Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κολοσσός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "D.S." to "D.S."
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kolossos
|Transliteration C=kolossos
|Beta Code=kolosso/s
|Beta Code=kolosso/s
|Definition=ὁ (also ἡ, v. infr.), κολοττ- <span class="bibl">D.S.1.67</span>:—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[colossus]], [[gigantic statue]], in Hdt. always of Egyptian works, <span class="bibl">2.130</span>, al.; of other <b class="b2">colossal statues</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Fr.</span>128</span>, <span class="bibl">Sopat.1</span>, <span class="bibl">Plb.18.16.2</span>, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>34.45</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Hist.Conscr.</span>23</span>, <span class="bibl">D.C.66.15</span>; ὁ κ. ὁ ἡμαρτημένος Longin.36.3; dub. in <span class="title">IG</span>12.577, 12(3).1015. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> generally, [[statue]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>416</span> (lyr.), <span class="title">Schwyzer</span> 89.17 (Argos, iii B.C.), <span class="bibl">Theoc.22.47</span>; of small [[images]], <b class="b3">κολοσὸς</b> (acc. pl.),… ἔρσενα καὶ θήλειαν ἢ καλίνος ἢ γαίνος <span class="title">Berl.Sitzb.</span>1927.167 (Cyrene): also fem., <b class="b3">τὰς κ</b>. ibid.</span>
|Definition=ὁ (also ἡ, v. infr.), [[κολοττός]] [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.67:—<br><span class="bld">A</span> [[colossus]], [[gigantic statue]], in [[Herodotus|Hdt.]] always of [[Egyptian]] works, 2.130, al.; of other [[colossal]] [[statue]]s, Thphr.Fr.128, Sopat.1, Plb.18.16.2, Plin.HN34.45, Luc.Hist.Conscr.23, D.C.66.15; ὁ κολοσσὸς [[ἡμαρτημένος]] Longin.36.3; dub. in IG12.577, 12(3).1015.<br><span class="bld">2</span> generally, [[statue]], A.Ag.416 (lyr.), Schwyzer 89.17 (Argos, iii B.C.), Theoc.22.47; of [[small]] [[image]]s, κολοσὸς (acc. pl.),… ἔρσενα καὶ θήλειαν ἢ [[καλίνος]] [[γαίνος]] Berl.Sitzb.1927.167 (Cyrene): also fem., τὰς κ. ibid.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1475.png Seite 1475]] ὁ, der [[Koloß]], die Riesenbildsäule, über Lebensgröße; Her. 2, 149. 175; ξύλινοι, χάλκεοι, 3, 130. 152; εὔμορφοι Aesch. Ag. 405; übh. Bildsäule, Theocr. 22, 47; τοῦ Ἡρακλέους Plut. Fab. 22 u. A. Bes. der 70 Ellen hohe, dem Sonnengotte zu Ehren errichtete eherne Koloß auf Rhodus, Luc. histor. conscr. 23; vgl. Plut. ad princ. inerud. 2. – Nach E. M. von κολούειν – [[ὄσσε]], ὡς μὴ ἐφικνουμένων τῶν ὀφθαλμῶν ὁρᾶν.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1475.png Seite 1475]] ὁ, der [[Koloß]], die Riesenbildsäule, über Lebensgröße; Her. 2, 149. 175; ξύλινοι, χάλκεοι, 3, 130. 152; εὔμορφοι Aesch. Ag. 405; übh. Bildsäule, Theocr. 22, 47; τοῦ Ἡρακλέους Plut. Fab. 22 u. A. Bes. der 70 Ellen hohe, dem Sonnengotte zu Ehren errichtete eherne Koloß auf Rhodus, Luc. histor. conscr. 23; vgl. Plut. ad princ. inerud. 2. – Nach E. M. von κολούειν – [[ὄσσε]], ὡς μὴ ἐφικνουμένων τῶν ὀφθαλμῶν ὁρᾶν.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[colosse]], [[statue de dimensions énormes]].<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt médit. certain.
