Anonymous

χρωματίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr."
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chromatizo
|Transliteration C=chromatizo
|Beta Code=xrwmati/zw
|Beta Code=xrwmati/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[colour]], [[tinge]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>664b16</span>, <span class="bibl"><span class="title">GA</span>747a10</span>, <span class="bibl">Thphr. <span class="title">Od.</span>31</span>; τί τινι <span class="bibl">Alex.188.4</span>:—Pass., <b class="b2">to be of such and such a colour</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Coac.</span>380</span>; χ. παντοδαπὰς χρόας <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>342b4</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph. in literary criticism, <b class="b3">χ. τῇ πρεπούσῃ ὑποκρίσει</b> (of Demosthenes) <span class="bibl">D.H.<span class="title">Dem.</span>22</span>, cf. <span class="bibl">Phld.<span class="title">Po.</span>2.43</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[colour]], [[tinge]], [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''664b16, ''GA''747a10, [[Theophrastus|Thphr.]] ''Od.''31; τί τινι Alex.188.4:—Pass., to [[be of such and such a colour]], Hp.''Coac.''380; χ. παντοδαπὰς χρόας [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''342b4.<br><span class="bld">2</span> metaph. in literary criticism, <b class="b3">χ. τῇ πρεπούσῃ ὑποκρίσει</b> (of Demosthenes) D.H.''Dem.''22, cf. Phld.''Po.''2.43.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1383.png Seite 1383]] färben; ἐχρωματίσθη Soph. frg. 9, von Hesych. συνεχρώσθη erklärt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1383.png Seite 1383]] färben; ἐχρωματίσθη Soph. frg. 9, von Hesych. συνεχρώσθη erklärt.
}}
{{bailly
|btext=[[colorer]], [[teindre]].<br />'''Étymologie:''' [[χρῶμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''χρωμᾰτίζω:''' [[окрашивать]] (τι Arst.): χρωματίζεσθαι παντοδαπὰς χρόας Arst. принимать всевозможные цвета.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χρωμᾰτίζω''': μέλλ. -ίσω, «βάφω», [[χρωματίζω]], Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 3. 3, 9, περὶ Ζῴων Γενέσ. 2. 7, 18, Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 31· σιραίῳ χρωματίσας Ἄλεξις ἐν «Πονήρᾳ» 2. - Παθ., ἔχω ἢ [[λαμβάνω]] χρῶμά τι, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 178· χρ. παντοδαπὰς χρόας Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 5, 2, κλπ.
|lstext='''χρωμᾰτίζω''': μέλλ. -ίσω, «βάφω», [[χρωματίζω]], Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 3. 3, 9, περὶ Ζῴων Γενέσ. 2. 7, 18, Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 31· σιραίῳ χρωματίσας Ἄλεξις ἐν «Πονήρᾳ» 2. - Παθ., ἔχω ἢ [[λαμβάνω]] χρῶμά τι, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 178· χρ. παντοδαπὰς χρόας Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 5, 2, κλπ.
}}
{{bailly
|btext=colorer, teindre.<br />'''Étymologie:''' [[χρῶμα]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[χρῶμα]], -<i>ατος</i>]<br />[[προσδίδω]] [[χρώμα]] σε [[κάτι]], [[βάφω]] (α. «χρωμάτισα τους τοίχους» β. «[[ὁπηνίκα]] τὸ κρυσταλλοειδὲς τοῡ ὀφθαλμοῡ ἀπό τινος πάθους χρωματισθῇ», Φιλόπ. Ιω.<br />γ. «χρωματίζεσθαι παντοδαπὰς χροάς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγο ή [[μελωδία]]) i) [[προσδίδω]] ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ιδιαίτερη [[έκφραση]]- ii) [[διανθίζω]]<br /><b>2.</b> [[αποδίδω]] τα χαρακτηριστικά προσώπου, ενέργειας ή κατάστασης με [[ζωηρότητα]] («χρωμάτισε την οικονομική ύφεση με τα μελανότερα χρώματα»)<br /><b>3.</b> [[αποδίδω]] σε κάποιον ορισμένη [[πολιτική]] ή κοινωνική [[ιδεολογία]] («είχε χρωματιστεί ως [[αντιδραστικός]]»).
|mltxt=ΝΜΑ [[χρῶμα]], -<i>ατος</i>]<br />[[προσδίδω]] [[χρώμα]] σε [[κάτι]], [[βάφω]] (α. «χρωμάτισα τους τοίχους» β. «[[ὁπηνίκα]] τὸ κρυσταλλοειδὲς τοῦ ὀφθαλμοῦ ἀπό τινος πάθους χρωματισθῇ», Φιλόπ. Ιω.<br />γ. «χρωματίζεσθαι παντοδαπὰς χροάς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγο ή [[μελωδία]]) i) [[προσδίδω]] ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ιδιαίτερη [[έκφραση]]- ii) [[διανθίζω]]<br /><b>2.</b> [[αποδίδω]] τα χαρακτηριστικά προσώπου, ενέργειας ή κατάστασης με [[ζωηρότητα]] («χρωμάτισε την οικονομική ύφεση με τα μελανότερα χρώματα»)<br /><b>3.</b> [[αποδίδω]] σε κάποιον ορισμένη [[πολιτική]] ή κοινωνική [[ιδεολογία]] («είχε χρωματιστεί ως [[αντιδραστικός]]»).
}}
{{elru
|elrutext='''χρωμᾰτίζω:''' окрашивать (τι Arst.): χρωματίζεσθαι παντοδαπὰς χρόας Arst. принимать всевозможные цвета.
}}
}}