren chthonischen Gottheiten: Iliad. 9, 568 sqq πολλὰ δὲ καὶ γαῖαν πολυφόρβην χερσὶν ἀλοία κικλήσκουσ' Ἀίδην καὶ ἐπαινὴν Περσεφόνειαν, [[πρόχνυ]] καθεζομένη, δεύοντο δὲ δάκρυσι κόλποι, παιδὶ δόμεν θάνατον· τῆς δ' ήεροφοῖτις ἐρινὺς ἔκλυεν ἐξ [[Ἐρέβεσφιν]], ἀμείλιχον [[ἦτορ]] ἔχουσα, Scholl. Aristonic. vs. 568 ἡ [[διπλῆ]] ὅτι οἱ τοὺς χθονίους θεοὺς ἐπικαλούμενοι ταῖς χερσὶ τὴν γῆν ἐπέκρουον, derselbe vs. 569 ἡ [[διπλῆ]] ὅτι ἐπικαλεῖται μὲν τὸν Ἅιδην καὶ τὴν Περσεφόνην, ὑπακούουσι δὲ αἱ Ἐρινύες ὡς ὑπηρετίδες, derselbe vs. 571 ἡ [[διπλῆ]] ὅτι αἱ 'Ερινύες [[ὥσπερ]] ὑπηρετίδες ὑπακούουσι, καὶ οὐ μάχεται τὸ »κικλήσκουσ' Ἀίδην καὶ ἐπαινὴν Περσεφόνειαν«; vgl. Lehrs Aristarch. p. 185. Hiernach kann unbedenklich die [[δασπλῆτις]] ἐρινύς als »[[Dienerin]] <b class="b2"> der Erdgottheit</b>« aufgefaßt werden. Das δας – ist genitiv., vgl. z. B. [[νεώσοικος]]. – Die Späteren verstanden das Wort nicht; an Homer hielt sich genau Orph. Argon. 872 ἧκε δ'ἄρ' ἰὸν ὑπὸ σπλάγχνοις [[δασπλῆτις]] 'Ερινύς; von der Hekate, ebenfalls einer chthonischen Gottheit, Theocr. 2, 14 χαῐρ' Ἑκάτα δασπλῆτι. Ungleich freier ist aus Unverstand [[δασπλής]] gebraucht worden, w. m. s.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0523.png Seite 523]] bei Homer einmal, Odyss. 15, 284 θεὰ [[δασπλῆτις]] ἐρινύς; Ableitung und Bedeutung zweifelhaft; verschiedene Deutungen, z. B. »[[die schrecklich nahende]]«, »[[die furchtbar schlagende]]«, s. Scholl. Odyss. 15, 234 Apollon. Lexic. Homer. p. 56, 20. Besser als diese ohne Zweifel unhaltbaren Deutungen ist vielleicht eine Ableitung von δᾶ = γῆ und [[πελάτις]] »die [[Dienerin]]«, vgl. [[πελάζω]] πλῆτο, entstanden aus πε'λατο; denn die Erinys ist nach Homer Dienerin der höheren chthonischen Gottheiten: Iliad. 