Anonymous

εἰλικρινής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>NT</b>" to "NT"
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b>NT</b>" to "NT")
 
(39 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eilikrinis
|Transliteration C=eilikrinis
|Beta Code=ei)likrinh/s
|Beta Code=ei)likrinh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">unmixed, without alloy, pure</b>, ἐκ πυρὸς τοῦ -εστάτου καὶ ὕδατος <span class="bibl">Hp. <span class="title">Vict.</span>1.35</span>; <b class="b3">θέρμη, ψῦξις</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">VM</span>19</span>; <b class="b3">διὰ τὸ εἰλικρινῆ ἕκαστα εἶναι</b> (sc. <b class="b3">τὰ φῦλα</b>) [[distinct and separate]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.5.14</span>; εἴ τῳ γένοιτο αὐτὸ τὸ καλὸν ἰδεῖν εἰ., καθαρόν, ἄμεικτον <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>211e</span>; <b class="b3">τὸ ἧττον εἰ</b>., opp. <b class="b3">τὸ καθαρώτερον</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>340b8</span>; τῶν χρωμάτων οὐδὲν ὁρῶμεν εἰ. οἷόν ἐστιν, ἀλλὰ πάντα κεκραμένα <span class="bibl">Id.<span class="title">Col.</span>793b13</span>; τὸ λευκὸν [μέλι] οὐκ ἐκ θύμου εἰλικρινοῦς <span class="bibl">Id.<span class="title">HA</span>627a3</span>; εἰ. καὶ ἀμιγής <span class="bibl">Id.<span class="title">de An.</span>426b4</span>; ἐν μεγάλῳ εἰ. καὶ κενῷ <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>2p.37U.</span> (fort. <b class="b3">καὶ εἰ</b>.) ; τὸ ἓν εἰ. καὶ καθαρόν Plu. 2.393c. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[pure]], [[simple]], [[absolute]], <b class="b3">αὐτῇ καθ' αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος</b> the [[pure and absolute]] intellect, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>66a</span>; <b class="b3">ψυχὴν αὐτὴν καθ' αὑτὴν εἰ. ἀπαλλάξεσθαι</b> ib.<span class="bibl">81c</span>; <b class="b3">γνωσόμεθα… πᾶν τὸ εἰ</b>. <b class="b2">the pure and absolute</b>, ib.<span class="bibl">67b</span>; <b class="b3">τὸ καθαρόν τε καὶ εἰ</b>. <span class="bibl">Id.<span class="title">Phlb.</span>52d</span>; τὰς τέρψεις εἰ. ἀποδιδόναι <span class="bibl">Isoc.1.46</span>; <b class="b3">ἡδονὴ εἰ</b>. <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1176b20</span>; εὐπορία -εστάτη <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Sent.</span>14</span>; also of evil things, [[sheer]], [[absolute]], ἀδικία <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>2.2.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> [[sincere]], ἀπόδεξις <span class="title">OGI</span>227.12 (Didyma, iii B. C.); <b class="b3">εὔνοια</b> ib.763.41 (Milet., ii B. C.); of persons, <span class="bibl"><span class="title">Ep.Phil.</span>1.10</span>. Adv. -νῶς <span class="title">OGI</span>441.5 (i B. C.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> [[total]], ἐκλείψεις <span class="bibl">Cleom.2.5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Adv. -<b class="b3">νῶς</b> <b class="b2">without mixture, of itself, simply, absolutely</b>, διὰ τὸ εἰ. εἶναι Ἕλληνας καὶ ἀμιγεῖς βαρβάρων <span class="bibl">Pl.<span class="title">Mx.</span>245d</span>; <b class="b3">τὸ εἰ. ὄν</b> [[absolute]] being, <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>477a</span>; εἰ. ὑπὸ τοῦ ἔρωτος ὡρμημένους <span class="bibl">Id.<span class="title">Smp.</span>181c</span>; εἰ. ὅλον λευκόν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ph.</span>187b4</span>; [[without qualification]], -νῶς Ταραντῖνοι <span class="bibl">Arr.<span class="title">Tact.</span> 4.6</span>: Ion. εἰλικριν-έως, <b class="b3">κρίνεσθαι</b> to have a [[clear]] crisis, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>4.7</span>.—The word is confined to Prose.</span>
