3,241,077
edits
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katakleistos | |Transliteration C=katakleistos | ||
|Beta Code=kata/kleistos | |Beta Code=kata/kleistos | ||
|Definition= | |Definition=κατάκλειστον, [[shut up]], of women, Call.''Fr.''118, cf. [[LXX]] ''2 Ma.''3.19, Luc.''Tim.''15, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; οἴκοι κατάκλειστος ἦν D.L.6.94; κ. εἶχεν τὰ βιβλία Str.13.1.54; [[precious]], <b class="b3">τίμιον ἢ κ.</b> S.E.''P.''1.143. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1353.png Seite 1353]] eingeschlossen, eingesperrt; κατάκλειστον ἐν θύραις καὶ σκότῳ φυλάττοντας Luc. Tim. 15; Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1353.png Seite 1353]] eingeschlossen, eingesperrt; κατάκλειστον ἐν θύραις καὶ σκότῳ φυλάττοντας Luc. Tim. 15; Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[enfermé]].<br />'''Étymologie:''' [[κατακλείω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατάκλειστος -ον [κατακλείω] [[opgesloten]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατάκλειστος:'''<br /><b class="num">1</b> [[запертый]] (ἐν θύραις Luc.; [[οἴκοι]] Diog. L.);<br /><b class="num">2</b> [[живущий взаперти]] ([[γυνή]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάκλειστος''': -ον, κατακεκλεισμένος, ἐπὶ γυναικῶν, Καλλιμ. Ἀποσπ. 118· γύναια κ. [[μηδὲ]] τῆς αὐλείου προερχόμενα Φιλ. σ. 977Ε, πρβλ. Λουκ. Τίμ. 15· [[οἴκοι]] [[κατάκλειστος]] ἦν Διογ. Λ. 6. 94· κ. εἶχε τὰ βιβλία Στράβ. 609. | |lstext='''κατάκλειστος''': -ον, κατακεκλεισμένος, ἐπὶ γυναικῶν, Καλλιμ. Ἀποσπ. 118· γύναια κ. [[μηδὲ]] τῆς αὐλείου προερχόμενα Φιλ. σ. 977Ε, πρβλ. Λουκ. Τίμ. 15· [[οἴκοι]] [[κατάκλειστος]] ἦν Διογ. Λ. 6. 94· κ. εἶχε τὰ βιβλία Στράβ. 609. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[κατάκλειστος]], -ον) [[κατακλείω]]<br />ο [[τελείως]] κλεισμένος (α. «τα παράθυρα ήταν κατάκλειστα» β. «οἳ κατάκλειστα εἶχον τὰ βιβλία», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν βγαίνει έξω από το [[σπίτι]] του, [[ούτε]] δέχεται επισκέψεις, ο απομονωμένος («μένει [[κατάκλειστος]], αφοσιωμένος στο [[διάβασμα]]»)<br /><b>2.</b> ο περιφραγμένος από [[παντού]] («το [[σπίτι]] ήταν κατάκλειστο από τις λεμονιές»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «κατάκλειστον ποιῶ» — [[κρατώ]] σε περιορισμό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />([[κυρίως]] για ανύπαντρες γυναίκες) αυτή που μένει [[πάντοτε]] κλεισμένη στο εσωτερικό του σπιτιού («αἱ δὲ κατάκλειστοι τῶν παρθένων», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πολύτιμος]], [[βαρύτιμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατάκλειστα</i><br />εντελώς [[κλειστά]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[κατάκλειστος]], -ον) [[κατακλείω]]<br />ο [[τελείως]] κλεισμένος (α. «τα παράθυρα ήταν κατάκλειστα» β. «οἳ κατάκλειστα εἶχον τὰ βιβλία», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν βγαίνει έξω από το [[σπίτι]] του, [[ούτε]] δέχεται επισκέψεις, ο απομονωμένος («μένει [[κατάκλειστος]], αφοσιωμένος στο [[διάβασμα]]»)<br /><b>2.</b> ο περιφραγμένος από [[παντού]] («το [[σπίτι]] ήταν κατάκλειστο από τις λεμονιές»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «κατάκλειστον ποιῶ» — [[κρατώ]] σε περιορισμό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />([[κυρίως]] για ανύπαντρες γυναίκες) αυτή που μένει [[πάντοτε]] κλεισμένη στο εσωτερικό του σπιτιού («αἱ δὲ κατάκλειστοι τῶν παρθένων», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πολύτιμος]], [[βαρύτιμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατάκλειστα</i><br />εντελώς [[κλειστά]]. | ||
}} | }} |