9, 568 sqq πολλὰ δὲ καὶ γαῖαν πολυφόρβην χερσὶν ἀλοία κικλήσκουσ' Ἀίδην καὶ ἐπαινὴν Περσεφόνειαν, [[πρόχνυ]] καθεζομένη, δεύοντο δὲ δάκρυσι κόλποι, παιδὶ δόμεν θάνατον· τῆς δ' ήεροφοῖτις ἐρινὺς ἔκλυεν ἐξ [[Ἐρέβεσφιν]], ἀμείλιχον [[ἦτορ]] ἔχουσα, Scholl. Aristonic. vs. 568 ἡ [[διπλῆ]] ὅτι οἱ τοὺς χθονίους θεοὺς ἐπικαλούμενοι ταῖς χερσὶ τὴν γῆν ἐπέκρουον, derselbe vs. 569 ἡ [[διπλῆ]] ὅτι ἐπικαλεῖται μὲν τὸν Ἅιδην καὶ τὴν Περσεφόνην, ὑπακούουσι δὲ αἱ Ἐρινύες ὡς ὑπηρετίδες, derselbe vs. 571 ἡ [[διπλῆ]] ὅτι αἱ 'Ερινύες [[ὥσπερ]] ὑπηρετίδες ὑπακούουσι, καὶ οὐ μάχεται τὸ »κικλήσκουσ' Ἀίδην καὶ ἐπαινὴν Περσεφόνειαν«; vgl. Lehrs Aristarch. p. 185. Hiernach kann unbedenklich die [[δασπλῆτις]] ἐρινύς als »[[Dienerin]] [[ der Erdgottheit]]« aufgefaßt werden. Das δας – ist genitiv., vgl. z. B. [[νεώσοικος]]. – Die Späteren verstanden das Wort nicht; an Homer hielt sich genau Orph. Argon. 872 ἧκε δ'ἄρ' ἰὸν ὑπὸ σπλάγχνοις [[δασπλῆτις]] 'Ερινύς; von der Hekate, ebenfalls einer chthonischen Gottheit, Theocr. 2, 14 χαῐρ' Ἑκάτα δασπλῆτι. Ungleich freier ist aus Unverstand [[δασπλής]] gebraucht worden, w. m. s.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''δασπλῆτις''': ἡ, = τρομερά, φρικτή, φοβερά, Θεὰ δ. Ἐρινὺς Ὀδ. Ο. 234, πρβλ. Ruhnk. Ἐπ. Κρ. 155· ἐπὶ τῆς Ἑκάτης, Θεόκρ. 2. 14· οὕτω καὶ δασπλής, ῆτος, ὁ, ἡ : δασπλῆτα Χάρυβδιν Σιμων. 46· δασπλῆτες [[Εὐμενίδες]] Εὐφορ. Ἀποσπ. 52, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 241. (Τὸ σκοτεινὸν τοῦτο ἐπίθετον φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] σύνθετον ἐκ τοῦ ἐπιτατικοῦ προθεματικοῦ μορίου δα- ἤ ζα-, καὶ τῆς ῥίζης [[πέλας]], [[πελάζω]], παρεντεθέντος τοῦ σ· ― περὶ τοῦ τύπου, πρβλ. [[πλᾶτις]], τειχεσιπλήτης).
|btext=ιδος<br /><i>adj. f.</i><br />[[terrible]].<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
}}
{{elnl
|elnltext=δασπλῆτις -ιδος [δασπλής: vreselijk] [[vreselijk]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ιδος<br /><i>adj. f.</i><br />terrible.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
|elrutext='''δασπλῆτις:''' ιδος adj. f грозная, страшная ([[Ἐρινύς]] Hom.; [[Ἑκάτα]] Theocr.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[doubtful]] [[word]], hardsmiting; epith. of the [[Erinnys]], Od. 15.234†.