|Definition=εἰλικρινές,<br><span class="bld">A</span> [[unmixed]], [[without alloy]], [[pure]], ἐκ πυρὸς τοῦ εἰλικρινεστάτου καὶ ὕδατος Hp. ''Vict.''1.35; [[θέρμη]], [[ψῦξις]], Id.''VM''19; διὰ τὸ εἰλικρινῆ ἕκαστα εἶναι (''[[sc.]]'' τὰ φῦλα) [[distinct]] and [[separate]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''8.5.14; εἴ τῳ γένοιτο αὐτὸ τὸ καλὸν ἰδεῖν εἰ., καθαρόν, ἄμεικτον [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 211e; τὸ ἧττον εἰ., opp. τὸ καθαρώτερον, [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''340b8; τῶν χρωμάτων οὐδὲν ὁρῶμεν εἰ. οἷόν ἐστιν, ἀλλὰ πάντα κεκραμένα Id.''Col.''793b13; τὸ λευκὸν [μέλι] οὐκ ἐκ θύμου εἰλικρινοῦς Id.''HA''627a3; εἰ. καὶ ἀμιγής Id.''de An.''426b4; ἐν μεγάλῳ εἰ. καὶ κενῷ Epicur.''Ep.''2p.37U. (fort. καὶ εἰ.); τὸ ἓν εἰ. καὶ καθαρόν Plu. 2.393c.<br><span class="bld">2</span> [[pure]], [[simple]], [[absolute]], [[αὐτῇ καθ' αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος]] = by using the [[pure]] and [[absolute]] [[intellect]], [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 66a; ψυχὴν αὐτὴν καθ' αὑτὴν εἰλικρινῆ [[ἀπαλλάξεσθαι]] ib.81c; γνωσόμεθα… πᾶν τὸ εἰλικρινές = the [[pure]] and [[absolute]], ib.67b; τὸ καθαρόν τε καὶ εἰλικρινές Id.''Phlb.''52d; τὰς τέρψεις εἰ. ἀποδιδόναι Isoc.1.46; ἡδονὴ εἰλικρινής [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1176b20; εὐπορία εἰλικρινεστάτη Epicur.''Sent.''14; also of evil things, [[sheer]], [[absolute]], ἀδικία [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''2.2.3.<br><span class="bld">3</span> [[sincere]], [[ἀπόδεξις]] ''OGI''227.12 (Didyma, iii B. C.); [[εὔνοια]] ib.763.41 (Milet., ii B. C.); of persons, ''Ep.Phil.''1.10. Adv. [[εἰλικρινῶς]] ''OGI''441.5 (i B. C.).<br><span class="bld">4</span> [[total]], ἐκλείψεις Cleom.2.5.<br><span class="bld">II</span> Adv. [[εἰλικρινῶς]] = [[without mixture]], [[of itself]], [[simply]], [[absolutely]], διὰ τὸ εἰ. εἶναι Ἕλληνας καὶ ἀμιγεῖς βαρβάρων Pl.''Mx.''245d; [[τὸ εἰλικρινές ὄν]] = [[absolute]] being, Id.''R.''477a; εἰ. ὑπὸ τοῦ ἔρωτος ὡρμημένους Id.''Smp.''181c; εἰ. ὅλον λευκόν Arist.''Ph.''187b4; [[without qualification]], εἰλικρινῶς Ταραντῖνοι Arr.''Tact.'' 4.6: Ion. [[εἰλικρινέως]], [[κρίνεσθαι]] to have a [[clear]] [[crisis]], Hp.''Epid.''4.7.—The word is confined to Prose.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''εἰλῐκρῐνής''': -ές, [[ἄμικτος]], [[ἄνευ]] συμμίξεως, [[καθαρός]], Λατ. sincerus, ἐκ πυρὸς τοῦ εἰλικρινεστάτου καὶ ὕδατος Ἱππ. 351. 4, πρβλ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16· διὰ τὸ εἰλικρινῆ ἕκαστα [[εἶναι]] (ἐνν. τὰ φῦλα), οὐχὶ ἀναμεμιγμένα, ἀλλ’ ἄμικτα καὶ κεχωρισμένα, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 14· εἴ τῳ γένοιτο αὐτὸ τὸ καλὸν [[ἰδεῖν]] εἰλικρινές, καθαρόν, ἄμικτον Πλάτ. Συμπ. 211Ε· τὸ ἧττον εἰλικρινές, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ καθαρώτερον, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 20· τῶν χρωμάτων οὐδὲν ὁρῶμεν εἰλικρινὲς οἷόν ἐστιν, ἀλλὰ πάντα κεκραμένα ἐν ἑτέροις ὁ αὐτ. π. Χρωματ. 3. 10· τὸ λευκὸν [[μέλι]] οὐκ ἐκ θύμου εἰλικρινοῦς π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 48· εἰλ. καὶ ἀμιγὴς π. Ψυχ. 3. 2, 13· τὸ δὲ ἓν εἰλ. καὶ καθαρὸν Πλούτ. 2. 393C. 2) [[καθαρός]], [[ἁπλοῦς]], [[ἀπόλυτος]], ἀσχέτως θεωρούμενος, αὐτῇ καθ’ αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος Πλάτ. Φαίδων 66Α· ψυχὴν αὐτὴν καθ’ αὑτὴν εἰλικρινῆ ἀπαλλάξεσθαι [[αὐτόθι]] 81C· γνωσόμεθα... πᾶν τὸ εἰλ., τὸ καθαρὸν καὶ ἀπόλυτον, [[αὐτόθι]] 67Β· τὸ καθαρόν τε καὶ εἰλ. ὁ αὐτ. Φίληβ. 52D· τὰς τέρψεις εἰλ. ἀποδιδόναι Ἰσοκρ. 12Β· ἡδονῆς εἰλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 6, 4· -[[ὡσαύτως]] ἐπὶ κακῶν πραγμάτων, [[οὔκουν]], [[εἴγε]] [[οὕτως]] ἔχει τοῦτο, [[εἰλικρινής]] τις ἂν εἴη [[ἀδικία]] [[ἀχαριστία]]; Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 3. ΙΙ. Ἐπίρρ. -νῶς, καθαρῶς, ἀπολύτως, διὰ τὸ εἰλ. [[εἶναι]] Ἕλληνες καὶ ἀμιγεῖς βαρβάρων Πλάτ. Μενέξ. 245D· τὸ εἰλ. ὄν, τὸ ἀπολύτως ὑπάρχον, ὁ αὐτ. Πολ. 477Α, πρβλ. Συμπ. 181C· εἰλ. ὅλον λευκὸν Ἀριστ. Φυσ. 1. 4, 5. - Ἡ [[λέξις]] εὕρηται μόνον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ. Ἡ ἀρχικὴ [[σημασία]] τῆς λέξεως [[εἶναι]] φανερὰ ἐκ τῶν ἀνωτέρω παραδειγμάτων· ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει [[βεβαιότης]] περὶ τῆς ἀρχῆς ἢ παραγωγῆς τοῦ πρώτου συνθετικοῦ μέρους, εἰλι-. Κοινῶς ἀναφέρεται εἰς τὰς λέξεις εἵλη, [[κρίνω]], ὡς εἰ κατ’ ἀρχὰς ἐσήμαινεν ἐξετασθεὶς διὰ τοῦ φωτὸς τοῦ ἡλίου. Ἀλλ’ ἡ [[λέξις]] εἵλη σημαίνει [[θάλπος]], οὐχὶ φῶς· καὶ δὲν ὑπάρχει [[ἔνδειξις]] τοιαύτης σημασίας παρ’ οὐδενὶ συγγραφεῖ. Ἄλλοι θέλουσιν ὅτι τὸ εἰλι- παράγεται ἐκ τῆς √ΕΛ, εἱλίσσω, [[ὥστε]] ἡ πρώτη [[σημασία]] τοῦ εἰλικρινὴς θὰ ἦτο, κεχωρισμένος ἢ κοσκινισμένος διὰ περιδινήσεως, [[ἄμικτος]], [[καθαρός]]. Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ παραγωγὴ δὲν ἱκανοποιεῖ. Ἐν χειρογρ. τοῦ Πλάτ. γράφεται εἱλ-, [[ὅπερ]] ἔχει ὀρθῶς δι’ ἑκατέραν τῶν παραγωγῶν).
