Anonymous

κομήτης: Difference between revisions

From LSJ
m
Undo revision 3145175 by Spiros (talk)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Undo revision 3145175 by Spiros (talk))
Tag: Undo
 
(29 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=komitis
|Transliteration C=komitis
|Beta Code=komh/ths
|Beta Code=komh/ths
|Definition=ου, ὁ, (κομάω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wearing long hair</b>, of the Persians, Orac. ap.<span class="bibl">Hdt.6.19</span>; of dissolute men, <span class="bibl">Pherecr.14</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>348</span>, <span class="bibl">1101</span>, etc.; <b class="b3">ὁ ἐν Σάμῳ κ</b>., prov. variously expld., <span class="bibl">Duris 62</span> J., etc.; also, simply, [[with hair on the head]], opp. <b class="b3">φαλακρός</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>454c</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Grg.</span>524c</span>; κ. τὰ σκέλη <span class="bibl">Luc.<span class="title">Bacch.</span>2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., <b class="b3">κ. ἰός</b> a [[feathered]] arrow, <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span> 567</span>; <b class="b3">κ. λειμών</b> a [[grassy]] meadow, <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>210</span> (anap.); θύρσος κισσῷ κομήτης <span class="bibl">Id.<span class="title">Ba.</span>1055</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">κομήτης</b>, with or without <b class="b3">ἀστήρ, ὁ</b>, [[comet]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>343b5</span>, <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>2p.52U.</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> = [[τιθύμαλλος χαρακίας]], Dsc.4.164.1.</span>
|Definition=κομήτου, ὁ, ([[κομάω]])<br><span class="bld">A</span> [[wearing long hair]], of the Persians, Orac. ap.[[Herodotus|Hdt.]]6.19; of dissolute men, Pherecr.14, Ar.Nu.348, 1101, etc.; ὁ ἐν Σάμῳ κομήτης, [[proverb|prov.]] variously expld., Duris 62 J., etc.; also, simply, [[with hair on the head]], opp. [[φαλακρός]], Pl.R.454c, cf. Grg.524c; κομήτης τὰ σκέλη Luc.Bacch.2.<br><span class="bld">2</span> metaph., κομήτης [[ἰός]] a [[feathered]] [[arrow]], S.Tr. 567; κομήτης [[λειμών]] a [[grassy]] [[meadow]], E.Hipp.210 (anap.); [[θύρσος]] κισσῷ κομήτης Id.Ba.1055.<br><span class="bld">II</span> [[κομήτης]], with or without [[ἀστήρ]], [[]], [[comet]], Arist.Mete.343b5, Epicur.Ep.2p.52U., etc.<br><span class="bld">III</span> = [[τιθύμαλλος]] [[χαρακίας]], Dsc.4.164.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1477.png Seite 1477]] ὁ, der Behaarte, langes Haar Tragende; Ar. Nubb. 348 Lys. 661; [[κομήτης]] τούτου καὶ ὁ [[νεκρός]] Plat. Gorg. 524 c. – Uebertr., ἰὸς [[κομήτης]], der befiederte Pfeil, Soph. Trach. 564; [[λειμών]], die grasige Wiese (vgl. [[κόμη]]), Eur. Hipp. 210; θυρσὸς κισσῷ [[κομήτης]] Bacch. 1053. – Bes. sc. [[ἀστήρ]], der Bartstern, [[Komet]], Arist. Meteorl. 1, 6, Plut. Caes. 69 u. a. Sp. – S. auch nom. pr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1477.png Seite 1477]] ὁ, der Behaarte, langes Haar Tragende; Ar. Nubb. 348 Lys. 661; [[κομήτης]] τούτου καὶ ὁ [[νεκρός]] Plat. Gorg. 524 c. – Übertr., ἰὸς [[κομήτης]], der befiederte Pfeil, Soph. Trach. 564; [[λειμών]], die grasige Wiese (vgl. [[κόμη]]), Eur. Hipp. 210; θυρσὸς κισσῷ [[κομήτης]] Bacch. 1053. – Bes. ''[[sc.]]'' [[ἀστήρ]], der Bartstern, [[Komet]], Arist. Meteorl. 1, 6, Plut. Caes. 69 u. a. Sp. – S. auch nom. pr.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><b>1</b> [[qui porte de longs cheveux]];<br /><b>2</b> [[couvert de poils]];<br /><b>3</b> [[garni de plumes]];<br /><b>4</b> [[couvert de feuilles]] <i>ou</i> de plantes.<br />'''Étymologie:''' [[κομάω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κομήτης -ου [κομή] langharig, als ongunstig kenmerk:; ἢν μὲν ἴδωσι κομήτην ἄγριόν τινα als ze zo’n langharige wilde jongen zien Aristoph. Nub. 348; overdr. van pijlen gevederd:; κομήτης ἰός gevederde pijl Soph. Tr. 567; van weide hoogbegroeid:. ἔν τε κομήτῃ λειμῶνι in een grazige wei Eur. Hipp. 210. subst. komeet:. μέγας κομήτης ἐφάνη... ἐπὶ νύκτας ἑπτά een grote komeet was gedurende zeven nachten zichtbaar Plut. Caes. 69.4.