|auten=[[doubtful]] [[word]], hardsmiting; [[epithet]] of the [[Erinnys]], Od. 15.234†.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ιδος<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. -της <i>An.Ox</i>.1.149.22<br />[[terrible]], [[espantoso]] de seres míticos θεὰ δ. Ἐρινύς <i>Od</i>.15.234, Hes.<i>Fr</i>.280.9 (= <i>Minyas</i> 7.9), cf. Orph.<i>A</i>.869, Ἑκάτα Theoc.2.14, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>de lugares εἰς νάπας δασπλήτιδας Lyc.1452.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Como [[δασπλής]], comp. del pref. δα- (cf. [[δάσκιος]]); el 2º término es dud.; quizá rel. ai. <i>saparyáti</i> ‘honrar’, lat. <i>sepelire</i> ‘enterrar (rendir honores) a un muerto’, c. el sent. ‘que inspira gran respeto’.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δασπλῆτις]] (-ιδος), η (Α)<br />τρομερή, φρικτή, φοβερή («θεὰ [[δασπλῆτις]] Έρινύς», «χαῑρ' Έκάτα δασπλῆτι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη αβέβαιης ετυμολ., για την [[ερμηνεία]] της οποίας έχουν υποστηριχθεί πολλές απόψεις. Εάν υποτεθεί ότι η λ. [[είναι]] σύνθετη, [[τότε]] το β' συνθετικό -[[πλητίς]] συνδέεται μορφολογικά με τα [[πλησίον]], <i>άπλητος</i> «[[απροσπέλαστος]]», <i>πλάτις</i> «[[πελάτις]], [[σύζυγος]]», [[αλλά]] όχι και σημασιολογικά. Ενώ για το α' συνθετικό υποστηρίχτηκε [[είτε]] ότι συνδέεται με το [[δασύς]] [[είτε]] ότι πρόκειται για τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>δα</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[δάπεδον]]) της ρίζας <i>dem</i>- «[[χτίζω]]». Κατ' άλλους το [[δασπλήτις]] έχει [[σχέση]] με τα «<i>σφαλάσσειν</i><br />τέμνειν, κεντείν» (<b>Ησύχ.</b>) και [[σπολάς]], ενώ το <i>δα</i>- του τ. [[είναι]] επιτατικό (<b>[[πρβλ]].</b> [[δαφοινός]]). Τέλος άλλοι υπέθεσαν ότι [[δασπλήτις]] προέρχεται από <i>δατσπλήτις</i>, του οποίου το α' συνθετικό αποτελεί ασθενή [[βαθμίδα]] του θ. <i>οδοντ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[οδούς]]) [[χωρίς]] το αρχικό [[φωνήεν]]].
|mltxt=[[δασπλῆτις]] (-ιδος), η (Α)<br />τρομερή, φρικτή, φοβερή («θεὰ [[δασπλῆτις]] Έρινύς», «χαῖρ' Έκάτα δασπλῆτι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη αβέβαιης ετυμολ., για την [[ερμηνεία]] της οποίας έχουν υποστηριχθεί πολλές απόψεις. Εάν υποτεθεί ότι η λ. [[είναι]] σύνθετη, [[τότε]] το β' συνθετικό -[[πλητίς]] συνδέεται μορφολογικά με τα [[πλησίον]], <i>άπλητος</i> «[[απροσπέλαστος]]», <i>πλάτις</i> «[[πελάτις]], [[σύζυγος]]», [[αλλά]] όχι και σημασιολογικά. Ενώ για το α' συνθετικό υποστηρίχτηκε [[είτε]] ότι συνδέεται με το [[δασύς]] [[είτε]] ότι πρόκειται για τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>δα</i>- ([[πρβλ]]. [[δάπεδον]]) της ρίζας <i>dem</i>- «[[χτίζω]]». Κατ' άλλους το [[δασπλήτις]] έχει [[σχέση]] με τα «<i>σφαλάσσειν</i><br />τέμνειν, κεντείν» (<b>Ησύχ.</b>) και [[σπολάς]], ενώ το <i>δα</i>- του τ. [[είναι]] επιτατικό ([[πρβλ]]. [[δαφοινός]]). Τέλος άλλοι υπέθεσαν ότι [[δασπλήτις]] προέρχεται από <i>δατσπλήτις</i>, του οποίου το α' συνθετικό αποτελεί ασθενή [[βαθμίδα]] του θ. <i>οδοντ</i>- ([[πρβλ]]. [[οδούς]]) [[χωρίς]] το αρχικό [[φωνήεν]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δασπλῆτις:''' ἡ, τρομερή, φρικτή, φοβερή· [[Ἐρινύς]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για την Εκάτη, σε Θεόκρ.· ομοίως επίσης, [[δασπλής]], <i>-ῆτος</i>, <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, σε Σίμωνα (πιθ. από το <i>δα</i>, [[πλήσσω]], με παρείσφρυση του <i>σ</i>).