|dgtxt=εἰλικρινές<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[εἱλικρινής]] Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.111, Ph.2.140<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[puro]], [[sin mezcla]] de concr. πυρὸς τοῦ εἰλικρινεστάτου καὶ ὕδατος Hp.<i>Vict</i>.1.35, cf. Posidon.17, θέρμη εἰ. el calor solo en estado puro</i> Hp.<i>VM</i> 19, πύον Hp.<i>Morb</i>.1.13, τῶν χρωμάτων οὐδὲν ὁρῶμεν εἰλικρινὲς οἷόν ἐστιν, ἀλλὰ πάντα κεκραμένα Arist.<i>Col</i>.793<sup>b</sup>13, τὸ λευκὸν ([[μέλι]]) οὐκ ἐκ θύμου εἰλικρινοῦς Arist.<i>HA</i> 627<sup>a</sup>3, (καρποί) εἰλικρινεῖς ([[fruto]]s) no adulterados</i> Thphr.<i>CP</i> 6.13.1, cf. <i>HP</i> 1.12.2, φῶς Vett.Val.238.12<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ εἰλικρινὲς τοῦ αἰθέρος Cleom.2.3.89<br /><b class="num">•</b>de abstr. εἰ. τις ἂν εἴη [[ἀδικία]] ἡ [[ἀχαριστία]]; ¿sería entonces la [[ingratitud]] una pura [[injusticia]]?</i> X.<i>Mem</i>.2.2.3, εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος Pl.<i>Phd</i>.66a, (τὸ καλόν) εἰλικρινές, καθαρόν, ἄμεικτον Pl.<i>Smp</i>.211e, ψυχὴν αὐτήν καθ' αὑτὴν εἰλικρινῆ ἀπαλλάξεσθαι Pl.<i>Phd</i>.81c, τέρψεις εἰλικρινεῖς Isoc.1.46, cf. 6.81, ἧττον εἰλικρινές op. [[καθαρώτερον]] Arist.<i>Mete</i>.340<sup>b</sup>8, [[ἡδονή]] Arist.<i>EN</i> 1176<sup>b</sup>20, εἰλικρινεστάτη γίνεται ἡ ... [[ἀσφάλεια]] Epicur.<i>Sent</i>.[5] 14, [[ἁρμονία]] D.H.<i>Dem</i>.37.1, ὁ τῶν ὅλων νοῦς Chrysipp.l.c., προαίρεσις Plb.2.38.6, del número, entre los pitagóricos, Buther.p.59, τὸ δ' ἓν εἰ. καὶ καθαρόν Plu.2.393c, [[ἀπόρροια]] [[LXX]] <i>Sap</i>.7.25, καθαρώτεραι καὶ εἱλικρινέστεραι αἰσθήσεις Ph.2.227, cf. Arist.<i>de An</i>.426<sup>b</sup>4<br /><b class="num">•</b>subst. γνωσόμεθα ... πᾶν τὸ εἰ. Pl.<i>Phd</i>.67b, τὸ καθαρόν τε καὶ εἰ. Pl.<i>Phlb</i>.52d, cf. Eus.<i>HE</i> 4.24<br /><b class="num">•</b>ref. pers., en posición pred. [[separado]], [[no mezclado]] διὰ τὸ εἰλικρινῆ ἕκαστα εἶναι τὰ φῦλα X.<i>Cyr</i>.8.5.14.<br /><b class="num">2</b> de pers. y abstr. [[auténtico]], [[genuino]] τοῦτ' ἐστὶν εἰ. γεωργὸς [[Ἀττικός]] Men.<i>Dysc</i>.604, cf. Plu.2.831b<br /><b class="num">•</b>sent. moral [[puro]], [[intachable]] ἵνα ἦτε εἰλικρινεῖς <i>Ep.Phil</i>.1.10<br /><b class="num">•</b>[[puro]], [[sincero]] ref. sentimientos y actitudes personales εἰλικρινῆ καὶ βεβαίαμ ποιουμένους ὑμᾶς πρὸς τοὺς φίλους ἀπόδειξιν <i>Didyma</i> 493.12 (III a.C.), cf. <i>FAmyzon</i> 15B.22 (II a.C.), πρὸς ἡμᾶς ἐκτενε[στάτην τε καὶ] εἰλικρινῆ τὴν εὔνοιαν <i>Milet</i> 1(9).306.41 (II a.C.), εὐσέβεια πρὸς τοὺς θεοὺς εἰ. <i>Didyma</i> 252.9 (III d.C.), [[στοργή]] <i>PMasp</i>.310re.15, cf. 151.132 (ambos VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[desapasionado]], [[imparcial]] λογισμοὶ εἰλικρινεῖς razonamientos imparciales</i> I.<i>AI</i> 19.321, Ph.2.140.<br /><b class="num">3</b> [[total]] ἐν ταῖς εἰλικρινέσι τῶν ἐκλείψεων (σελήνης) Cleom.2.1.287, 5.3.<br /><b class="num">II</b> adv. [[εἰλικρινῶς]], jón. [[εἰλικρινέως]]<br /><b class="num">1</b> [[sin mezcla]], [[en estado puro]], [[genuinamente]] τοὺς εἰ. ὑπὸ τούτου τοῦ ἔρωτος ὡρμημένους Pl.<i>Smp</i>.181c, διὰ τὸ εἰ. εἶναι Ἕλληνας καὶ ἀμιγεῖς βαρβάρων Pl.