}}
{{elnl
|elnltext=κολοσσός zie κολοττός.
}}
{{elru
|elrutext='''κολοσσός:''' ὁ колосс, т. е. статуя размерами больше натуральной величины ([[ξύλινος]] Her.; [[εὔμορφος]] Aesch.; τοῦ Ἡρακλέους Plut.); преимущ. колосс Родосский (33 метровая статуя бога солнца у входа в Родосский порт; погибла во время землетрясения в 224 г. до н. э.) Luc., Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κολοσσός''': ὁ, γιγαντιαῖον [[ἄγαλμα]], παρ’ Ἡροδ. ἀείποτε ἐπὶ τῶν κολοσσιαίων, ἀγαλμάτων τῶν ἐν τοῖς ναοῖς τῶν Αἰγυπτίων, 2. 130, 131, 143, 149, καὶ ἀλλ.· τινὰ αὐτῶν μνημονεύονται ὡς ἔχοντα [[ὕψος]] [[εἴκοσι]] ποδῶν, 2. 176· ἕτερα 75 ποδῶν, [[αὐτόθι]]· ― ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ὡς φαίνεται, καὶ [[ἁπλῶς]] [[ἄγαλμα]] [[ἄνευ]] ἀναφορᾶς εἰς τὸ [[μέγεθος]] [[αὐτοῦ]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 416 (τὸ μόνον [[χωρίον]] [[ἔνθα]] εὑρίσκεται παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ.), Θεόκρ. 22. 47· κολοττὸς ἐν Διοδ. 1. 67. ― Ὁ περιφημότατος κολοσσὸς ἦτο ὁ τοῦ Ἀπόλλωνος ἐν Ρόδῳ ἔχων [[ὕψος]] [[ἑβδομήκοντα]] πήχεων, κατασκευασθεὶς κατὰ τοὺς χρόνους Δημητρίου τοῦ Πολιορκητοῦ, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 23, κτλ.· πρβλ. λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτήτων.
|lstext='''κολοσσός''': ὁ, γιγαντιαῖον [[ἄγαλμα]], παρ’ Ἡροδ. ἀείποτε ἐπὶ τῶν κολοσσιαίων, ἀγαλμάτων τῶν ἐν τοῖς ναοῖς τῶν Αἰγυπτίων, 2. 130, 131, 143, 149, καὶ ἀλλ.· τινὰ αὐτῶν μνημονεύονται ὡς ἔχοντα [[ὕψος]] [[εἴκοσι]] ποδῶν, 2. 176· ἕτερα 75 ποδῶν, [[αὐτόθι]]· ― ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ὡς φαίνεται, καὶ [[ἁπλῶς]] [[ἄγαλμα]] [[ἄνευ]] ἀναφορᾶς εἰς τὸ [[μέγεθος]] [[αὐτοῦ]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 416 (τὸ μόνον [[χωρίον]] [[ἔνθα]] εὑρίσκεται παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ.), Θεόκρ. 22. 47· κολοττὸς ἐν Διοδ. 1. 67. ― Ὁ περιφημότατος κολοσσὸς ἦτο ὁ τοῦ Ἀπόλλωνος ἐν Ρόδῳ ἔχων [[ὕψος]] [[ἑβδομήκοντα]] πήχεων, κατασκευασθεὶς κατὰ τοὺς χρόνους Δημητρίου τοῦ Πολιορκητοῦ, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 23, κτλ.· πρβλ. λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτήτων.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />colosse, statue de dimensions énormes.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt médit. certain.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[κολοσσός]], Α και κολοττός, ό, και [[κολοσσός]], ή)<br />[[ανδριάντας]] υπερφυσικού μεγέθους, γιγάντιο [[άγαλμα]] (α. «ο Κολοσσός της Ρόδου» β. «τὸν κολοσσὸν τοῦ Ἡρακλέους μετακομίσας ἐκ Τάραντος ἔστησεν ἐν Καπιτωλίῳ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπερμεγέθης]], [[πελώριος]] («αυτός ο [[άνθρωπος]] [[είναι]] [[κολοσσός]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει μία [[ιδιότητα]] σε υπέρτατο βαθμό («[[είναι]] [[κολοσσός]] εντιμότητας»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Είναι [[μάλλον]] μεσογειακό [[δάνειο]]<br />στη [[διατύπωση]] της υπόθεσης αυτής συντελεί η [[εμφάνιση]] του επιθήματος -<i>σσός</i>. Συνδέεται με τα τοπωνύμια <i>Κολοσσαί</i>, <i>Κολοφών</i>].