|lsmtext='''δασπλῆτις:''' ἡ, τρομερή, φρικτή, φοβερή· [[Ἐρινύς]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για την Εκάτη, σε Θεόκρ.· ομοίως επίσης, [[δασπλής]], <i>-ῆτος</i>, <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, σε Σίμωνα (πιθ. από το <i>δα</i>, [[πλήσσω]], με παρείσφρυση του <i>σ</i>).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δασπλῆτις:''' ιδος adj. f грозная, страшная ([[Ἐρινύς]] Hom.; [[Ἑκάτα]] Theocr.).
|lstext='''δασπλῆτις''': ἡ, = τρομερά, φρικτή, φοβερά, Θεὰ δ. Ἐρινὺς Ὀδ. Ο. 234, πρβλ. Ruhnk. Ἐπ. Κρ. 155· ἐπὶ τῆς Ἑκάτης, Θεόκρ. 2. 14· οὕτω καὶ δασπλής, ῆτος, ὁ, ἡ: δασπλῆτα Χάρυβδιν Σιμων. 46· δασπλῆτες [[Εὐμενίδες]] Εὐφορ. Ἀποσπ. 52, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 241. (Τὸ σκοτεινὸν τοῦτο ἐπίθετον φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] σύνθετον ἐκ τοῦ ἐπιτατικοῦ προθεματικοῦ μορίου δα- ἤ ζα-, καὶ τῆς ῥίζης [[πέλας]], [[πελάζω]], παρεντεθέντος τοῦ σ· ― περὶ τοῦ τύπου, πρβλ. [[πλᾶτις]], τειχεσιπλήτης).
}}
{{elnl
|elnltext=δασπλῆτις -ιδος [δασπλής: vreselijk] vreselijk.
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: unknown; used of the Erinyes, Hekate, the Eumenids etc (ο 234, Theoc.)<br />Other forms: also <b class="b3">δασπλής</b>, <b class="b3">-ῆτος</b> f. (Simon., Euph., Nonn.; <b class="b3">-ῆτε</b> as m. du. Nic.), <b class="b3">δασπλήτης</b> m. (An. Ox.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unknown. Form like <b class="b3">χερνῆτις</b>, <b class="b3">κυνηγέτις</b> etc. (Schwyzer 451). Several explanations. An analysis as <b class="b3">δασ-πλῆτις</b> looks nice, but gives semantically no explanations for <b class="b3">πλησίον</b>, <b class="b3">ἄ-πλητος</b>, Dor. <b class="b3">ἄ-πλατος</b> [[unapproachable]], <b class="b3">πλᾶτις</b> [[spouse]] (Bechtel Lexil.). The first member to <b class="b3">δασύς</b> (Osthoff MU 2, 46ff.), or as <b class="b3">δα-</b> [[house]] in <b class="b3">δά-πεδον</b>. - Diff. Solmsen RhM 60, 497ff.; Schwyzer 451 n. 4.
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: unknown; used of the Erinyes, Hekate, the Eumenids etc (ο 234, Theoc.)<br />Other forms: also [[δασπλής]], <b class="b3">-ῆτος</b> f. (Simon., Euph., Nonn.; <b class="b3">-ῆτε</b> as m. du. Nic.), [[δασπλήτης]] m. (An. Ox.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unknown. Form like [[χερνῆτις]], [[κυνηγέτις]] etc. (Schwyzer 451). Several explanations. An analysis as <b class="b3">δασ-πλῆτις</b> looks nice, but gives semantically no explanations for [[πλησίον]], <b class="b3">ἄ-πλητος</b>, Dor. <b class="b3">ἄ-πλατος</b> [[unapproachable]], [[πλᾶτις]] [[spouse]] (Bechtel Lexil.). The first member to [[δασύς]] (Osthoff MU 2, 46ff.), or as <b class="b3">δα-</b> [[house]] in <b class="b3">δά-πεδον</b>. - Diff. Solmsen RhM 60, 497ff.; Schwyzer 451 n. 4.