<i>Mx</i>.245d, εἰ. μὲν γὰρ ὅλον λευκὸν ... οὐκ εἶναι no existe en estado puro un todo absolutamente blanco</i> Arist.<i>Ph</i>.187<sup>b</sup>4, τὸ δὲ μὴ εἰ. αὐτῆς (συλλαβῆς) βραχύ ref. a una sílaba c. grupo consonántico inicial, D.H.<i>Comp</i>.22.21.<br /><b class="num">2</b> [[absolutamente]], [[del todo]] τὸ εἰ. ὄν op. [[τὸ μηδαμῇ ὄν]] Pl.<i>R</i>.477a, οὐ κρινόμενοι εἰ. de afecciones que no llegan a hacer crisis del todo</i> Hp.<i>Epid</i>.4.7, cf. 1<i>Ep.Clem</i>.32.1.<br /><b class="num">3</b> [[sinceramente]], [[auténticamente]] πρὸς ἡμᾶς πί[σ] τιν εἰ. τετηρηκότας <i>IStratonikeia</i> 505.5 (I a.C.), τὴν σωφροσύνην ἐρριζωμένην εἰ. τῇ ψυχῇ Gr.Naz.<i>Ep</i>.244.4.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Dud., quizá comp. de [[εἴλω]] [[hacer girar]]’ y κρίνω qq.u., prob. en el sent. de ‘[[cribado]]’ < ‘[[seleccionado]] por medio del [[giro]] (de la [[criba]]).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> séparé, distinct;<br /><b>2</b> qui est dans toute sa pureté, pur ; <i>en mauv. part</i> [[εἰλικρινής]] [[ἀδικία]] XÉN injustice pure et simple, <i>càd</i> absolue, <i>sel. d’autres</i> injustice éclatante.<br />'''Étymologie:''' [[εἷλον]], [[κρίνω]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[séparé]], [[distinct]];<br /><b>2</b> [[qui est dans toute sa pureté]], [[pur]] ; <i>en mauv. part</i> [[εἰλικρινής]] [[ἀδικία]] XÉN injustice pure et simple, <i>càd</i> absolue, <i>sel. d'autres</i> injustice éclatante;<br />[[NT]]: sincère.<br />'''Étymologie:''' [[εἷλον]], [[κρίνω]].
}}
}}
{{DGE
{{pape
|dgtxt=-ές<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> εἱλ- Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.111, Ph.2.140<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[puro]], [[sin mezcla]] de concr. πυρὸς τοῦ εἰλικρινεστάτου καὶ ὕδατος Hp.<i>Vict</i>.1.35, cf. Posidon.17, θέρμη εἰ. el calor solo en estado puro</i> Hp.<i>VM</i> 19, πύον Hp.<i>Morb</i>.1.13, τῶν χρωμάτων οὐδὲν ὁρῶμεν εἰλικρινὲς οἷόν ἐστιν, ἀλλὰ πάντα κεκραμένα Arist.<i>Col</i>.793<sup>b</sup>13, τὸ λευκὸν (μέλι) οὐκ ἐκ θύμου εἰλικρινοῦς Arist.<i>HA</i> 627<sup>a</sup>3, (καρποί) εἰλικρινεῖς (frutos) no adulterados</i> Thphr.<i>CP</i> 6.13.1, cf. <i>HP</i> 1.12.2, φῶς Vett.Val.238.12<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ εἰλικρινὲς τοῦ αἰθέρος Cleom.2.3.89<br /><b class="num">•</b>de abstr. εἰ. τις ἂν εἴη [[ἀδικία]] [[ἀχαριστία]]; ¿sería entonces la ingratitud una pura injusticia?</i> X.<i>Mem</i>.2.2.3, εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος Pl.<i>Phd</i>.66a, (τὸ καλόν) εἰλικρινές, καθαρόν, ἄμεικτον Pl.<i>Smp</i>.211e, ψυχὴν αὐτήν καθ' αὑτὴν εἰλικρινῆ ἀπαλλάξεσθαι Pl.<i>Phd</i>.81c, τέρψεις εἰλικρινεῖς Isoc.1.46, cf. 6.81, ἧττον εἰλικρινές op. καθαρώτερον Arist.<i>Mete</i>.340<sup>b</sup>8, ἡδονή Arist.<i>EN</i> 1176<sup>b</sup>20, εἰλικρινεστάτη γίνεται ἡ ... [[ἀσφάλεια]] Epicur.<i>Sent</i>.[5] 14, [[ἁρμονία]] D.H.<i>Dem</i>.37.1, ὁ τῶν ὅλων νοῦς Chrysipp.l.c., προαίρεσις Plb.2.38.6, del número, entre los pitagóricos, Buther.p.59, τὸ δ' ἓν εἰ. καὶ καθαρόν Plu.2.393c, [[ἀπόρροια]] LXX <i>Sap</i>.7.25, καθαρώτεραι καὶ εἱλικρινέστεραι αἰσθήσεις Ph.2.227, cf. Arist.<i>de An</i>.426<sup>b</sup>4<br /><b class="num"></b>subst. γνωσόμεθα ... πᾶν τὸ εἰ. Pl.