Anonymous

μεσάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "D.S." to "D.S."
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mesazo
|Transliteration C=mesazo
|Beta Code=mesa/zw
|Beta Code=mesa/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μεσόω]], ὁ μεσάζων τόπος (v.l. [[νησίζων]]) <span class="bibl">D.S.1.32</span>; πότερον ἄρχοιτο τὸ πάθος ἢ μεσάζοι <span class="bibl">Hp.<span class="title">Ep.</span>18</span>; νυκτὸς μεσαζούσης <span class="bibl">LXX <span class="title">Wi.</span> 18.14</span>; μεσαζούσης ἡμέρας <span class="bibl">Hdn.7.5.2</span>; of food, <b class="b2">to be half-cooked</b>, Bilabel <b class="b3">Ὀψαρτ</b>.<span class="bibl">p.11</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Pass., <b class="b2">to be inserted in the middle, intervene</b>, αἱ μεσαζόμεναι λέξεις <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>270.5</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Conj.</span>255.20</span>; of terms in an arithmetical series, <span class="title">Theol.Ar.</span>39. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[occupy a central position]], τὴν γῆν ὁ μῦθος λέγει μεσάζεσθαι <span class="bibl">Eust.1389.38</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> = [[μεσόω]], ὁ μεσάζων τόπος ([[varia lectio|v.l.]] [[νησίζων]]) [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.32; πότερον ἄρχοιτο τὸ πάθος ἢ μεσάζοι Hp.''Ep.''18; νυκτὸς μεσαζούσης [[LXX]] ''Wi.'' 18.14; μεσαζούσης ἡμέρας Hdn.7.5.2; of food, to [[be half-cooked]], Bilabel [[Ὀψαρτ]].p.11.<br><span class="bld">II</span> Pass., to [[be inserted in the middle]], [[intervene]], αἱ μεσαζόμεναι λέξεις A.D.''Synt.''270.5, cf. ''Conj.''255.20; of terms in an arithmetical series, ''Theol.Ar.''39.<br><span class="bld">2</span> [[occupy a central position]], τὴν γῆν ὁ μῦθος λέγει μεσάζεσθαι Eust.1389.38.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0136.png Seite 136]] = [[μεσόω]], in der Mitte sein; Hippocr.; Schol. Eur. Med. 60; Sp.; μεσαζούσης ἡμέρας, am Mittag, Hdn. 7, 3, 2; – halbiren, Eust.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0136.png Seite 136]] = [[μεσόω]], in der Mitte sein; Hippocr.; Schol. Eur. Med. 60; Sp.; μεσαζούσης ἡμέρας, am Mittag, Hdn. 7, 3, 2; – halbiren, Eust.
}}
{{elru
|elrutext='''μεσάζω:''' Diod. = [[μεσόω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και μεσιάζω και μισάζω και μισιάζω (ΑM [[μεσάζω]]) [[μέσος]]<br />[[διαιρώ]] [[κάτι]] στη [[μέση]], [[διχοτομώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καταναλώνω]] τη μισή [[ποσότητα]] από [[κάτι]] («το μεσάσαμε το [[κρασί]]»)<br /><b>2.</b> (η μτχ. ενεστ. αρσ. και θηλ. ως ουσ.) <i>ο μεσάζων</i>, <i>η μεσάζουσα</i><br />το [[μέντιουμ]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[παρεμβαίνω]] ή ανακατεύομαι [[κάπου]] ή [[υπέρ]] κάποιου, [[κάνω]] τον μεσίτη ή τον μεσάζοντα, [[μεσολαβώ]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. πληθ. αρσ. ως ουσ.) <i>οι μεσάζοντες</i><br />α) άτομα που μεσολαβούν [[είτε]] στις συναλλαγές για τη [[σύναψη]] συμφωνιών [[είτε]] [[προς]] τις αρχές για την [[επίλυση]] διαφόρων θεμάτων, μεσολαβητές<br />β) (στο Βυζάντιο) ανώτατοι αξιωματούχοι ή υπουργοί της βασιλικής Αυλής<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κατέχω]] σημαντική [[θέση]]<br /><b>2.</b> [[πλησιάζω]] το [[κέντρο]]<br /><b>3.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] στο [[κέντρο]]<br /><b>4.</b> (για μεσίτη) α) [[διεκπεραιώνω]]<br />β) [[μεταφέρω]] ή [[μεταβιβάζω]] [[μήνυμα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[μέγας]] μεσάζων»<br />(ως [[τίτλος]]) ο [[ανώτατος]] [[αυλικός]] της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[είμαι]] ή βρίσκομαι στο [[μέσο]] μιας κατάστασης (α. «πότερον ἄρχοιτο τὸ [[πάθος]] ἢ μεσάζοι», Ιπποκρ.<br />β. «νυκτός... μεσαζούσης», ΠΔ<br />γ. «πᾱς δ'ὁ μεσάζων [[τόπος]] ὑπὸ τῆς παλιῤῥοίας ἀφροῡ τε πληροῡται», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φαγητό]]) [[είμαι]] [[μισοψημένος]]<br /><b>2.</b> (το μέσ.) <i>μεσάζομαι</i><br />α) παρεμβάλλομαι («αἱ μεσαζόμεναι λέξεις», Απολλ. Δύσκ.)<br />β) [[καταλαμβάνω]] [[θέση]] στο [[κέντρο]].