|mltxt=ο (AM [[κολοσσός]], Α και [[κολοττός]], ό, και [[κολοσσός]], ή)<br />[[ανδριάντας]] υπερφυσικού μεγέθους, γιγάντιο [[άγαλμα]] (α. «ο Κολοσσός της Ρόδου» β. «τὸν κολοσσὸν τοῦ Ἡρακλέους μετακομίσας ἐκ Τάραντος ἔστησεν ἐν Καπιτωλίῳ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπερμεγέθης]], [[πελώριος]] («αυτός ο [[άνθρωπος]] [[είναι]] [[κολοσσός]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει μία [[ιδιότητα]] σε υπέρτατο βαθμό («[[είναι]] [[κολοσσός]] εντιμότητας»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Είναι [[μάλλον]] μεσογειακό [[δάνειο]]<br />στη [[διατύπωση]] της υπόθεσης αυτής συντελεί η [[εμφάνιση]] του επιθήματος -<i>σσός</i>. Συνδέεται με τα τοπωνύμια [[Κολοσσαί]], [[Κολοφών]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κολοσσός:''' ὁ, Κολοσσός, λέγεται για τα τεράστια αγάλματα στους ναούς της Αιγύπτου, σε Ηρόδ.· γενικά, [[άγαλμα]], σε Αισχύλ., Θεόκρ.· ο πιο [[διάσημος]] Κολοσσός ήταν αυτός του Απόλλωνα στη Ρόδο, [[εβδομήντα]] πήχεις ψηλός, φτιαγμένος στον καιρό του Δημητρίου του Πολιορκητή, σε Λουκ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''κολοσσός:''' ὁ, Κολοσσός, λέγεται για τα τεράστια αγάλματα στους ναούς της Αιγύπτου, σε Ηρόδ.· γενικά, [[άγαλμα]], σε Αισχύλ., Θεόκρ.· ο πιο [[διάσημος]] Κολοσσός ήταν αυτός του Απόλλωνα στη Ρόδο, [[εβδομήντα]] πήχεις ψηλός, φτιαγμένος στον καιρό του Δημητρίου του Πολιορκητή, σε Λουκ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elnl
|elnltext=κολοσσός zie κολοττός.
}}
{{elru
|elrutext='''κολοσσός:''' ὁ колосс, т. е. статуя размерами больше натуральной величины ([[ξύλινος]] Her.; [[εὔμορφος]] Aesch.; τοῦ Ἡρακλέους Plut.); преимущ. колосс Родосский (33 метровая статуя бога солнца у входа в Родосский порт; погибла во время землетрясения в 224 г. до н. э.) Luc., Anth.