<i>Phd</i>.67b, τὸ καθαρόν τε καὶ εἰ. Pl.<i>Phlb</i>.52d, cf. Eus.<i>HE</i> 4.24<br /><b class="num"></b>ref. pers., en posición pred. [[separado]], [[no mezclado]] διὰ τὸ εἰλικρινῆ ἕκαστα εἶναι τὰ φῦλα X.<i>Cyr</i>.8.5.14.<br /><b class="num">2</b> de pers. y abstr. [[auténtico]], [[genuino]] τοῦτ' ἐστὶν εἰ. γεωργὸς [[Ἀττικός]] Men.<i>Dysc</i>.604, cf. Plu.2.831b<br /><b class="num"></b>sent. moral [[puro]], [[intachable]] ἵνα ἦτε εἰλικρινεῖς <i>Ep.Phil</i>.1.10<br /><b class="num"></b>[[puro]], [[sincero]] ref. sentimientos y actitudes personales εἰλικρινῆ καὶ βεβαίαμ ποιουμένους ὑμᾶς πρὸς τοὺς φίλους ἀπόδειξιν <i>Didyma</i> 493.12 (III a.C.), cf. <i>FAmyzon</i> 15B.22 (II a.C.), πρὸς ἡμᾶς ἐκτενε[στάτην τε καὶ] εἰλικρινῆ τὴν εὔνοιαν <i>Milet</i> 1(9).306.41 (II a.C.), εὐσέβεια πρὸς τοὺς θεοὺς εἰ. <i>Didyma</i> 252.9 (III d.C.), στοργή <i>PMasp</i>.310re.15, cf. 151.132 (ambos VI d.C.)<br /><b class="num"></b>[[desapasionado]], [[imparcial]] λογισμοὶ εἰλικρινεῖς razonamientos imparciales</i> I.<i>AI</i> 19.321, Ph.2.140.<br /><b class="num">3</b> [[total]] ἐν ταῖς εἰλικρινέσι τῶν ἐκλείψεων (σελήνης) Cleom.2.1.287, 5.3.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς, jón. -έως<br /><b class="num">1</b> [[sin mezcla]], [[en estado puro]], [[genuinamente]] τοὺς εἰ. ὑπὸ τούτου τοῦ ἔρωτος ὡρμημένους Pl.<i>Smp</i>.181c, διὰ τὸ εἰ. εἶναι Ἕλληνας καὶ ἀμιγεῖς βαρβάρων Pl.<i>Mx</i>.245d, εἰ. μὲν γὰρ ὅλον λευκὸν ... οὐκ εἶναι no existe en estado puro un todo absolutamente blanco</i> Arist.<i>Ph</i>.187<sup>b</sup>4, τὸ δὲ μὴ εἰ. αὐτῆς (συλλαβῆς) βραχύ ref. a una sílaba c. grupo consonántico inicial, D.H.<i>Comp</i>.22.21.<br /><b class="num">2</b> [[absolutamente]], [[del todo]] τὸ εἰ. ὄν op. τὸ μηδαμῇ ὄν Pl.<i>R</i>.477a, οὐ κρινόμενοι εἰ. de afecciones que no llegan a hacer crisis del todo</i> Hp.<i>Epid</i>.4.7, cf. 1<i>Ep.Clem</i>.32.1.<br /><b class="num">3</b> [[sinceramente]], [[auténticamente]] πρὸς ἡμᾶς πί[σ] τιν εἰ. τετηρηκότας <i>IStratonikeia</i> 505.5 (I a.C.), τὴν σωφροσύνην ἐρριζωμένην εἰ. τῇ ψυχῇ Gr.Naz.<i>Ep</i>.244.4.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Dud., quizá comp. de [[εἴλω]] ‘hacer girar’ y κρίνω qq.u., prob. en el sent. de ‘cribado’ < ‘seleccionado por medio del giro (de la criba).
|ptext=ές ([[εἵλη]], also [[richtiger]] εἱλικρινής, wie sich in den mss. des Plat. oft findet, s. [[Schneider]] zu Plat. <i>Rep</i>. II p. 123), eigtl. = <i>am [[Sonnenlicht]] [[betrachtet]], [[genau]] [[geprüft]] und [[echt]] [[befunden]]</i>, überhaupt = <i>rein, [[tadellos]]</i>; τὸ καθαρόν τε καὶ εἰλ. Plat. <i>Phil</i>. 52d; <i>Symp</i>. 211e; τὸ ἐντὸς ἡμῶν [[πῦρ]] εἰλ. ἐποίησαν <i>Tim</i>. 45b; [[διάνοια]] <i>Phaed</i>. 66a; [[ψυχή]] 81c; τέρψεις, reine [[Freuden]], Isocr. 1.46; διὰ τὸ εἰλικρινῆ τὰ φῦλα [[εἶναι]], <i>[[unvermischt]]</i>, Xen. <i>Cyr</i>. 8.5.14; von [[Farben]], im <span class="ggns">Gegensatz</span> von κεκραμένα ἑτέροις, Theophr.; – ὄντος φωτὸς εἰλικρινοῦς Pol. 8.33.1; vom Golde, Poll. 7.98; – <i>[[sonnenklar]], [[deutlich]]</i>, [[ἀδικία]] Xen. <i>Mem</i>. 2.2.3, [[einzeln]] bei Sp.<br><b class="num">• Adv.</b> [[εἰλικρινῶς]], Plat. <i>Symp</i>. 181c und [[öfter]].