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''δασπλῆτις''': (ο 234, Theok.);<br />{dasplē̃tis}<br />'''Forms''': auch [[δασπλής]], -ῆτος f. (Simon., Euph., Nonn.; -ῆτε als m. du. Nik.), δασπλήτης m. (''An''. ''Ox''.). Beiwort der Erinyen, der Hekate, der Eumeniden usw.;<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': Bedeutung schon in der Antike unbekannt.<br />'''Etymology''' : Bildung wie [[χερνῆτις]], [[κυνηγέτις]] usw. (Schwyzer 451). Mehrere Erklärungsversuche. Bei einer Zerlegung [[δασπλῆτις]] erhält man einen formal sehr ansprechenden, semantisch ungenügend begründeten Anschluß an [[πλησίον]], [[ἄπλητος]], dor. [[ἄπλατος]] [[unnahbar]], [[πλᾶτις]] [[Gattin]] (Bechtel Lexil. mit vielen Vorgängern, s. Curtius Grundz. 278). Im Vorderglied wurde dabei teils [[δασύς]] (Osthoff MU 2, 46ff.), teils eine schwundstufige Genetivform von δα- [[Haus]] in [[δάπεδον]] (neben der Hochstufe in [[δεσπότης]]) vermutet (Fick BB 20, 179 usw.). — Anders Solmsen RhM 60, 497ff.: [[δασπλῆτις]] zu σφαλάσσειν, [[σπολάς]] usw. (s. [[ἀσπάλαξ]]) mit verstärkendem δα- wie in [[δαφοινός]]; formal wenig befriedigend. Vgl. die Kritik dieser und anderer Vorschlage bei Kretschmer Glotta 4, 349; 8, 252. Abweichende Deutung des Vorderglieds bei Schwyzer 451 A. 4: aus *δατσπλῆτις [[mit den Zähnen zerreißend]], zu schwundstufigem ὀδόντ- ohne Anfangsvokal (?).<br />'''Page''' 1,350-351
|ftr='''δασπλῆτις''': (ο 234, Theok.);<br />{dasplē̃tis}<br />'''Forms''': auch [[δασπλής]], -ῆτος f. (Simon., Euph., Nonn.; -ῆτε als m. du. Nik.), δασπλήτης m. (''An''. ''Ox''.). Beiwort der Erinyen, der Hekate, der Eumeniden usw.;<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': Bedeutung schon in der Antike unbekannt.<br />'''Etymology''': Bildung wie [[χερνῆτις]], [[κυνηγέτις]] usw. (Schwyzer 451). Mehrere Erklärungsversuche. Bei einer Zerlegung [[δασπλῆτις]] erhält man einen formal sehr ansprechenden, semantisch ungenügend begründeten Anschluß an [[πλησίον]], [[ἄπλητος]], dor. [[ἄπλατος]] [[unnahbar]], [[πλᾶτις]] [[Gattin]] (Bechtel Lexil. mit vielen Vorgängern, s. Curtius Grundz. 278). Im Vorderglied wurde dabei teils [[δασύς]] (Osthoff MU 2, 46ff.), teils eine schwundstufige Genetivform von δα- [[Haus]] in [[δάπεδον]] (neben der Hochstufe in [[δεσπότης]]) vermutet (Fick BB 20, 179 usw.). — Anders Solmsen RhM 60, 497ff.: [[δασπλῆτις]] zu σφαλάσσειν, [[σπολάς]] usw. (s. [[ἀσπάλαξ]]) mit verstärkendem δα- wie in [[δαφοινός]]; formal wenig befriedigend. Vgl. die Kritik dieser und anderer Vorschlage bei Kretschmer Glotta 4, 349; 8, 252. Abweichende Deutung des Vorderglieds bei Schwyzer 451 A. 4: aus *δατσπλῆτις [[mit den Zähnen zerreißend]], zu schwundstufigem ὀδόντ- ohne Anfangsvokal (?).<br />'''Page''' 1,350-351
}}
{{elmes
|esmgtx=-ιδος [[horrible]], [[espantosa]] de Selene δεῦρ' ἴθι μοι, ..., δεῦρ' ἐπ' ἀγωγῆς, ἥσυχε καὶ δασπλῆτι <b class="b3">ven aquí, junto a mí, ven con esta evocación, pacífica y horrible</b> P IV 2544 P IV 2856
}}
}}