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m. (Cyrene also f.)<br />Meaning: <b class="b2">gigantic statue,</b> coloss (Hdt. [only about Egypt], hell.), also [[statue]] in gen. (A., hell.), [[figure]], [[puppet]] (Cyrene; cf. v. Wilamowitz BerlAkSb. 1927 : 19, 155ff.);<br />Other forms: <b class="b3">-ττ-</b> D. S., <b class="b3">-σ-</b> Cyrene.<br />Compounds: as 1. member e. g. in <b class="b3">κολοσσο-ποιός</b> (Hero).<br />Derivatives: <b class="b3">κολοσσιαῖος</b> (D. S. [<b class="b3">-ττ-</b>], Ph., Pap.), <b class="b3">-ικός</b> (D. S. [<b class="b3">-ττ-</b>], Str., Plu.) <b class="b2">with the measures of a c., colossal</b>.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: The (suffixal) element <b class="b3">-σσ-</b> points to foreign Mediterranean origin; s. Chantraine Formation 34, Lamer IF 48, 233, Krahe Die Antike 15, 181; hesitating agreement of Kretschmer Glotta 21, 159. Bq compares the also dark <b class="b3">κολεκάνος</b> (<b class="b3">-οκ-</b>) [[long]], [[meager man]] (Stratt., H.). No IE. etymology (no to <b class="b3">κολωνός</b> etc.; s. Bq). A typical Pre-Greek word. Ample about <b class="b3">κολοσσός</b> Benveniste Rev. de phil. 58, 118ff.
|etymtx=Grammatical information: m. (Cyrene also f.)<br />Meaning: <b class="b2">gigantic statue,</b> coloss (Hdt. [only about Egypt], hell.), also [[statue]] in gen. (A., hell.), [[figure]], [[puppet]] (Cyrene; cf. v. Wilamowitz BerlAkSb. 1927: 19, 155ff.);<br />Other forms: <b class="b3">-ττ-</b> D. S., <b class="b3">-σ-</b> [[Cyrene]].<br />Compounds: as 1. member e. g. in <b class="b3">κολοσσο-ποιός</b> (Hero).<br />Derivatives: [[κολοσσιαῖος]] (D. S. [<b class="b3">-ττ-</b>], Ph., Pap.), <b class="b3">-ικός</b> (D. S. [<b class="b3">-ττ-</b>], Str., Plu.) [[with the measures of a c.]], [[colossal]].<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: The (suffixal) element <b class="b3">-σσ-</b> [[points to foreign Mediterranean origin]]; s. Chantraine Formation 34, Lamer IF 48, 233, Krahe Die Antike 15, 181; hesitating agreement of Kretschmer Glotta 21, 159. Bq compares the also dark [[κολεκάνος]] (<b class="b3">-οκ-</b>) [[long]], [[meager man]] (Stratt., H.). No IE. etymology (no to [[κολωνός]] etc.; s. Bq). A typical Pre-Greek word. Ample about [[κολοσσός]] Benveniste Rev. de phil. 58, 118ff.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''κολοσσός''': {kolossós}<br />'''Forms''': (-ττ- D. S., -σ- Kyrene)<br />'''Grammar''': m. (Kyrene auch f.)<br />'''Meaning''': [[Riesenstatue]], [[Koloß]] (Hdt. [nur von Ägypten], hell.), auch [[Statue]] im allg. (A., hell.), [[Figur]], [[Puppe]] (Kyrene; vgl. v. Wilamowitz BerlAkSb. 