}}
{{elru
|elrutext='''εἰλικρῐνής:''' [[varia lectio|v.l.]] εἱλικρινής 2 [[εἵλη]]<br /><b class="num">1</b> [[чистый]], [[беспримесный]] (τὰ στοιχεῖα Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[чистый]], [[непорочный]] (τέρψεις Isocr.; [[ἡδονή]] Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[ясный]]: ὄντος φωτὸς εἰλικρινοῦς Polyb. когда уже совсем рассвело;<br /><b class="num">4</b> [[тщательно обособленный]], [[непереметанный]] (τὰ φῦλα Xen.);<br /><b class="num">5</b> [[чистый]], [[неэмпирический]], [[абсолютный]] ([[διάνοια]] Plat.);<br /><b class="num">6</b> [[истый]], [[подлинный]] ([[ἀδικία]] Xen.).
}}
{{ls
|lstext='''εἰλῐκρῐνής''': -ές, [[ἄμικτος]], [[ἄνευ]] συμμίξεως, [[καθαρός]], Λατ. sincerus, ἐκ πυρὸς τοῦ εἰλικρινεστάτου καὶ ὕδατος Ἱππ. 351. 4, πρβλ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16· διὰ τὸ εἰλικρινῆ ἕκαστα [[εἶναι]] (ἐνν. τὰ φῦλα), οὐχὶ ἀναμεμιγμένα, ἀλλ’ ἄμικτα καὶ κεχωρισμένα, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 14· εἴ τῳ γένοιτο αὐτὸ τὸ καλὸν [[ἰδεῖν]] εἰλικρινές, καθαρόν, ἄμικτον Πλάτ. Συμπ. 211Ε· τὸ ἧττον εἰλικρινές, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ καθαρώτερον, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 20· τῶν χρωμάτων οὐδὲν ὁρῶμεν εἰλικρινὲς οἷόν ἐστιν, ἀλλὰ πάντα κεκραμένα ἐν ἑτέροις ὁ αὐτ. π. Χρωματ. 3. 10· τὸ λευκὸν [[μέλι]] οὐκ ἐκ θύμου εἰλικρινοῦς π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 48· εἰλ. καὶ ἀμιγὴς π. Ψυχ. 3. 2, 13· τὸ δὲ ἓν εἰλ. καὶ καθαρὸν Πλούτ. 2. 393C. 2) [[καθαρός]], [[ἁπλοῦς]], [[ἀπόλυτος]], ἀσχέτως θεωρούμενος, αὐτῇ καθ’ αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος Πλάτ. Φαίδων 66Α· ψυχὴν αὐτὴν καθ’ αὑτὴν εἰλικρινῆ ἀπαλλάξεσθαι [[αὐτόθι]] 81C· γνωσόμεθα... πᾶν τὸ εἰλ., τὸ καθαρὸν καὶ ἀπόλυτον, [[αὐτόθι]] 67Β· τὸ καθαρόν τε καὶ εἰλ. ὁ αὐτ. Φίληβ. 52D· τὰς τέρψεις εἰλ. ἀποδιδόναι Ἰσοκρ. 12Β· ἡδονῆς εἰλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 6, 4· -[[ὡσαύτως]] ἐπὶ κακῶν πραγμάτων, [[οὔκουν]], [[εἴγε]] [[οὕτως]] ἔχει τοῦτο, [[εἰλικρινής]] τις ἂν εἴη [[ἀδικία]] ἡ [[ἀχαριστία]]; Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 3. ΙΙ. Ἐπίρρ. -νῶς, καθαρῶς, ἀπολύτως, διὰ τὸ εἰλ. [[εἶναι]] Ἕλληνες καὶ ἀμιγεῖς βαρβάρων Πλάτ. Μενέξ. 245D· τὸ εἰλ. ὄν, τὸ ἀπολύτως ὑπάρχον, ὁ αὐτ. Πολ. 477Α, πρβλ. Συμπ. 181C· εἰλ. ὅλον λευκὸν Ἀριστ. Φυσ. 1. 4, 5. - Ἡ [[λέξις]] εὕρηται μόνον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ. Ἡ ἀρχικὴ [[σημασία]] τῆς λέξεως [[εἶναι]] φανερὰ ἐκ τῶν ἀνωτέρω παραδειγμάτων· ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει [[βεβαιότης]] περὶ τῆς ἀρχῆς ἢ παραγωγῆς τοῦ πρώτου συνθετικοῦ μέρους, εἰλι-. Κοινῶς ἀναφέρεται εἰς τὰς λέξεις εἵλη, [[κρίνω]], ὡς εἰ κατ’ ἀρχὰς ἐσήμαινεν ἐξετασθεὶς διὰ τοῦ φωτὸς τοῦ ἡλίου. Ἀλλ’ ἡ [[λέξις]] εἵλη σημαίνει [[θάλπος]], οὐχὶ φῶς· καὶ δὲν ὑπάρχει [[ἔνδειξις]] τοιαύτης σημασίας παρ’ οὐδενὶ συγγραφεῖ. Ἄλλοι θέλουσιν ὅτι τὸ εἰλι- παράγεται ἐκ τῆς √ΕΛ, εἱλίσσω, [[ὥστε]] ἡ πρώτη [[σημασία]] τοῦ εἰλικρινὴς θὰ ἦτο, κεχωρισμένος ἢ κοσκινισμένος διὰ περιδινήσεως, [[ἄμικτος]], [[καθαρός]]. Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ παραγωγὴ δὲν ἱκανοποιεῖ. Ἐν χειρογρ. τοῦ Πλάτ. γράφεται εἱλ-, [[ὅπερ]] ἔχει ὀρθῶς δι’ ἑκατέραν τῶν παραγωγῶν).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 26: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[εἰλικρινής]], -ές)<br />[[ευθύς]], [[τίμιος]], [[ανυπόκριτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καθαρός]], [[αμόλυντος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθαρός]], [[αμιγής]]<br /><b>2.</b> [[απλός]], [[απόλυτος]]<br /><b>3.</b> [[ολικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθετο του οποίου το β' συνθετικό προέρχεται από το θ. του [[κρίνω]] με [[επίθημα]] -<i>es</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ευκρινής]]). Το α' συνθετικό [[είναι]] αβέβαιης προελεύσεως, πιθ. όμως να προέρχεται από τη λ. [[είλη]], το δε -<i>ι</i> να [[είναι]] συνδετικό [[φωνήεν]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αιγιπόδης]]). Η [[σημασία]] της λέξεως [[ειλικρινής]] θα ήταν «[[ευδιάκριτος]] από τον ήλιο», η λ. [[είλη]] όμως σημαίνει «[[θερμότητα]] του ήλιου», το δε <i>Fel</i><i>ā</i> στη δωρική διάλεκτο αναφέρεται στο «φως». Έτσι δεν αποκλείεται το α' συνθετικό της λέξεως να προέρχεται από το ρ. [[είλω]] «[[γυρίζω]], [[στρέφω]], [[κάνω]] [[κάτι]] να γυρίσει»].