}}
{{elru
|elrutext='''κομήτης:''' ου adj.<br /><b class="num">1</b> [[с волосами на голове]] (φαλακροὶ καὶ κομήται Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[волосатый]], [[косматый]] (τὰ σκέλη Luc.);<br /><b class="num">3</b> [[носящий длинные волосы]], [[кудрявый]] Arph.;<br /><b class="num">4</b> [[оперенный]] ([[ἰός]] Soph.);<br /><b class="num">5</b> [[покрытый растительностью]], [[цветущий]] ([[λειμών]] Eur.);<br /><b class="num">6</b> [[обвитый]] ([[θύρσος]] κισσῷ κ. Eur.).<br />ου ὁ (''[[sc.]]'' [[ἀστήρ]]) [[комета]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κομήτης''': -ου, ὁ, ([[κομάω]]) ὁ τρέφων μακρὰν κόμην, κομῶν, ἐπὶ τῶν Περσῶν, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 6. 19· ἐπὶ ἀκολάστων ἠθῶν ἀνθρώπων Ἀριστοφ. Νεφ. 348, 1101, κτλ. (ἴδε ἐν λ. [[κομάω]])· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]], ὁ ἔχων τρίχας ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[φαλακρός]], Πλάτ. Πολ. 454C, πρβλ. Γοργ. 542C· [[ὡσαύτως]], κ. τὰ σκέλη Λουκ. Διόνυσ. 2. 2) μεταφ., ἰὸς κ., [[βέλος]] [[μετὰ]] πτερῶν, Σοφ. Τρ. 567· λειμὼν κ., [[λιβάδιον]] ποῶδες, μὲ πρασινάδα, Εὐρ. Ἱππ. 211· [[θύρσος]] κισσῷ [[κομήτης]] ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1055. ΙΙ. [[κομήτης]], [[μετὰ]] τοῦ ἀστὴρ ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]], «[[κομήτης]]» ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6 κἑξ., κτλ.· πρβλ. [[κόμη]] ΙΙΙ.
|lstext='''κομήτης''': -ου, ὁ, ([[κομάω]]) ὁ τρέφων μακρὰν κόμην, κομῶν, ἐπὶ τῶν Περσῶν, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 6. 19· ἐπὶ ἀκολάστων ἠθῶν ἀνθρώπων Ἀριστοφ. Νεφ. 348, 1101, κτλ. (ἴδε ἐν λ. [[κομάω]])· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]], ὁ ἔχων τρίχας ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[φαλακρός]], Πλάτ. Πολ. 454C, πρβλ. Γοργ. 542C· [[ὡσαύτως]], κ. τὰ σκέλη Λουκ. Διόνυσ. 2. 2) μεταφ., ἰὸς κ., [[βέλος]] μετὰ πτερῶν, Σοφ. Τρ. 567· λειμὼν κ., [[λιβάδιον]] ποῶδες, μὲ πρασινάδα, Εὐρ. Ἱππ. 211· [[θύρσος]] κισσῷ [[κομήτης]] ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1055. ΙΙ. [[κομήτης]], μετὰ τοῦ ἀστὴρ ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]], «[[κομήτης]]» ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6 κἑξ., κτλ.· πρβλ. [[κόμη]] ΙΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><b>1</b> qui porte de longs cheveux;<br /><b>2</b> couvert de poils;<br /><b>3</b> garni de plumes;<br /><b>4</b> couvert de feuilles <i>ou</i> de plantes.<br />'''Étymologie:''' [[κομάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κομήτης]])<br />νεφελώδες [[ουράνιο]] [[σώμα]] με μικρή [[μάζα]] που κινείται [[γύρω]] από τον ήλιο διαγράφοντας πολύ ελλειπτική [[τροχιά]]<br /><b>νεοελ.</b> <b>φρ.</b> «έρχεται σαν [[κομήτης]]» ή «τον βλέπουμε σαν κόμήτη» — εμφανίζεται πολύ σπάνια και φεύγει [[γρήγορα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[τρίχες]] στο [[κεφάλι]] του, σε [[αντιδιαστολή]] με τον φαλακρό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τους Πέρσες) αυτός που έχει [[μακριά]] μαλλιά<br /><b>2.</b> [[ακόλαστος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κομήτης]] ἰός» — [[βέλος]] με φτερά (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «[[λειμών]] [[κομήτης]]» — [[λιβάδι]] με [[πρασινάδα]] (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόμη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήτης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λιμν</i>-<i>ήτης</i>, <i>πρυμν</i>-<i>ήτης</i>). Η ονομ. προήλθε [[προφανώς]] από την [[ομοιότητα]] της ουράς του κομήτη με μαλλιά. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη [[μορφή]] <i>cometa</i>, <i>cometes</i> και στη [[συνέχεια]] η [[διεθνής]] [[ορολογία]] της αστρονομίας (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>comet</i>)].