1927 : 19, 155ff.);<br />'''Composita''' : als Vorderglied u. a. in [[κολοσσοποιός]] (Hero).<br />'''Derivative''': Davon [[κολοσσιαῖος]] (D. S. [-ττ-], Ph., Pap. u. a.), -ικός (D. S. [-ττ-], Str., Plu. u. a.) ‘die Maße eines K. habend, riesengroß, kolossal’.<br />'''Etymology''' : Schon das (suffixale) Element -σσ- läßt fremde mediterrane Herkunft vermuten; s. Chantraine Formation 34 m. Lit., Lamer IF 48, 233, Krahe Die Antike 15, 181 u. A.; zögernde Zustimmung bei Kretschmer Glotta 21, 159. Bq vergleicht das ebenfalls dunkle [[κολεκάνος]] (-οκ-) [[langer]], [[magerer Mensch]] (Stratt., H.). — Die idg. Etymologien (zu [[κολωνός]] usw.; s. Bq) sind hinfällig. Ausführlich über [[κολοσσός]] Benveniste Rev. de phil. 58, 118ff.<br />'''Page''' 1,903-904
|ftr='''κολοσσός''': {kolossós}<br />'''Forms''': (-ττ- D. S., -σ- Kyrene)<br />'''Grammar''': m. (Kyrene auch f.)<br />'''Meaning''': [[Riesenstatue]], [[Koloß]] (Hdt. [nur von Ägypten], hell.), auch [[Statue]] im allg. (A., hell.), [[Figur]], [[Puppe]] (Kyrene; vgl. v. Wilamowitz BerlAkSb. 1927: 19, 155ff.);<br />'''Composita''': als Vorderglied u. a. in [[κολοσσοποιός]] (Hero).<br />'''Derivative''': Davon [[κολοσσιαῖος]] (D. S. [-ττ-], Ph., Pap. u. a.), -ικός (D. S. [-ττ-], Str., Plu. u. a.) ‘die Maße eines K. habend, riesengroß, kolossal'.<br />'''Etymology''': Schon das (suffixale) Element -σσ- läßt fremde mediterrane Herkunft vermuten; s. Chantraine Formation 34 m. Lit., Lamer IF 48, 233, Krahe Die Antike 15, 181 u. A.; zögernde Zustimmung bei Kretschmer Glotta 21, 159. Bq vergleicht das ebenfalls dunkle [[κολεκάνος]] (-οκ-) [[langer]], [[magerer Mensch]] (Stratt., H.). — Die idg. Etymologien (zu [[κολωνός]] usw.; s. Bq) sind hinfällig. Ausführlich über [[κολοσσός]] Benveniste Rev. de phil. 58, 118ff.<br />'''Page''' 1,903-904
}}
{{trml
|trtx====[[gigantic statue]]===
Bulgarian: колос; Catalan: colós; Czech: kolos; French: [[colosse]]; German: [[Koloss]]; Greek: [[κολοσσός]], [[κολοττός]]; Hawaiian: koloso; Hungarian: kolosszus; Italian: [[colosso]]; Polish: kolos; Portuguese: colosso; Russian: [[колосс]]; Spanish: [[coloso]]; Swedish: koloss
===[[statue]]===
Afrikaans: standbeeld; Albanian: statujë, shtatore; Arabic: تِمْثال‎, دُمْيَة‎; Egyptian Arabic: تمثال‎; Armenian: արձան, անդրի; Asturian: estatua; Azerbaijani: heykəl; Balinese: arca, togog; Basque: estatua; Belarusian: статуя; Bengali: মূর্তি; Bikol Central: pararangpan; Braj: मूरत; Breton: delwenn; Bulgarian: статуя; Burmese: ရုပ်ထု, ရုပ်တု; Catalan: estàtua; Cebuano: estatuwa; Central Atlas Tamazight: ⴰⵙⴻⴱⴷⴰⴷ; Chinese Cantonese: 雕像, 塑像; Hakka: 雕像, 塑像; Mandarin: 雕像, 塑像; Min Nan: 雕像, 塑像; Chuukese: nios; Coptic: ⲙⲏⲓⲛⲓ; Corsican: statua; Cree: ᐊᔨᓯᓂᐦᑳᐣ; Czech: socha; Danish: statue; Dutch: [[standbeeld]]; Elfdalian: staty; Esperanto: statuo; Estonian: kuju; Faroese: standmynd; Fijian: vakatākarakara; Finnish: kuvapatsas, patsas; French: statue; Galician: estatua; Georgian: ქანდაკება, სტატუა; German: [[Statue]], [[Standbild]]; Greek: [[άγαλμα]]; Ancient Greek: [[ἄγαλμα]], [[ἄζαλμα]], [[ἀνδρείκελον]], [[ἀνδριάς]], [[ἀπεικόνισμα]], [[ἀπεικονισμός]], [[ἀφίδρυμα]], [[βρέτας]], [[δείκελον]], [[δείκηλον]], [[εἶδος]], [[εἴδωλον]], [[εἰκόνη]], [[εἰκόνιον]], [[εἰκόνισμα]], [[εἰκονογραφία]], [[εἰκών]], [[ἐκτύπωμα]], [[ἵδρυμα]], [[κολοσσός]], [[κολοττός]], [[ξόανον]], [[σίγνον]], [[τύπος]]; Greenlandic: inuusaliaq; Gujarati: પ્રતિમા; Haitian Creole: estati; Hawaiian: kiʻi, kiʻi kālai ʻia; Hebrew: פֶּסֶל‎; Hindi: प्रतिमा, मुर्ती, मूरत; Hungarian: szobor; Icelandic: stytta; Ido: statuo; Ilocano: estátua; Indonesian: patung; Irish: dealbh, íomhá; Italian: statua; Japanese: 像, 彫像, 塑像; Javanese Carakan: ꦉꦕ; Roman: reca; K'iche': atz; Kabardian: сын; Kannada: ಪ್ರತಿಮೆ; Kazakh: мүсін; Khmer: រូបចំលាក់, រូប; Korean: 조상(彫像), 조각상, 상; Kurdish Northern Kurdish: peykel, heykel, senem, pût, kelwaş; Kyrgyz: статуя, айкел; Lao: ຮູບປັ້ນ; Latin: [[statua]]; Latvian: statuja; Limburgish: standjsbeildj; Lingala: ekeko; Lithuanian: statula; Luxembourgish: Statu; Macedonian: статуа, кип; Malagasy: sary vongana; Malay: patung; Maltese: istatwa; Maori: pakoko; Marathi: पुतळा; Mirandese: státua; Mongolian: хөшөө; Montagnais: innitsheuan; Neapolitan: statola; Northern Sami: bázzi; Norwegian Bokmål: statue; Nynorsk: statue; Occitan: estatua; Ojibwe: mazinichigan; Old English: anlīcnes; Old South Arabian: 𐩮𐩡𐩣𐩬‎; Oriya: ମୂର୍ତି; Papiamentu: estatua; Parthian: 𐭐𐭕𐭊𐭓‎; Persian: تندیس‎, هیکل‎; Polish: posąg, statua; Portuguese: estátua; Punjabi: मूति; Rapa Nui: mo'ai; Romagnol: stêtuva; Romanian: statuie, statuă; Romansch: statua; Russian: статуя; Samogitian: statola; Sanskrit: प्रतिमा; Scottish Gaelic: buinne, ìomhaigh; Serbo-Croatian Cyrillic: статуа, кип; Roman: statua, kip; Shan: ႁုၼ်ႇႁၢင်ႈ; Sicilian: stàtua; Sinhalese: පිළිමය; Slovak: socha; Slovene: kip; Sorbian Upper Sorbian: statua, postawa; Spanish: [[estatua]]; Sundanese: patung; Swahili: sanamu; Swedish: staty, stod; Tagoi: istatuwa; Tajik: ҳайкал, муҷассама; Tamil: சிலை, உருவம்; Telugu: ప్రతిమ, విగ్రహం; Thai: รูปปั้น; Tibetan: འདྲ་སྐུ, འདྲ་གཞུགས, སྐུ་འདྲ, སྐུ་བརྙན; Tigrinya: ሓወልቲ; Turkish: heykel, yontu, kurçak; Turkmen: heýkel; Ugaritic: 𐎕𐎍𐎎; Ukrainian: статуя; Urdu: مجسمہ‎; Uyghur: ھەيكەل‎; Uzbek: haykal; Vietnamese: tượng; Volapük: magot; Welsh: statud, cerflun; West Frisian: stânbyld; Yiddish: סטאַטוע‎; Zazaki: heykel
}}
}}