|mltxt=-ές (AM [[εἰλικρινής]], -ές)<br />[[ευθύς]], [[τίμιος]], [[ανυπόκριτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καθαρός]], [[αμόλυντος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθαρός]], [[αμιγής]]<br /><b>2.</b> [[απλός]], [[απόλυτος]]<br /><b>3.</b> [[ολικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθετο του οποίου το β' συνθετικό προέρχεται από το θ. του [[κρίνω]] με [[επίθημα]] -<i>es</i>- ([[πρβλ]]. [[ευκρινής]]). Το α' συνθετικό [[είναι]] αβέβαιης προελεύσεως, πιθ. όμως να προέρχεται από τη λ. [[είλη]], το δε -<i>ι</i> να [[είναι]] συνδετικό [[φωνήεν]] ([[πρβλ]]. [[αιγιπόδης]]). Η [[σημασία]] της λέξεως [[ειλικρινής]] θα ήταν «[[ευδιάκριτος]] από τον ήλιο», η λ. [[είλη]] όμως σημαίνει «[[θερμότητα]] του ήλιου», το δε <i>Fel</i><i>ā</i> στη δωρική διάλεκτο αναφέρεται στο «φως». Έτσι δεν αποκλείεται το α' συνθετικό της λέξεως να προέρχεται από το ρ. [[είλω]] «[[γυρίζω]], [[στρέφω]], [[κάνω]] [[κάτι]] να γυρίσει»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰλῐκρῐνής:''' -ές,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει αναμειχθεί, που είναι [[χωρίς]] [[πρόσμειξη]], [[καθαρός]], [[αγνός]], Λατ. [[sincerus]], σε Ξεν., Πλάτ.· <i>εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος</i>, αυτός που χρησιμοποιεί καθαρή [[νόηση]], [[νοημοσύνη]], στον ίδ.· <i>εἰλ. ἀδικίας</i>, [[εμφανής]] [[αδικία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-νῶς</i>, [[χωρίς]] ανάμειξη, από μόνο του, απλά, [[καθαρά]], απόλυτα, σε Πλάτ. (η προέλ. του <i>εἰλι-</i> αμφίβ.).
|lsmtext='''εἰλῐκρῐνής:''' -ές,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει αναμειχθεί, που είναι [[χωρίς]] [[πρόσμειξη]], [[καθαρός]], [[αγνός]], Λατ. [[sincerus]], σε Ξεν., Πλάτ.· <i>εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος</i>, αυτός που χρησιμοποιεί καθαρή [[νόηση]], [[νοημοσύνη]], στον ίδ.· <i>εἰλ. ἀδικίας</i>, [[εμφανής]] [[αδικία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-νῶς</i>, [[χωρίς]] ανάμειξη, από μόνο του, απλά, [[καθαρά]], απόλυτα, σε Πλάτ. (η προέλ. του <i>εἰλι-</i> αμφίβ.).
}}
{{elru
|elrutext='''εἰλικρῐνής:''' v. l. εἱλικρινής 2 [[εἵλη]]<br /><b class="num">1)</b> чистый, беспримесный (τὰ στοιχεῖα Arst.);<br /><b class="num">2)</b> чистый, непорочный (τέρψεις Isocr.; [[ἡδονή]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> ясный: ὄντος φωτὸς εἰλικρινοῦς Polyb. когда уже совсем рассвело;<br /><b class="num">4)</b> тщательно обособленный, непереметанный (τὰ φῦλα Xen.);<br /><b class="num">5)</b> чистый, неэмпирический, абсолютный ([[διάνοια]] Plat.);<br /><b class="num">6)</b> истый, подлинный ([[ἀδικία]] Xen.).