|mltxt=και μεσιάζω και μισάζω και μισιάζω (ΑM [[μεσάζω]]) [[μέσος]]<br />[[διαιρώ]] [[κάτι]] στη [[μέση]], [[διχοτομώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καταναλώνω]] τη μισή [[ποσότητα]] από [[κάτι]] («το μεσάσαμε το [[κρασί]]»)<br /><b>2.</b> (η μτχ. ενεστ. αρσ. και θηλ. ως ουσ.) <i>ο μεσάζων</i>, <i>η μεσάζουσα</i><br />το [[μέντιουμ]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[παρεμβαίνω]] ή ανακατεύομαι [[κάπου]] ή [[υπέρ]] κάποιου, [[κάνω]] τον μεσίτη ή τον μεσάζοντα, [[μεσολαβώ]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. πληθ. αρσ. ως ουσ.) <i>οι μεσάζοντες</i><br />α) άτομα που μεσολαβούν [[είτε]] στις συναλλαγές για τη [[σύναψη]] συμφωνιών [[είτε]] [[προς]] τις αρχές για την [[επίλυση]] διαφόρων θεμάτων, μεσολαβητές<br />β) (στο Βυζάντιο) ανώτατοι αξιωματούχοι ή υπουργοί της βασιλικής Αυλής<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κατέχω]] σημαντική [[θέση]]<br /><b>2.</b> [[πλησιάζω]] το [[κέντρο]]<br /><b>3.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] στο [[κέντρο]]<br /><b>4.</b> (για μεσίτη) α) [[διεκπεραιώνω]]<br />β) [[μεταφέρω]] ή [[μεταβιβάζω]] [[μήνυμα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[μέγας]] μεσάζων»<br />(ως [[τίτλος]]) ο [[ανώτατος]] [[αυλικός]] της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[είμαι]] ή βρίσκομαι στο [[μέσο]] μιας κατάστασης (α. «πότερον ἄρχοιτο τὸ [[πάθος]] ἢ μεσάζοι», Ιπποκρ.<br />β. «νυκτός... μεσαζούσης», ΠΔ<br />γ. «πᾶς δ'ὁ μεσάζων [[τόπος]] ὑπὸ τῆς παλιῤῥοίας ἀφροῦ τε πληροῦται», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φαγητό]]) [[είμαι]] [[μισοψημένος]]<br /><b>2.</b> (το μέσ.) <i>μεσάζομαι</i><br />α) παρεμβάλλομαι («αἱ μεσαζόμεναι λέξεις», Απολλ. Δύσκ.)<br />β) [[καταλαμβάνω]] [[θέση]] στο [[κέντρο]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεσάζω:''' Diod. = [[μεσόω]].
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':mesÒw 姆所哦<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':(成為)中間的<br />'''字義溯源''':居中,在中點,當中;源自([[μετά]])*=同,在其中)<br />'''出現次數''':總共(1);約(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 當中(1) 約7:14
|sngr='''原文音譯''':mesÒw 姆所哦<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':(成為)中間的<br />'''字義溯源''':居中,在中點,當中;源自([[μετά]])*=同,在其中)<br />'''出現次數''':總共(1);約(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 當中(1) 約7:14
}}
}}