|mltxt=ο (Α [[κομήτης]])<br />νεφελώδες [[ουράνιο]] [[σώμα]] με μικρή [[μάζα]] που κινείται [[γύρω]] από τον ήλιο διαγράφοντας πολύ ελλειπτική [[τροχιά]]<br /><b>νεοελ.</b> <b>φρ.</b> «έρχεται σαν [[κομήτης]]» ή «τον βλέπουμε σαν κόμήτη» — εμφανίζεται πολύ σπάνια και φεύγει [[γρήγορα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[τρίχες]] στο [[κεφάλι]] του, σε [[αντιδιαστολή]] με τον φαλακρό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τους Πέρσες) αυτός που έχει [[μακριά]] μαλλιά<br /><b>2.</b> [[ακόλαστος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κομήτης]] ἰός» — [[βέλος]] με φτερά (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «[[λειμών]] [[κομήτης]]» — [[λιβάδι]] με [[πρασινάδα]] (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόμη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήτης</i> ([[πρβλ]]. [[λιμνήτης]], [[πρυμνήτης]]). Η ονομ. προήλθε [[προφανώς]] από την [[ομοιότητα]] της ουράς του κομήτη με μαλλιά. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη [[μορφή]] <i>cometa</i>, <i>cometes</i> και στη [[συνέχεια]] η [[διεθνής]] [[ορολογία]] της αστρονομίας ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>comet</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κομήτης:''' -ου, ὁ ([[κομάω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έχει [[μακριά]] μαλλιά, [[μακρυμάλλης]], [[παρά]] Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>ἰὸς κ</i>., [[βέλος]] με φτερά, σε Σοφ.· <i>λειμὼν κ</i>., πράσινο [[λιβάδι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[κομήτης]], σε Αριστ.
|lsmtext='''κομήτης:''' -ου, ὁ ([[κομάω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έχει [[μακριά]] μαλλιά, [[μακρυμάλλης]], [[παρά]] Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>ἰὸς κ</i>., [[βέλος]] με φτερά, σε Σοφ.· <i>λειμὼν κ</i>., πράσινο [[λιβάδι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[κομήτης]], σε Αριστ.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=κομήτης -ου [κομή] langharig, als ongunstig kenmerk:; ἢν μὲν ἴδωσι κομήτην ἄγριόν τινα als ze zo’n langharige wilde jongen zien Aristoph. Nub. 348; overdr. van pijlen gevederd:; κομήτης ἰός gevederde pijl Soph. Tr. 567; van weide hoogbegroeid:. ἔν τε κομήτῃ λειμῶνι in een grazige wei Eur. Hipp. 210. subst. komeet:. μέγας κομήτης ἐφάνη... ἐπὶ νύκτας ἑπτά een grote komeet was gedurende zeven nachten zichtbaar Plut. Caes. 69.4.
|mdlsjtxt=[[κομήτης]], ου, [[κομάω]]<br /><b class="num">I.</b> wearing [[long]] [[hair]], [[long]]-haired, ap. Hdt., Ar.<br /><b class="num">2.</b> metaph., ἰὸς κ. a [[feathered]] [[arrow]], Soph.; λειμὼν κ. a [[grassy]] [[meadow]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]] a [[comet]], Arist.
}}
}}
{{elru
{{WoodhouseReversedUncategorized
|elrutext='''κομήτης:''' ου adj.<br /><b class="num">1)</b> с волосами на голове (φαλακροὶ καὶ κομήται Plat.);<br /><b class="num">2)</b> волосатый, косматый (τὰ σκέλη Luc.);<br /><b class="num">3)</b> носящий длинные волосы, кудрявый Arph.;<br /><b class="num">4)</b> оперенный ([[ἰός]] Soph.);<br /><b class="num">5)</b> покрытый растительностью, цветущий ([[λειμών]] Eur.);<br /><b class="num">6)</b> обвитый ([[θύρσος]] κισσῷ κ. Eur.).<br />ου ὁ (sc. [[ἀστήρ]]) комета Arst.
|woodrun=[[with long hair]]
}}
}}
{{mdlsj
{{mantoulidis
|mdlsjtxt=[[κομήτης]], ου, [[κομάω]]<br /><b class="num">I.</b> wearing [[long]] [[hair]], [[long]]-haired, ap. Hdt., Ar.<br /><b class="num">2.</b> metaph., ἰὸς κ. a [[feathered]] [[arrow]], Soph.; λειμὼν κ. a [[grassy]] [[meadow]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> as Subst. a [[comet]], Arist.
|mantxt=(=πού [[ἔχει]] μακριά μαλλιά). Ἀπό τό [[κομάω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
}}
}}