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[pure]], [[absolute]], [[real]] (Hp., Att.).<br />Other forms: (<b class="b3">εἱ-</b>)<br />Derivatives: <b class="b3">εἰλικρίνεια</b> [[purity]], <b class="b3">εἰλικρινέω</b> [[purify]] (hell.), <b class="b3">εἰλικρινότης</b> (gloss.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Expressive word without convincing etymology. Mostly taken as compound of <b class="b3">κρίνω</b> and <b class="b3">εἴλη</b> (with compositional <b class="b3">-ι</b>, Schwyzer 447f.;?), so prop. "distinguished by the sun"; one takes <b class="b3">εἴλη</b> not as normally <b class="b2">heat of the sun</b> but as [[sunlight]], a meaning only known for Dor. <b class="b3">Ϝέλα</b> and which will not be old. Connection with 1. or 2. <b class="b3">εἰλέω</b> makes no sense. Difficult suggestion by DELG.
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[pure]], [[absolute]], [[real]] (Hp., Att.).<br />Other forms: (<b class="b3">εἱ-</b>)<br />Derivatives: [[εἰλικρίνεια]] [[purity]], [[εἰλικρινέω]] [[purify]] (hell.), [[εἰλικρινότης]] (gloss.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Expressive word without convincing etymology. Mostly taken as compound of [[κρίνω]] and [[εἴλη]] (with compositional <b class="b3">-ι</b>, Schwyzer 447f.;?), so prop. "distinguished by the sun"; one takes [[εἴλη]] not as normally [[heat of the sun]] but as [[sunlight]], a meaning only known for Dor. [[Ϝέλα]] and which will not be old. Connection with 1. or 2. [[εἰλέω]] makes no sense. Difficult suggestion by DELG.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 41: Line 44:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''εἰλικρινής''': {eilikrinḗs}<br />'''Meaning''': (εἱ-) [[rein]], [[lauter]], [[absolut]], [[echt]] (Hp., att. Prosa, hell. u. spät).<br />'''Derivative''': Davon [[εἰλικρίνεια]] [[Reinheit]], [[εἰλικρινέω]] [[reinigen]] (hell. u. sp.), [[εἰλικρινότης]] (Gloss.).<br />'''Etymology''' : Expressives Wort ohne überzeugende Etymologie. Gewöhnlich als Kompositum von [[κρίνω]] (mit σ-Stammflexion, Schwyzer 523) und [[εἴλη]] (mit kompositionellem -ι, Schwyzer 447f.) erklärt, somit eig. "von der Sonne unterschieden, in der Sonne beurteilt" o. ä.; man hat dabei [[εἴλη]] nicht wie sonst im Sinn von [[Sonnenhitze]] aufzufassen sondern als ‘Sonne(nlicht)’, eine Bedeutung die nur für dor. ϝέλα belegt ist und in Anbetracht der Etymologie sekundär sein muß. Anknüpfung an 1. oder 2. [[εἰλέω]] gibt keinen Sinn; ein Versuch in dieser Richtung wird von Bq mit Recht abgelehnt.<br />'''Page''' 1,459
|ftr='''εἰλικρινής''': {eilikrinḗs}<br />'''Meaning''': (εἱ-) [[rein]], [[lauter]], [[absolut]], [[echt]] (Hp., att. Prosa, hell. u. spät).<br />'''Derivative''': Davon [[εἰλικρίνεια]] [[Reinheit]], [[εἰλικρινέω]] [[reinigen]] (hell. u. sp.), [[εἰλικρινότης]] (Gloss.).<br />'''Etymology''': Expressives Wort ohne überzeugende Etymologie. Gewöhnlich als Kompositum von [[κρίνω]] (mit σ-Stammflexion, Schwyzer 523) und [[εἴλη]] (mit kompositionellem -ι, Schwyzer 447f.) erklärt, somit eig. "von der Sonne unterschieden, in der Sonne beurteilt" o. ä.; man hat dabei [[εἴλη]] nicht wie sonst im Sinn von [[Sonnenhitze]] aufzufassen sondern als ‘Sonne(nlicht)’, eine Bedeutung die nur für dor. ϝέλα belegt ist und in Anbetracht der Etymologie sekundär sein muß. Anknüpfung an 1. oder 2. [[εἰλέω]] gibt keinen Sinn; ein Versuch in dieser Richtung wird von Bq mit Recht abgelehnt.<br />'''Page''' 1,459
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':e„likrin»j 誒利-克里尼士<br />'''詞類次數''':形容詞(2)<br />'''原文字根''':日光-審判的<br />'''字義溯源''':經日光察驗過的,真實的,純潔的,清白的,誠實的;由([[εἰκών]])X*=射線)與([[κρίνω]])*=辨別)組成。參讀 ([[ἅγιος]])同義字<br />'''出現次數''':總共(2);腓(1);彼後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 誠實的(1) 彼後3:1;<br />2) 誠實(1) 腓1:10
|sngr='''原文音譯''':e„likrin»j 誒利-克里尼士<br />'''詞類次數''':形容詞(2)<br />'''原文字根''':日光-審判的<br />'''字義溯源''':經日光察驗過的,真實的,純潔的,清白的,誠實的;由([[εἰκών]])X*=射線)與([[κρίνω]])*=辨別)組成。參讀 ([[ἅγιος]])同義字<br />'''出現次數''':總共(2);腓(1);彼後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 誠實的(1) 彼後3:1;<br />2) 誠實(1) 腓1:10
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[absolute]], [[pure]], [[sheer]], [[simple]], [[unadulterated]], [[unmixed]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=αὐτός πού ἐξετάστηκε [[κάτω]] ἀπό τό φῶς τοῦ ἥλιου, [[καθαρός]]). Ἴσως ἀπό τίς λέξεις [[εἵλη]] + [[κρίνω]]. Ἤ τό πρῶτο συνθετικό εἰλινά παράγεται ἀπό τή ρίζα ελτοῦ [[εἱλίσσω]].
}}
}}